Σούπερ μάρκετ: Oι Έλληνες επιλέγουν ντόπια προϊόντα έναντι private label
Η εντοπιότητα παίζει πλέον πολύ μεγαλύτερο ρόλο στις αγορές των Ελλήνων στα σούπερ μάρκετ από την περίοδο εμφάνισης της Covid και έως σήμερα.
Αυτό προκύπτει από την έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία μετρήσεων NielsenIQ η οποία καταγράφει και σημαντική πτώση την ίδια περίοδο στην προτίμηση των private label προϊόντων.
Συγκεκριμένα οι καταναλωτές τείνουν σε πιο βιώσιμης ανάπτυξης μοντέλα κατανάλωσης με σημαντικά χαρακτηριστικά την εντοπιότητα η οποία κέρδισε 6 μονάδες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, η φιλικότητα προς το περιβάλλον και η φήμη του προϊόντος που εγγυάται την ποιότητα με επιπλέον 5 μονάδες.
Όπως ανέφεραν τα στελέχη της NielsenIQ η συμπεριφορά των Ελλήνων καταναλωτών αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο.
Στον αντίποδα τα προϊόντα Private Label, δηλαδή τα προϊόντα με το σήμα του σούπερ μάρκετ που κατά κανόνα είναι και τα πλέον φθηνά στο ράφι αντί να αυξήσουν τα μερίδια τους την περίοδο της πανδημίας υποχώρησαν σημαντικά.
Το ενδιαφέρον είναι ότι πέρα από την πτώση που εμφάνισαν κατά τα lockdown η πτώση συνεχίστηκε και μετά το πρώτο τρίμηνο του 2021 και σύμφωνα με την NielsenIQ υπήρξε μία περαιτέρω υποχώρηση κατά 15,4% με τους καταναλωτές που δηλώνουν ότι επιλέγουν μόνο private label σήματα να περιορίζονται στο 37%.
Ποια είναι τα πιο «ελαστικά» προϊόντα
Ένα ενδιαφέρον επίσης εύρημα είναι ότι η Ελλάδα συνεχίζει να πρωτοστατεί στον δείκτη ελαστικότητας της τιμής όπου μία αύξηση τιμής 1% επιφέρει μείωση του αναμενόμενου όγκου 2,5 μονάδες στο σύνολο των ταχυκίνητων καταναλωτικών προϊόντων .
Ο συγκεκριμένος δείκτης ήταν στο 3,2 κατά την προ covid περίοδο, το 2019, στοιχείο που καταδεικνύει ότι η αγορά μας είναι οριακά πιο ανελαστική σε σχέση με πριν. Αυτό δεν συμβαίνει σε όλες κατηγορίες και προϊόντα.
Υπάρχουν κατηγορίες οι οποίες γίνονται λιγότερες ελαστικές, χάνουν λιγότερο όγκο σε πιθανή αύξηση της τιμής, όπως τα μακαρόνια, η μπύρα και η σοκολάτα και άλλες κατηγορίες που γίνονται περισσότερο ελαστικές χάνουν δηλαδή περισσότερο όγκο σε μια δυνητική αύξηση της τιμής όπως είναι το ουίσκι, ο καφές και τα καθαριστικά.
Τέλος η έρευνα κατέγραψε τρεις νέες ανάγκες των Ελλήνων καταναλωτών από την έναρξη της πανδημίας έως σήμερα.
Η πρώτη είναι η ανάγκη για «στοκάρισμα» η οποία μεταφράζεται σε μεγαλύτερα καλάθια, η δεύτερη για υγεία και ασφάλεια η οποία έχει να κάνει τόσο με τα προϊόντα που αυξήθηκαν σημαντικά οι πωλήσεις τους (καθαριστικά και προσωπικής υγιεινής) όσο και με τον τρόπο αγορών (μεγαλύτερα καταστήματα, online αγορές).
Τέλος η τρίτη ανάγκη έχει να κάνει με προϊόντα που επιστρέφουν αξία στους ίδιους και στην κοινωνία όπως είναι η εντοπιότητα όπως προαναφέρθηκε.
Αυτό προκύπτει από την έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία μετρήσεων NielsenIQ η οποία καταγράφει και σημαντική πτώση την ίδια περίοδο στην προτίμηση των private label προϊόντων.
Συγκεκριμένα οι καταναλωτές τείνουν σε πιο βιώσιμης ανάπτυξης μοντέλα κατανάλωσης με σημαντικά χαρακτηριστικά την εντοπιότητα η οποία κέρδισε 6 μονάδες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, η φιλικότητα προς το περιβάλλον και η φήμη του προϊόντος που εγγυάται την ποιότητα με επιπλέον 5 μονάδες.
Όπως ανέφεραν τα στελέχη της NielsenIQ η συμπεριφορά των Ελλήνων καταναλωτών αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο.
Στον αντίποδα τα προϊόντα Private Label, δηλαδή τα προϊόντα με το σήμα του σούπερ μάρκετ που κατά κανόνα είναι και τα πλέον φθηνά στο ράφι αντί να αυξήσουν τα μερίδια τους την περίοδο της πανδημίας υποχώρησαν σημαντικά.
Το ενδιαφέρον είναι ότι πέρα από την πτώση που εμφάνισαν κατά τα lockdown η πτώση συνεχίστηκε και μετά το πρώτο τρίμηνο του 2021 και σύμφωνα με την NielsenIQ υπήρξε μία περαιτέρω υποχώρηση κατά 15,4% με τους καταναλωτές που δηλώνουν ότι επιλέγουν μόνο private label σήματα να περιορίζονται στο 37%.
Ποια είναι τα πιο «ελαστικά» προϊόντα
Ένα ενδιαφέρον επίσης εύρημα είναι ότι η Ελλάδα συνεχίζει να πρωτοστατεί στον δείκτη ελαστικότητας της τιμής όπου μία αύξηση τιμής 1% επιφέρει μείωση του αναμενόμενου όγκου 2,5 μονάδες στο σύνολο των ταχυκίνητων καταναλωτικών προϊόντων .
Ο συγκεκριμένος δείκτης ήταν στο 3,2 κατά την προ covid περίοδο, το 2019, στοιχείο που καταδεικνύει ότι η αγορά μας είναι οριακά πιο ανελαστική σε σχέση με πριν. Αυτό δεν συμβαίνει σε όλες κατηγορίες και προϊόντα.
Υπάρχουν κατηγορίες οι οποίες γίνονται λιγότερες ελαστικές, χάνουν λιγότερο όγκο σε πιθανή αύξηση της τιμής, όπως τα μακαρόνια, η μπύρα και η σοκολάτα και άλλες κατηγορίες που γίνονται περισσότερο ελαστικές χάνουν δηλαδή περισσότερο όγκο σε μια δυνητική αύξηση της τιμής όπως είναι το ουίσκι, ο καφές και τα καθαριστικά.
Τέλος η έρευνα κατέγραψε τρεις νέες ανάγκες των Ελλήνων καταναλωτών από την έναρξη της πανδημίας έως σήμερα.
Η πρώτη είναι η ανάγκη για «στοκάρισμα» η οποία μεταφράζεται σε μεγαλύτερα καλάθια, η δεύτερη για υγεία και ασφάλεια η οποία έχει να κάνει τόσο με τα προϊόντα που αυξήθηκαν σημαντικά οι πωλήσεις τους (καθαριστικά και προσωπικής υγιεινής) όσο και με τον τρόπο αγορών (μεγαλύτερα καταστήματα, online αγορές).
Τέλος η τρίτη ανάγκη έχει να κάνει με προϊόντα που επιστρέφουν αξία στους ίδιους και στην κοινωνία όπως είναι η εντοπιότητα όπως προαναφέρθηκε.