Τράπεζες: Μείωση 400 καταστημάτων και 4.000 υπαλλήλων σε 19 μήνες
Δραστικές μειώσεις στο δίκτυο των καταστημάτων τους, αλλά και στο αριθμό των εργαζομένων, προγραμματίζουν έως το τέλος του 2022 οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες στην Ελλάδα. Τα καταστήματα συγκεκριμένα θα μειωθούν στα 1.100, από τα 1.500 και οι απασχολούμενοι θα περιοριστούν κοντά στους 28.000, από τους περίπου 32.000 που εργάζονται τούτη την ώρα στις συστημικές τράπεζες.
Σε ένα διάστημα δηλαδή 19 μηνών, θα σημειωθεί μία περικοπή του δικτύου των τραπεζών κατά 400 καταστήματα στην εγχώρια αγορά και κατά 4.000 ανθρώπους επί του συνόλου των υπαλλήλων του τραπεζικού τομέα.
Η μεγάλη περιστολή στον αριθμό των τραπεζικών καταστημάτων και των υπαλλήλων του κλάδου, συνδυάζεται με δύο κυρίως εξελίξεις. Η πρώτη είναι η ταχύτητα με την οποία αναπτύσσεται πλέον η ηλεκτρονική τραπεζική, με δεδομένο ότι οι περισσότερες συναλλαγές πραγματοποιούνται μέσω του κινητού τηλεφώνου και του προσωπικού μας υπολογιστή. Αυτή είναι εξάλλου η επιταχυνόμενη τεχνολογικά διεθνής τάση.
Η δεύτερη είναι η εξυγίανση και η απαιτούμενη αναδιάρθρωση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών, η οποία συνεχίζεται και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2022. Η εξυγίανση – αναδιάρθρωση, αφορούσε και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αφορά τη μείωση στα λειτουργικά κόστη ισολογισμού (προσωπικό, κτήρια κ.α.), την πώληση των θυγατρικών εταιριών σε Ελλάδα και εξωτερικό και κυρίως φυσικά τη συρρίκνωση, με κάθε τρόπο και πάνω από όλα, των κόκκινων δανείων που έπνιγαν τις τράπεζες και βάραιναν την οικονομία.
Έτσι, τα τελευταία έξη χρόνια, εκτός από το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν χάσει περίπου το 50% της δουλειάς τους, σε σχέση με τα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα (από πλευράς ύψους υγιών δανείων και ύψους καταθέσεων), έχουν χάσει και μεγάλο μέρος του προσωπικού και του δικτύου των καταστημάτων τους. Πρόκειται για μία πολύ μεγάλη αλλαγή στην εικόνα του τραπεζικού χάρτη. Αρκεί να υπολογίσει κανείς ότι, το 2014, πριν να αρχίσει η αφόρητη πίεση που δημιούργησαν τα ευρωπαϊκά προγράμματα, μετά την τρίτη και πιο επώδυνη ανακεφαλαιοποίηση που πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο του 2015, ο αριθμός των εργαζομένων στο τραπεζικό σύστημα ήταν συνολικά 56.000 άτομα και σήμερα είναι 36.000 (συνολικά και όχι μόνο στις τέσσερις συστημικές τράπεζες).Όπως και τα καταστήματα, στο σύνολο πάλι του κλάδου, από 3.500 έχουν απομείνει 1.800, κατά το ίδιο ακριβώς χρονικό διάστημα.
Μεταξύ, όμως, όλων των λόγων και των εξελίξεων που επισημάναμε παραπάνω, θα πρέπει να προσθέσουμε μία ακόμη παράμετρο, για την επιμονή την οποία εκδηλώνουν οι διοικήσεις των τραπεζών στη διαρκή μείωση του κόστους προσωπικού, μέσω των προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου: το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν διασφαλισμένες ακόμη νέες σταθερές και μεγάλες πηγές κερδοφορίας. Αυτό τις προβληματίζει, αλλά και τις αποδιοργανώνει. Οπότε, καταφεύγουν πιο εύκολα στην τακτική της περιστολής δαπανών, από τη στρατηγική της αύξησης των εσόδων.
Σε ένα διάστημα δηλαδή 19 μηνών, θα σημειωθεί μία περικοπή του δικτύου των τραπεζών κατά 400 καταστήματα στην εγχώρια αγορά και κατά 4.000 ανθρώπους επί του συνόλου των υπαλλήλων του τραπεζικού τομέα.
Η μεγάλη περιστολή στον αριθμό των τραπεζικών καταστημάτων και των υπαλλήλων του κλάδου, συνδυάζεται με δύο κυρίως εξελίξεις. Η πρώτη είναι η ταχύτητα με την οποία αναπτύσσεται πλέον η ηλεκτρονική τραπεζική, με δεδομένο ότι οι περισσότερες συναλλαγές πραγματοποιούνται μέσω του κινητού τηλεφώνου και του προσωπικού μας υπολογιστή. Αυτή είναι εξάλλου η επιταχυνόμενη τεχνολογικά διεθνής τάση.
Η δεύτερη είναι η εξυγίανση και η απαιτούμενη αναδιάρθρωση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών, η οποία συνεχίζεται και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2022. Η εξυγίανση – αναδιάρθρωση, αφορούσε και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αφορά τη μείωση στα λειτουργικά κόστη ισολογισμού (προσωπικό, κτήρια κ.α.), την πώληση των θυγατρικών εταιριών σε Ελλάδα και εξωτερικό και κυρίως φυσικά τη συρρίκνωση, με κάθε τρόπο και πάνω από όλα, των κόκκινων δανείων που έπνιγαν τις τράπεζες και βάραιναν την οικονομία.
Έτσι, τα τελευταία έξη χρόνια, εκτός από το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν χάσει περίπου το 50% της δουλειάς τους, σε σχέση με τα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα (από πλευράς ύψους υγιών δανείων και ύψους καταθέσεων), έχουν χάσει και μεγάλο μέρος του προσωπικού και του δικτύου των καταστημάτων τους. Πρόκειται για μία πολύ μεγάλη αλλαγή στην εικόνα του τραπεζικού χάρτη. Αρκεί να υπολογίσει κανείς ότι, το 2014, πριν να αρχίσει η αφόρητη πίεση που δημιούργησαν τα ευρωπαϊκά προγράμματα, μετά την τρίτη και πιο επώδυνη ανακεφαλαιοποίηση που πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο του 2015, ο αριθμός των εργαζομένων στο τραπεζικό σύστημα ήταν συνολικά 56.000 άτομα και σήμερα είναι 36.000 (συνολικά και όχι μόνο στις τέσσερις συστημικές τράπεζες).Όπως και τα καταστήματα, στο σύνολο πάλι του κλάδου, από 3.500 έχουν απομείνει 1.800, κατά το ίδιο ακριβώς χρονικό διάστημα.
Μεταξύ, όμως, όλων των λόγων και των εξελίξεων που επισημάναμε παραπάνω, θα πρέπει να προσθέσουμε μία ακόμη παράμετρο, για την επιμονή την οποία εκδηλώνουν οι διοικήσεις των τραπεζών στη διαρκή μείωση του κόστους προσωπικού, μέσω των προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου: το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν διασφαλισμένες ακόμη νέες σταθερές και μεγάλες πηγές κερδοφορίας. Αυτό τις προβληματίζει, αλλά και τις αποδιοργανώνει. Οπότε, καταφεύγουν πιο εύκολα στην τακτική της περιστολής δαπανών, από τη στρατηγική της αύξησης των εσόδων.