Η είδηση πως ο 34χρόνος Λάιονελ Μέσι δέχτηκε να παραμείνει στη Barcelona για μια ακόμη πενταετία, λαμβάνοντας το ήμισυ των αποδοχών του, έκανε τον γύρο του πλανήτη και κέντρισε το ενδιαφέρον όχι μόνον του ποδοσφαιρικού κόσμου. Το πακέτο αποζημίωσης του Μέσι παραμένει υψηλό παρότι χαμηλότερο κατά 50% από τα 123 εκατ. στερλίνες που εκτιμάται πως ελάμβανε κάθε σεζόν τα προηγούμενα χρόνια.

Όμως, η απόφαση αυτή ενός από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών δείχνει πως τελικά το οικονομικό σκέλος μιας συμφωνίας ίσως να μην είναι το παν. Για τον υπόλοιπο κόσμο, ωστόσο, το μισθολογικό χάσμα ανάμεσα στα υψηλόβαθμα στελέχη και τον μέσο εργαζόμενο είναι ένα ζήτημα που συζητείται εκτενώς καθώς αποκτά όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.


Οι αμοιβές των CEOs
Σύμφωνα με έκθεση της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας και του Κογκρέσου των Βιομηχανικών Οργανώσεων (AFL-CIO), οι διευθύνοντες σύμβουλοι των εταιρειών του δείκτη S&P 500 κέρδιζαν 299 φορές τον μισθό ενός μέσου εργαζόμενου κατά τη διάρκεια του περσινού έτους.



Η συνολική αποζημίωση ενός επικεφαλής σε εισηγμένη εταιρεία του δείκτη S&P 500 κινήθηκε, κατά μέσον όρο, στα 15,5 εκατ. δολάρια, ετησίως. Πρόκειται για ετήσια αύξηση άνω των 260.000 δολαρίων κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Στον αντίποδα βρίσκεται ο μέσος εργαζόμενος, οι ετήσιες αποδοχές του οποίου κινήθηκαν πέρσι στα 43.512 δολάρια, αντανακλώντας ετήσια αύξηση 957 δολαρίων τα τελευταία δέκα χρόνια.


Το μισθολογικό χάσμα
Η διεύρυνση του μισθολογικού χάσματος προβληματίζει ιδιαίτερα τις κυβερνήσεις και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού ιδιαίτερα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Έκτοτε οι ΗΠΑ επέβαλαν την δημοσίευση των πακέτων αποδοχών στα ανώτατα κλιμάκια των εταιρικών διοικήσεων.

Στην ΕΕ, η συζήτηση αυτή έχει επεκταθεί στις εισοδηματικές ανισότητες ακόμη και μεταξύ των κρατών-μελών. Μάλιστα, οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν πως η εισοδηματική ανισότητα είναι λίγο υψηλότερη στην Ε.Ε συγκριτικά με την Αυστραλία και την Ιαπωνία επειδή δεν υπάρχει ομοιογενές σύστημα πρόνοιας.


Στις ΗΠΑ, ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, μαζί με τους Δημοκρατικούς στο Κογκρέσο προωθούν την αύξηση της φορολόγησης των μεγάλων επιχειρήσεις και του φόρου υπεραξίας σε όσους κερδίζουν πάνω από ένα εκατ. δολάρια ετησίως. Ωστόσο, οι Ρεπουμπλικάνοι αντιστέκονται με το επιχείρημα πως τα μέτρα αυτά θα έχουν επιπτώσεις στην οικονομική ανάκαμψη.