Μεσοπρόθεσμο: Οι μειώσεις φόρων που θεσπίζονται σε μόνιμη βάση
Μέσα σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα επισφαλές και με την πανδημία να μην έχει δείξει ακόμη το πραγματικό της πρόσωπο στην πραγματική οικονομία, κατατέθηκε χθες το βράδυ το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2022-2025.
Πάντως, τα δύο τελευταία έτη της προγραμματικής περιόδου, προβλέπονται μάλιστα πλεονασματικοί προϋπολογισμοί σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, με το αποτέλεσμα του έτους 2025 να αναμένεται να ανέλθει σε πλεόνασμα ύψους 1,4% του ΑΕΠ.
Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή που συνοδεύει το μακροσκελές κείμενο το Μεσοπρόθεσμο για πρώτη φορά από το 2011 στα δημοσιονομικά των χωρών μελών της ευρωζώνης κατατίθεται ενώ είναι σε ισχύ, η γενική ρήτρα διαφυγής.
Όπως τονίζεται «στο πλαίσιο της γενικής ρήτρας διαφυγής, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία η εμπιστοσύνη που απολαμβάνει η χώρα τόσο στις αγορές όσο και μεταξύ των εταίρων και πιστωτών της. Αυτή αντανακλάται στα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων, που βρίσκονται σήμερα σε ιστορικά χαμηλά. Η συνεπής εκδοτική δραστηριότητα του Ελληνικού Δημοσίου κατά την τελευταία τριετία, οδήγησε σταδιακά στη συμπλήρωση της καμπύλης αποδόσεων τίτλων του Ε.Δ. σε όλο το φάσμα της και στην πλήρη χρονική επέκταση της φυσικής διάρκειάς της, παρέχοντας ταυτόχρονα όγκο και ρευστότητα στο σύνολο των εκδόσεων».
Σύμφωνα με τους συντάκτες με την πλήρη εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η ανάπτυξη το τρέχον έτος εκτιμάται στο 3,6%, ενώ για το 2022 προβλέπεται ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 6,2% και για την υπόλοιπη περίοδο του ΜΠΔΣ αναμένεται κατά μέσο όρο ανάπτυξη της τάξης του 4%.
Το Ταμείο Ανάκαμψης
Καθοριστική συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ και των επενδύσεων, όπως αναφέρεται, «θα έχει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Το Σχέδιο αυτό περιλαμβάνει σειρά φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που θα οδηγήσουν σε ένα πιο εξωστρεφές, ανταγωνιστικό, φιλικό στο περιβάλλον οικονομικό μοντέλο, με ένα φορολογικό σύστημα που στοχεύει στην ανάπτυξη και ένα αποτελεσματικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας. Πρόκειται για ένα πλέγμα μεταρρυθμίσεων που συνδυάζει οικονομική αποτελεσματικότητα με κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη.
Οι συνολικοί πόροι του Σχεδίου ανέρχονται σε 30,5 δισ. ευρώ έως το 2026, εκ των οποίων 17,8 δισ. ευρώ είναι επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ δάνεια. Είναι μια μοναδική ευκαιρία για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας με στόχο οι συνολικοί επενδυτικοί πόροι που θα ενεργοποιηθούν να ανέλθουν σε περίπου 59 δισ. ευρώ, δηλαδή διπλάσιοι από το μέγεθος του ίδιου του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η ανάπτυξη θα εστιάσει σε τέσσερις πυλώνες:
την πράσινη μετάβαση,
τον ψηφιακό μετασχηματισμό,
την απασχόληση – δεξιότητες – κοινωνική συνοχή και
τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Πρωτογενή πλεονάσματα
Δημοσιονομικά για φέτος εκτιμάται με βάση όσα αναφέρονται, ότι «το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα 7,1% του ΑΕΠ, το 2022 σε έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ, ενώ από το 2023 θα επανέλθουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα σταδιακά αυξανόμενα.
Είναι σημαντικό, όπως σημειώνουν οι συντάκτες του κειμένου, «να αναφερθεί ότι κατόπιν της ενεργοποίησης της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το παρόν ΜΠΔΣ καταρτίζεται με βάση τις πολιτικές που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί και ανακοινωθεί οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στο σενάριο βάσης και δεν παρουσιάζονται εν προκειμένω εναλλακτικά σενάρια που οδηγούν σε σημαντικές δημοσιονομικές αποκλίσεις σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Συνεπώς, τα πρωτογενή πλεονάσματα που απεικονίζονται κυρίως προς τα τελευταία έτη του Προγράμματος αποτελούν το βασικό σενάριο χωρίς τη λήψη άλλων μέτρων πολιτικής, που σε κάθε περίπτωση θα προσαρμοστούν στους στόχους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα που θα τεθούν στη βάση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, απαλείφοντας τυχόν υπερβάσεις αυτών».
Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο, «με δεδομένο συνεπώς ότι το σενάριο βάσης απεικονίζει αποκλειστικά τις ήδη θεσμοθετημένες κυβερνητικές αποφάσεις, δεν αντανακλά τις κυβερνητικές πολιτικές που θα νομοθετηθούν στο μέλλον στη βάση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου που κατά περίπτωση προκύπτει από τον συνδυασμό του ΜΠΔΣ και των νέων στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, που θα γίνουν γνωστοί σε μεταγενέστερο χρόνο όταν ολοκληρωθούν οι σχετικές συζητήσεις για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύσουν στην ευρωζώνη από το 2023 και εντεύθεν».
Το ΑΕΠ
«Η ανάπτυξη φέτος είναι πιθανόν να είναι μεγαλύτερη αν επιβεβαιωθούν και στους επόμενους μήνες οι πολύ θετικές εξελίξεις που κατέγραψε για το ΑΕΠ η ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του 2021. Στο σύνολο της περιόδου 2022-2025, τα τρία τέταρτα της ανάπτυξης αναμένεται να προέλθουν μεσοσταθμικά από τις συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης, με τον εξωτερικό τομέα να συνεισφέρει κατά το υπόλοιπο ένα τέταρτο. Κινητήρια δύναμη της εγχώριας ζήτησης αναμένεται να αποτελέσουν οι επενδύσεις, φτάνοντας τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ στο 16,7% το 2025, από 11,1% το 2020».
Στο 9% το έλλειμμα φέτος
Το 2021 ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα εξακολουθήσει να είναι επεκτατικός, λόγω της παράτασης της εφαρμογής των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων που υιοθετήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση το έτος 2020, καθώς και τη λήψη νέων μέτρων για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Ως εκ τούτου, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα ύψους -9,9% του ΑΕΠ.
Το 2022, η προβλεπόμενη περαιτέρω ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και η σημαντική αποκλιμάκωση των μέτρων αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων της γενικής κυβέρνησης. Ειδικότερα, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα αναμένεται να διαμορφωθεί στο -3,1% του ΑΕΠ και το πρωτογενές αποτέλεσμα θα ανέλθει σε έλλειμμα ύψους 0,5% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται «τα επόμενα έτη που καλύπτει το ΜΠΔΣ, ήτοι τα έτη 2023, 2024 και 2025, προβλέπονται πρωτογενή πλεονάσματα καθ’ όλη την περίοδο αναφοράς, λόγω της επικράτησης βελτιωμένων μακροοικονομικών συνθηκών και της πλήρους άρσης των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων που θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση του κορονοϊού. Τα δύο τελευταία έτη της προγραμματικής περιόδου, προβλέπονται μάλιστα πλεονασματικοί προϋπολογισμοί σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, με το αποτέλεσμα του έτους 2025 να αναμένεται να ανέλθει σε πλεόνασμα ύψους 1,4% του ΑΕΠ.
Σε διαρθρωτικό επίπεδο, το ισοζύγιο κινείται σε θετικό έδαφος ήδη από το 2023, παρουσιάζοντας πλεόνασμα ύψους 1% του ΑΕΠ, το οποίο αυξάνεται σε 1,3% και 1,4% του ΑΕΠ τα έτη 2024 και 2025, αντίστοιχα».
Οι φοροελαφρύνσεις
Στο σχέδιο ενσωματώνονται φοροελαφρύνσεις σε μόνιμη βάση, όπως:
διατήρηση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών,
«πάγωμα» εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα,
μείωση φορολόγησης νομικών προσώπων στο 22% από 24%,
μείωση της προκαταβολής φόρου,
διατήρηση του μειωμένου κατά 30% ΦΠΑ σε 5 ελληνικά νησιά (Κως, Λέρος, Λέσβος, Σάμος και Χίος) όσο θα υπάρχουν δομές αιτούντων άσυλο σε αυτά κλπ.
Και για το 2022 –με προοπτική μονιμοποίησης εφόσον το επιτρέψουν οι δημοσιονομικές συνθήκες – προβλέπονται επίσης αναστολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και επιπλέον μείωση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών.
Πάντως, το οικονομικό επιτελείο ποντάρει στη διαφαινόμενη αναθεώρηση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων ώστε από το 2023 και μετά, που η χώρα εξέρχεται της ενισχυμένης εποπτείας, να ισχύσει ένα πιο ευέλικτο πλαίσιο για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές προβλέψεις, οι «κινητήρες» της ανάπτυξης με την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι η αναθέρμανση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η εκρηκτική άνοδος των επενδύσεων ειδικά το 2022 και η ενίσχυση των εξαγωγών.
Ειδικότερα, η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι θα αυξηθεί από 2,6% φέτος στο 2,9% το 2022 και κατά μέσον όρο 2,5% τα επόμενα έτη. Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα απογειωθούν το επόμενο έτος σημειώνοντας ιστορικό ρεκόρ αύξησης 30,3% και θα συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία με ρυθμό πάνω από 10% έως το 2025. Οσον αφορά τις εξαγωγές από 10,4% φέτος θα αυξηθούν κατά 13,8% το 2022, για να πέσουν στο 7,5% το 2023, στο 6,2% το 2024 και στο 5,2% το 2025.
Στον τομέα της αγοράς εργασίας, η απασχόληση εκτιμάται θα αυξηθεί σημαντικά το 2022 από 0,7% φέτος στο 2,3% και στη συνέχεια με μέσο ρυθμό 1,3%, για να υποχωρήσει στο 0,8% το 2025, ενώ το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να μειωθεί πάνω από 5 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2025.
Στο Μεσοπρόθεσμο προβλέπεται εντυπωσιακή αύξηση των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε ποσοστό 18,1% το 2025 συγκριτικά με το 2019 με επιπλέον εισπράξεις ύψους 3,250 δισ. ευρώ, καθώς από τα 17,932 δισ. ευρώ θα διαμορφωθούν στα 21,182 δισ. ευρώ. Η μεγαλύτερη αύξηση αναμένεται το 2023, αφού εκτιμάται ότι τα επιπλέον έσοδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος θα φτάσουν τα 2,359 δισ. ευρώ, ενώ η μεταβολή για τα υπόλοιπα έτη κινείται στο 1,5 δισ. ευρώ.
Πάντως, τα δύο τελευταία έτη της προγραμματικής περιόδου, προβλέπονται μάλιστα πλεονασματικοί προϋπολογισμοί σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, με το αποτέλεσμα του έτους 2025 να αναμένεται να ανέλθει σε πλεόνασμα ύψους 1,4% του ΑΕΠ.
Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή που συνοδεύει το μακροσκελές κείμενο το Μεσοπρόθεσμο για πρώτη φορά από το 2011 στα δημοσιονομικά των χωρών μελών της ευρωζώνης κατατίθεται ενώ είναι σε ισχύ, η γενική ρήτρα διαφυγής.
Όπως τονίζεται «στο πλαίσιο της γενικής ρήτρας διαφυγής, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία η εμπιστοσύνη που απολαμβάνει η χώρα τόσο στις αγορές όσο και μεταξύ των εταίρων και πιστωτών της. Αυτή αντανακλάται στα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων, που βρίσκονται σήμερα σε ιστορικά χαμηλά. Η συνεπής εκδοτική δραστηριότητα του Ελληνικού Δημοσίου κατά την τελευταία τριετία, οδήγησε σταδιακά στη συμπλήρωση της καμπύλης αποδόσεων τίτλων του Ε.Δ. σε όλο το φάσμα της και στην πλήρη χρονική επέκταση της φυσικής διάρκειάς της, παρέχοντας ταυτόχρονα όγκο και ρευστότητα στο σύνολο των εκδόσεων».
Σύμφωνα με τους συντάκτες με την πλήρη εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η ανάπτυξη το τρέχον έτος εκτιμάται στο 3,6%, ενώ για το 2022 προβλέπεται ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 6,2% και για την υπόλοιπη περίοδο του ΜΠΔΣ αναμένεται κατά μέσο όρο ανάπτυξη της τάξης του 4%.
Το Ταμείο Ανάκαμψης
Καθοριστική συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ και των επενδύσεων, όπως αναφέρεται, «θα έχει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Το Σχέδιο αυτό περιλαμβάνει σειρά φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που θα οδηγήσουν σε ένα πιο εξωστρεφές, ανταγωνιστικό, φιλικό στο περιβάλλον οικονομικό μοντέλο, με ένα φορολογικό σύστημα που στοχεύει στην ανάπτυξη και ένα αποτελεσματικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας. Πρόκειται για ένα πλέγμα μεταρρυθμίσεων που συνδυάζει οικονομική αποτελεσματικότητα με κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη.
Οι συνολικοί πόροι του Σχεδίου ανέρχονται σε 30,5 δισ. ευρώ έως το 2026, εκ των οποίων 17,8 δισ. ευρώ είναι επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ δάνεια. Είναι μια μοναδική ευκαιρία για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας με στόχο οι συνολικοί επενδυτικοί πόροι που θα ενεργοποιηθούν να ανέλθουν σε περίπου 59 δισ. ευρώ, δηλαδή διπλάσιοι από το μέγεθος του ίδιου του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η ανάπτυξη θα εστιάσει σε τέσσερις πυλώνες:
την πράσινη μετάβαση,
τον ψηφιακό μετασχηματισμό,
την απασχόληση – δεξιότητες – κοινωνική συνοχή και
τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Πρωτογενή πλεονάσματα
Δημοσιονομικά για φέτος εκτιμάται με βάση όσα αναφέρονται, ότι «το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα 7,1% του ΑΕΠ, το 2022 σε έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ, ενώ από το 2023 θα επανέλθουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα σταδιακά αυξανόμενα.
Είναι σημαντικό, όπως σημειώνουν οι συντάκτες του κειμένου, «να αναφερθεί ότι κατόπιν της ενεργοποίησης της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το παρόν ΜΠΔΣ καταρτίζεται με βάση τις πολιτικές που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί και ανακοινωθεί οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στο σενάριο βάσης και δεν παρουσιάζονται εν προκειμένω εναλλακτικά σενάρια που οδηγούν σε σημαντικές δημοσιονομικές αποκλίσεις σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Συνεπώς, τα πρωτογενή πλεονάσματα που απεικονίζονται κυρίως προς τα τελευταία έτη του Προγράμματος αποτελούν το βασικό σενάριο χωρίς τη λήψη άλλων μέτρων πολιτικής, που σε κάθε περίπτωση θα προσαρμοστούν στους στόχους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα που θα τεθούν στη βάση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, απαλείφοντας τυχόν υπερβάσεις αυτών».
Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο, «με δεδομένο συνεπώς ότι το σενάριο βάσης απεικονίζει αποκλειστικά τις ήδη θεσμοθετημένες κυβερνητικές αποφάσεις, δεν αντανακλά τις κυβερνητικές πολιτικές που θα νομοθετηθούν στο μέλλον στη βάση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου που κατά περίπτωση προκύπτει από τον συνδυασμό του ΜΠΔΣ και των νέων στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, που θα γίνουν γνωστοί σε μεταγενέστερο χρόνο όταν ολοκληρωθούν οι σχετικές συζητήσεις για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύσουν στην ευρωζώνη από το 2023 και εντεύθεν».
Το ΑΕΠ
«Η ανάπτυξη φέτος είναι πιθανόν να είναι μεγαλύτερη αν επιβεβαιωθούν και στους επόμενους μήνες οι πολύ θετικές εξελίξεις που κατέγραψε για το ΑΕΠ η ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του 2021. Στο σύνολο της περιόδου 2022-2025, τα τρία τέταρτα της ανάπτυξης αναμένεται να προέλθουν μεσοσταθμικά από τις συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης, με τον εξωτερικό τομέα να συνεισφέρει κατά το υπόλοιπο ένα τέταρτο. Κινητήρια δύναμη της εγχώριας ζήτησης αναμένεται να αποτελέσουν οι επενδύσεις, φτάνοντας τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ στο 16,7% το 2025, από 11,1% το 2020».
Στο 9% το έλλειμμα φέτος
Το 2021 ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα εξακολουθήσει να είναι επεκτατικός, λόγω της παράτασης της εφαρμογής των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων που υιοθετήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση το έτος 2020, καθώς και τη λήψη νέων μέτρων για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Ως εκ τούτου, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα ύψους -9,9% του ΑΕΠ.
Το 2022, η προβλεπόμενη περαιτέρω ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και η σημαντική αποκλιμάκωση των μέτρων αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων της γενικής κυβέρνησης. Ειδικότερα, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα αναμένεται να διαμορφωθεί στο -3,1% του ΑΕΠ και το πρωτογενές αποτέλεσμα θα ανέλθει σε έλλειμμα ύψους 0,5% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται «τα επόμενα έτη που καλύπτει το ΜΠΔΣ, ήτοι τα έτη 2023, 2024 και 2025, προβλέπονται πρωτογενή πλεονάσματα καθ’ όλη την περίοδο αναφοράς, λόγω της επικράτησης βελτιωμένων μακροοικονομικών συνθηκών και της πλήρους άρσης των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων που θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση του κορονοϊού. Τα δύο τελευταία έτη της προγραμματικής περιόδου, προβλέπονται μάλιστα πλεονασματικοί προϋπολογισμοί σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, με το αποτέλεσμα του έτους 2025 να αναμένεται να ανέλθει σε πλεόνασμα ύψους 1,4% του ΑΕΠ.
Σε διαρθρωτικό επίπεδο, το ισοζύγιο κινείται σε θετικό έδαφος ήδη από το 2023, παρουσιάζοντας πλεόνασμα ύψους 1% του ΑΕΠ, το οποίο αυξάνεται σε 1,3% και 1,4% του ΑΕΠ τα έτη 2024 και 2025, αντίστοιχα».
Οι φοροελαφρύνσεις
Στο σχέδιο ενσωματώνονται φοροελαφρύνσεις σε μόνιμη βάση, όπως:
διατήρηση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών,
«πάγωμα» εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα,
μείωση φορολόγησης νομικών προσώπων στο 22% από 24%,
μείωση της προκαταβολής φόρου,
διατήρηση του μειωμένου κατά 30% ΦΠΑ σε 5 ελληνικά νησιά (Κως, Λέρος, Λέσβος, Σάμος και Χίος) όσο θα υπάρχουν δομές αιτούντων άσυλο σε αυτά κλπ.
Και για το 2022 –με προοπτική μονιμοποίησης εφόσον το επιτρέψουν οι δημοσιονομικές συνθήκες – προβλέπονται επίσης αναστολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και επιπλέον μείωση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών.
Πάντως, το οικονομικό επιτελείο ποντάρει στη διαφαινόμενη αναθεώρηση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων ώστε από το 2023 και μετά, που η χώρα εξέρχεται της ενισχυμένης εποπτείας, να ισχύσει ένα πιο ευέλικτο πλαίσιο για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές προβλέψεις, οι «κινητήρες» της ανάπτυξης με την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι η αναθέρμανση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η εκρηκτική άνοδος των επενδύσεων ειδικά το 2022 και η ενίσχυση των εξαγωγών.
Ειδικότερα, η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι θα αυξηθεί από 2,6% φέτος στο 2,9% το 2022 και κατά μέσον όρο 2,5% τα επόμενα έτη. Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα απογειωθούν το επόμενο έτος σημειώνοντας ιστορικό ρεκόρ αύξησης 30,3% και θα συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία με ρυθμό πάνω από 10% έως το 2025. Οσον αφορά τις εξαγωγές από 10,4% φέτος θα αυξηθούν κατά 13,8% το 2022, για να πέσουν στο 7,5% το 2023, στο 6,2% το 2024 και στο 5,2% το 2025.
Στον τομέα της αγοράς εργασίας, η απασχόληση εκτιμάται θα αυξηθεί σημαντικά το 2022 από 0,7% φέτος στο 2,3% και στη συνέχεια με μέσο ρυθμό 1,3%, για να υποχωρήσει στο 0,8% το 2025, ενώ το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να μειωθεί πάνω από 5 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2025.
Στο Μεσοπρόθεσμο προβλέπεται εντυπωσιακή αύξηση των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε ποσοστό 18,1% το 2025 συγκριτικά με το 2019 με επιπλέον εισπράξεις ύψους 3,250 δισ. ευρώ, καθώς από τα 17,932 δισ. ευρώ θα διαμορφωθούν στα 21,182 δισ. ευρώ. Η μεγαλύτερη αύξηση αναμένεται το 2023, αφού εκτιμάται ότι τα επιπλέον έσοδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος θα φτάσουν τα 2,359 δισ. ευρώ, ενώ η μεταβολή για τα υπόλοιπα έτη κινείται στο 1,5 δισ. ευρώ.