Το διπλό στοίχημα της κυβέρνησης για να κλείσει το κεφάλαιο «μνημόνια» για τη χώρα
Το υπουργείο Οικονομικών βρίσκεται σε συζητήσεις με τους Θεσμούς για να τερματιστεί η ενισχυμένη εποπτεία της χώρας τον ερχόμενο Ιούνιο
Ένα διπλό στοίχημα, που αν επιτευχθεί θα κλείσει οριστικά το κεφάλαιο «Μνημόνια» για την χώρα μας έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση εντός του 2022.
Ο πρώτος στόχος αφορά την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων που έλαβε η χώρα από το ΔΝΤ. Ο δεύτερος στόχος έχει να κάνει με την πρόωρη έξοδο από το καθεστώς της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας, που θα σημάνει τέλος εποχής για την δεκαετή κρίση που ταλάνισε την Ελλάδα.
Το υπουργείο Οικονομικών βρίσκεται σε συζητήσεις με τους Θεσμούς προκειμένου να τερματιστεί η ενισχυμένη εποπτεία της χώρας τον ερχόμενο Ιούνιο, έξι μήνες νωρίτερα από το προβλεπόμενο, με μοχλό την επίσπευση της υλοποίησης των δεσμέυσεων που έχει αναλάβει η χώρα μας έναντι των Θεσμών.
Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να ολοκληρωθούν τρεις αξιολογήσεις. Αυτό τον καιρό βρίσκεται σε εξέλιξη η 12η αξιολόγηση, η οποία αποτελεί ένα σημαντικό τεστ για την ελληνική οικονομία καθώς συνδέεται με την εκταμίευση δόσης από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων ύψους 747 εκατ. ευρώ.
Στις 19 και 20 Οκτωβρίου, κατά τη συνάντηση του υπουργού Οικονομικών με εκπροσώπους των Θεσμών αναμένεται να τεθεί στο τραπέζι το πακέτο των κυβερνητικών παρεμβάσεων για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, η έκτακτη επιδοματική πολιτική 2021-2022, και το έκτακτο κονδύλι για τις επιδοτήσεις στο ρεύμα και τη θέρμανση.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο το στοίχημα είναι διπλό καθότι το οικονομικό επιτελείο στοχεύει σε επιστροφή σε ρεαλιστικά πλεονάσματα, την ώρα που έχει να αντιμετωπίσει κινδύνους όπως η ομαλή απόσυρση των μέτρων στήριξης λόγω της πανδημίας και η εκτίναξη του κόστους της ενέργειας.
Παράλληλα, τον Μάρτιο του 2022 λήγει το έκτακτο -λόγω πανδημίας- πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η Ελλάδα θα ενταχθεί στο νέο πρόγραμμα-γέφυρα παρά το γεγονός ότι δεν έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, την οποία το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ευελπιστεί να επιτύχει μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023, ή ακόμα και στα τέλη του τρέχοντος έτους.
Ταυτόχρονα, το οικονομικό επιτελείο ετοιμάζεται να αποπληρώσει πρόωρα τα δάνεια που λάβαμε από το ΔΝΤ κατά την εμπλοκή μας στα μνημόνια εκμεταλλευόμενο την ταχύτερη ανάκαμψη της οικονομίας και τη θετική διεθνή συγκυρία με τα χαμηλά επιτόκια.
Υπολογίζεται ότι θα εξοφλήσουμε πρόωρα δάνεια ύψους 1,9 δισ. ευρώ από ΔΝΤ, ενώ ανάλογες πρωτοβουλίες θα αναληφθούν για την πρόωρη εξόφληση μέρους των διμερών δανείων που σύναψε η Ελλάδα με τις χώρες της ευρωζώνης το 2010, ύψους περίπου 2,64 δισ. ευρώ.
Οι σημαντικότερες από αυτές είναι η ενίσχυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, οι μεταρρυθμίσεις σε Δημόσιο και Δικαιοσύνη, οι τομές στις αγορές, η πρόοδος των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και η ολοκλήρωση των παρεμβάσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Στόχος της κυβέρνησης είναι οι περισσότερες από τις εκκρεμότητες να έχουν διευθετηθεί έως τις αρχές του 2022, ούτως ώστε έκτοτε η Ελλάδα να αξιολογείται ανά εξάμηνο, όπως κάθε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο πρώτος στόχος αφορά την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων που έλαβε η χώρα από το ΔΝΤ. Ο δεύτερος στόχος έχει να κάνει με την πρόωρη έξοδο από το καθεστώς της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας, που θα σημάνει τέλος εποχής για την δεκαετή κρίση που ταλάνισε την Ελλάδα.
Το υπουργείο Οικονομικών βρίσκεται σε συζητήσεις με τους Θεσμούς προκειμένου να τερματιστεί η ενισχυμένη εποπτεία της χώρας τον ερχόμενο Ιούνιο, έξι μήνες νωρίτερα από το προβλεπόμενο, με μοχλό την επίσπευση της υλοποίησης των δεσμέυσεων που έχει αναλάβει η χώρα μας έναντι των Θεσμών.
Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να ολοκληρωθούν τρεις αξιολογήσεις. Αυτό τον καιρό βρίσκεται σε εξέλιξη η 12η αξιολόγηση, η οποία αποτελεί ένα σημαντικό τεστ για την ελληνική οικονομία καθώς συνδέεται με την εκταμίευση δόσης από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων ύψους 747 εκατ. ευρώ.
Στις 19 και 20 Οκτωβρίου, κατά τη συνάντηση του υπουργού Οικονομικών με εκπροσώπους των Θεσμών αναμένεται να τεθεί στο τραπέζι το πακέτο των κυβερνητικών παρεμβάσεων για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, η έκτακτη επιδοματική πολιτική 2021-2022, και το έκτακτο κονδύλι για τις επιδοτήσεις στο ρεύμα και τη θέρμανση.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο το στοίχημα είναι διπλό καθότι το οικονομικό επιτελείο στοχεύει σε επιστροφή σε ρεαλιστικά πλεονάσματα, την ώρα που έχει να αντιμετωπίσει κινδύνους όπως η ομαλή απόσυρση των μέτρων στήριξης λόγω της πανδημίας και η εκτίναξη του κόστους της ενέργειας.
Παράλληλα, τον Μάρτιο του 2022 λήγει το έκτακτο -λόγω πανδημίας- πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η Ελλάδα θα ενταχθεί στο νέο πρόγραμμα-γέφυρα παρά το γεγονός ότι δεν έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, την οποία το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ευελπιστεί να επιτύχει μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023, ή ακόμα και στα τέλη του τρέχοντος έτους.
Ταυτόχρονα, το οικονομικό επιτελείο ετοιμάζεται να αποπληρώσει πρόωρα τα δάνεια που λάβαμε από το ΔΝΤ κατά την εμπλοκή μας στα μνημόνια εκμεταλλευόμενο την ταχύτερη ανάκαμψη της οικονομίας και τη θετική διεθνή συγκυρία με τα χαμηλά επιτόκια.
Υπολογίζεται ότι θα εξοφλήσουμε πρόωρα δάνεια ύψους 1,9 δισ. ευρώ από ΔΝΤ, ενώ ανάλογες πρωτοβουλίες θα αναληφθούν για την πρόωρη εξόφληση μέρους των διμερών δανείων που σύναψε η Ελλάδα με τις χώρες της ευρωζώνης το 2010, ύψους περίπου 2,64 δισ. ευρώ.
Πονοκέφαλος οι ληξιπρόθεσμες οφειλές
Μόνιμο πονοκέφαλο αποτελεί το ζήτημα του μηδενισμού των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, καθώς στο τραπέζι βρίσκεται η πρόοδος σε μία σειρά μεταρρυθμίσεων που πρέπει να ολοκληρωθούν έως το καλοκαίρι του 2022.Οι σημαντικότερες από αυτές είναι η ενίσχυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, οι μεταρρυθμίσεις σε Δημόσιο και Δικαιοσύνη, οι τομές στις αγορές, η πρόοδος των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και η ολοκλήρωση των παρεμβάσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Στόχος της κυβέρνησης είναι οι περισσότερες από τις εκκρεμότητες να έχουν διευθετηθεί έως τις αρχές του 2022, ούτως ώστε έκτοτε η Ελλάδα να αξιολογείται ανά εξάμηνο, όπως κάθε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.