H γιγάντωση των ισχυρότερων ομίλων του κόσμου εν μέσω της πανδημίας έχει θορυβήσει τους κυβερνώντες των ισχυρών κρατών στη Δύση, καθώς βλέπουν πως χρειάζονται δομικές αλλαγές στην αρχιτεκτονική της παγκόσμιας οικονομίας για να περιοριστεί το χάσμα της εισοδηματικής ανισότητας. Στο ίδιο μήκος κύματος, οι σημερινοί δισεκατομμυριούχοι φαίνεται να συσσωρεύουν ακόμη μεγαλύτερο πλούτο. Το πρόβλημα αυτό είναι περισσότερο αισθητό στις ΗΠΑ από ό,τι στην Ευρώπη, αλλά οι τάσεις είναι αυξητικές και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.

Έρευνα του πρακτορείου Bloomberg καταλήγει στο συμπέρασμα πως έχει πολλαπλασιαστεί η κεφαλαιοποίηση και τα περιθώρια κέρδους των 50 μεγαλύτερων εταιρειών στον κόσμο, ενώ η φορολογική τους επιβάρυνση έχει περιοριστεί δραματικά. Παράλληλα, η διάθεση των ομίλων αυτών για επενδύσεις είναι αναιμική όταν το κόστος άντλησης κεφαλαίων από τις ομολογιακές αγορές κινείται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Παράλληλα, οι UBS Group και PwC υπολογίζουν πως μέσα στις επόμενες δυο δεκαετίες, οι δισεκατομμυριούχοι αυτού του κόσμου θα μεταφέρουν πάνω από 2 τρισ. δολάρια στις επόμενες γενιές.
Η γιγάντωση της αξίας των ισχυρότερων ομίλων

Πέρυσι, η κεφαλαιοποίηση των 50 ισχυρότερων ομίλων ενισχύθηκε κατά 4,5 τρισ. δολάρια, με τη συνολική αξία τους να αντιστοιχεί στο 38% του παγκόσμιου ΑΕΠ έναντι λιγότερο από 5% που ίσχυε προ τριών δεκαετιών. Στην έρευνα περιλαμβάνονται εταιρείες διαφορετικών κλάδων και χωρών, από την κινεζική τράπεζα ICBCκαι τη ρωσική Gazprom, μέχρι την αμερικανική Walmart και τη γαλλική LVMH.

Την ίδια ώρα, ο μέσος φορολογικός συντελεστής μειώθηκε από το 35% τη δεκαετία του ’90 στο 17% πέρυσι, ενώ τα περιθώρια κέρδους αυξήθηκαν από το 7% στο 18% την αντίστοιχη περίοδο. Στο μεταξύ, όπως επισημαίνεται από το Bloomberg με βάση έρευνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, έως και το 40% των επενδύσεων που αναφέρονται γραπτώς τείνουν να είναι εικονικές και να μην έχουν αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία. Στο μεταξύ, η επαναγορά μετοχών αποτελεί μια όλο και πιο προσφιλή τακτική των εταιρειών να ανταμείψουν τους μετόχους τους.

Δίχως αμφιβολία, τα μέτρα στήριξης των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών απέτρεψαν το ξέσπασμα μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης εν μέσω της πανδημίας της νόσου Covid-19 και θωράκισαν θέσεις εργασίας, ιδίως στην Ευρώπη.
Η φορολόγηση των πολυεθνικών

Όμως σε αντιδιαστολή με την ύφεση που προκλήθηκε στην πραγματική οικονομία εν μέσω αυτής της πρωτόγνωρης πανδημικής κρίσης, το ράλι των τιμών των μετοχών, των ομολόγων, των βιομηχανικών μετάλλων ή και των αγροτικών εμπορευμάτων ήταν πρωτοφανές. Σε αυτήν την χρηματιστηριακή παραζάλη, ο Έλον Μασκ της Tesla αναδείχθηκε πρόσκαιρα στον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου, ξεπερνώντας τον Τζεφ Μπέζος της Amazon.

Οι τάσεις αυτές στερούν πολύτιμα φορολογικά έσοδα και προκαλούν τη βαθιά της δυσπιστία κοινής γνώμης, όπως καταδεικνύει η άνοδος των ακραίων πολιτικών κομμάτων από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09 μέχρι σήμερα. Δεν είναι τυχαίες οι συζητήσεις των G20 για την υιοθέτηση ενός κατώτατου φορολογικού συντελεστή για τους πολυεθνικούς ομίλους που έχουν αναγάγει σε τέχνη την φοροαποφυγή.

«Το αμερικανικό όνειρο είναι ζωντανό αλλά είναι ευάλωτο» είχε δηλώσει ο Τζείμι Ντίμον, επικεφαλής της JP Morgan το καλοκαίρι του 2019, σε μια ευρύτερη απόπειρα των ισχυρών επιχειρηματιών των ΗΠΑ να ανταποκριθούν τόσο στις ανάγκες των μετόχων, όσο και σε αυτές της ευρύτερης κοινωνίας. Εντούτοις μόνον με πολιτική βούληση μπορεί να ισορροπήσει η σχέση μεταξύ των δυο, μια αποστολή που στις ΗΠΑ έχει αναλάβει η κυβέρνηση Μπάιντεν.