Στις 26 Ιουλίου λήγει η προθεσμία εκδήλωσης ενδιαφέροντος από τους ομίλους που θα διεκδικήσουν τη μονάδα επεξεργασίας αποβλήτων (ΜΕΑ) που θα κατασκευαστεί με Σύμπραξη Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) στην Κεντρική Μακεδονία. Η προκήρυξη του διαγωνισμού για το έργο της Κεντρικής Μακεδονίας, συνολικής αξίας κοντά στα 250 εκατ. ευρώ, αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα για τη μάχη που αναμένεται να δώσουν ισχυροί κατασκευαστικοί και άλλοι όμιλοι για τα έργα ΣΔΙΤ στα απορρίμματα συνολικού ύψους κοντά στο ένα δισ. ευρώ. Εκτός από την Θεσσαλονίκη, αναμένεται άμεσα και η προκήρυξη των διαγωνισμών για τις δύο μεγάλες μονάδες της Αττικής (ύψους άνω των 600 εκατ. ευρώ) και για Ρόδο και Κω.

Η μονάδα της Θεσσαλονίκης θα είναι δυναμικότητας 300.000 τόνων και θα κατασκευαστεί κοντά στη χωματερή Μαυροράχης. Ο ανάδοχος θα αμείβεται με πληρωμές διαθεσιμότητας δηλαδή με «ενοίκιο» που θα συνδέεται με την ποσότητα των απορριμμάτων που θα διαχειρίζεται, με την τήρηση των κριτηρίων διαθεσιμότητας και των προδιαγραφών λειτουργίας, αλλά και την επίτευξη των στόχων (ανακύκλωσης, κ.α.) που προβλέπονται από την εθνική και κοινοτική νομοθεσία. Σύμφωνα με το τεύχος του διαγωνισμού για τη ΜΕΑ της Θεσσαλονίκης, ο ανάδοχος αναμένεται να λάβει στα 27 χρόνια της περιόδου παραχώρησης πληρωμές διαθεσιμότητας η καθαρά παρούσα αξία των οποίων φτάνει τα 142,2 εκατ. ευρώ χωρίς τον ΦΠΑ.

Ο διαγωνισμός τόσο της Θεσσαλονίκης, όσο και για τις δύο μονάδες της Αθήνας, προχωρά με τη διαδικασία του ανταγωνιστικού διαλόγου. Έτσι στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού και με τη συμμετοχή των ομίλων που πέρασαν «στον τελικό» θα προσδιοριστεί με μεγαλύτερη λεπτομέρεια ο τρόπος και η συχνότητα καταβολής των πληρωμών διαθεσιμότητας, αλλά οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εκτέλεση του έργου όπως οι προδιαγραφές κατασκευής, λειτουργίας και αποτελέσματος, ο μέγιστος χρόνος κατασκευής, υπηρεσίες λειτουργίας και συντήρησης των εγκαταστάσεων, κ.α.

Αφού συμφωνηθούν όλες αυτές οι λεπτομέρειες, τότε οι υποψήφιοι θα προχωρήσουν στην υποβολή δεσμευτικών οικονομικών προσφορών. Στο τεύχος δημοπράτησης προβλέπεται, πάντως, πως η περίοδος μελέτης και κατασκευής της μονάδας θα είναι δύο χρόνια.

Ο ιδιωτικός φορέας σύμπραξης θα αναλάβει τη σύνταξη του συνόλου των απαραίτητων μελετών και της κατάθεσης εγγράφων για την αδειοδότηση του έργου, το σύνολο των εργασιών κατασκευής, τη λειτουργία και συντήρηση της ΜΕΑ, τη χρηματοδότηση του έργου με ίδια ή / και δανειακά κεφάλαια αλλά και την εμπορική εκμετάλλευση μέρους ή του συνόλου των παραγόμενων δευτερογενών προϊόντων.

Για το έργο έχει αποφασιστεί η συμμετοχή του Δημοσίου στη χρηματοδότηση της κατασκευής του Έργου έως του ποσού των 60 εκατ. ευρώ κατά μέγιστο και την ένταξη του στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων.

Ο διαγωνισμός βάζει ψηλά τον πήχη για τους υποψηφίους καθώς προβλέπει πως ο διαχειριστής της μονάδας ή τουλάχιστον ένα μέλος της κοινοπραξίας που διεκδικεί τη σύμβαση «θα πρέπει να διαθέτει, κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε (5) ετών πριν από την Ημερομηνία Υποβολής, εμπειρία στη σύναψη ή υλοποίηση συμβάσεων παραχώρησης ή/και συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.), στις οποίες το άθροισμα της δεσμευτικής επένδυσης και των δανειακών κεφαλαίων (στο εξής «τα Επενδυόμενα Κεφάλαια») να είναι τουλάχιστον συνολικά είκοσι πέντε εκατομμύρια (€25.000.000,00), ευρώ μη συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ».

Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών πριν την Ημερομηνία Υποβολής, «θα πρέπει είτε να εκτελεί σύμβαση σε ισχύ είτε να έχει περαιώσει επιτυχώς τουλάχιστον μία (1) σύμβαση ή ανανεούμενες συμβάσεις Αποδεκτού Έργου που αφορά στη λειτουργία και συντήρηση Μονάδας Επεξεργασίας Αποβλήτων», δυναμικότητας τουλάχιστον 60.000 τόνων ετησίως.

Ο κατασκευαστής, που θα συμμετέχει στο κοινοπρακτικό σχήμα, πρέπει να έχει αναλάβει την υλοποίηση «Μονάδας Επεξεργασίας Αποβλήτων (ή Απορριμμάτων), η οποία περιλαμβάνει Μηχανική και Βιολογική Επεξεργασία Σύμμεικτων Αστικών Αποβλήτων, εξαιρούμενων των εγκαταστάσεων προσωρινής διαχείρισης αποβλήτων, των εγκαταστάσεων προεπεξεργασίας και των συμβάσεων αναβάθμισης υφιστάμενων εγκαταστάσεων, δυναμικότητας τουλάχιστον εξήντα χιλιάδων (60.000) τόνων κατ’ έτος».