στην εφημερίδα «Βήμα της Κυριακής» της 15/6/2014 (Πολιτισμός)

Έξω από τον σκοτεινό νεκροθάλαμο του Α΄ Νεκροταφείου, εκείνο το ζεστό απομεσήμερο της 4ης Ιουνίου, κυριαρχούσε η σιωπή, καθώς μεταδιδόταν από βλέμμα σε βλέμμα, υπό την συνοδεία άλλοτε ενός μελαγχολικού χαμόγελου κι άλλοτε μιας διακριτικής κίνησης της κεφαλής.  Μπαίνοντας, στα δεξιά, η Εύα κι ο Γιάννης μοιράζονταν το πένθος τους μ’ όλους εκείνους, με τους οποίους χρόνια τώρα συμμερίσθηκαν –φυσικά στο μέτρο που αναλογούσε στον καθένα- τον «άρτο» της αγάπης, της σκέψης και της περίσκεψης.  Ίσια μπροστά το φέρετρο, ανοιχτό, έκλεινε μέσα του, τριγυρισμένη από απέριττα άσπρα λουλούδια, την Μάνια.  Που πια δεν μπορούσα την προσφωνήσω, όπως συνήθιζα: «Κυρία Μάνια». 

Παράξενο, μα η έκφραση του προσώπου της, που τη διέγραφαν τα κλειστά της μάτια και τα σφιγμένα χείλη της, δεν μου έδινε την αίσθηση του θανάτου.  Σίγουρα έλειπε το αινιγματικό χαμόγελο –κάποτε συγκαταβατικό, κάποτε περιπαικτικό- «σήμα κατατεθέν» της «εφΕΣΤΙΑΣ Τζοκόντας» που επί τέσσερις, σχεδόν, δεκαετίες στεκόταν ζωντανός πίνακας στο μικρό πίσω δωμάτιο του βιβλιοπωλείου της οδού Σόλωνος αρ. 60.  Όμως η έκφραση αυτή, σηματωρός μιας αδιόρατης αυστηρότητας, ήταν η ίδια μ’ εκείνη που την χαρακτήριζε όταν σου επισήμαινε, μ’ αφοπλιστική ειλικρίνεια κι ανυπόκριτο αυθορμητισμό –ήταν γνωστό σε όλους ότι η Μάνια απεχθανόταν κάθε μορφής επιτήδευση-  τα λάθη σου. Και, πολύ περισσότερο, όταν ένοιωθε απελπισμένη με την πορεία του Τόπου, πολιτική, πνευματική και όχι μόνον. 

Θωρώντας την για στερνή φορά πείσθηκα, περισσότερο παρά ποτέ, ότι, κάτω από τη βαριά σκιά της υποδειγματικής της αξιοπρέπειας, η «ΕΣΤΙΑ» υπήρξε –και παραμένει διαχρονικώς ως ιστορική παρακαταθήκη- κάτι πολύ περισσότερο από ένα βιβλιοπωλείο, ακόμη κι από έναν εμβληματικό εκδοτικό οίκο.  Στη συλλογική μνήμη το ισόγειο της οδού Σόλωνος 60 –που η σημερινή ερημιά του συμβολίζει, με μοναδικό δυστυχώς τρόπο, το κενό μιας αγιάτρευτης παρακμής- θα σηματοδοτεί ένα από τα τελευταία «καταφύγια» όπου το πνεύμα, με συνοδούς «ικέτιδες» τις κάθε είδους ιδέες, έστω κι εκείνες που ενοχλούν, αποσύρεται για ν’ αναπαραχθεί και να επιβιώσει «μακριά από το αγριεμένο πλήθος».

Ακόμη και τώρα, που χαράζω στο άσπρο χαρτί τούτες τις σκόρπιες –σίγουρα, κατώτερες της Μάνιας- σκέψεις δεν μπορώ να την φαντασθώ νεκρή.  Γι’ αυτό και προτιμώ να την συλλογισθώ, στον άλλο κόσμο αλλά πάντα στο φόντο που την ξέραμε, να κάθεται στην πολυθρόνα της με το χάρτη της Ελλάδας πίσω της. Και να συνομιλεί μ’ όλους εκείνους που προηγήθηκαν στο στερνό ταξίδι, και που την περίμεναν για να συνεχίσουν το πνευματικό συμπόσιο, αυτή τη φορά με όρους αιωνιότητας.  Όπως π.χ. με τον Φρέντυ Γερμανό, να ρίχνει «αλάτι και πιπέρι» στην κουβέντα.  Με τον ’γγελο Βλάχο, να κουνάει το μπαστούνι θυμίζοντας τον Κατσίμαπαλη στο «Τριανέμι» της Μαγκουφάνας.  Με τον Κώστα Αξελό, να παντρεύει σε, φαινομενικώς, αταίριαστο γάμο την αρχαία ελληνική φιλοσοφία με τα θραύσματα της μαρξιστικής ιδεολογίας.  Με τον Παύλο Μάτεσι, να υπολογίζει ακάθεκτος την «ηλικία της λογικής» με μονάδα μέτρησης το παράλογο.  Με τον Γιάννη Βαρβέρη –τον τρυφερό Γιάννη της εγκαρτέρησης- να συνθέτει, μέσ’ από αγωνιώδεις πικρούς στίχους και νοσταλγικές κουρασμένες φράσεις, τον ύμνο του στη ζωή που, όμως, τη γεύτηκε σε λίγες σταγόνες. 

Υπάρχουν άνθρωποι που το κενό, το οποίο αφήνουν πίσω τους με το θάνατό τους, είναι άκρως δυσανάλογο σε σχέση με την πορεία τους επί γης.  Κι αυτό οφείλεται στο ότι, τουλάχιστον πολλές φορές, δεν μπορέσαμε –ή και δεν θελήσαμε- ν’ αποτιμήσουμε εν ζωή την αξία, την οποία αποπνέει το πραγματικό μεγαλείο της απλότητάς τους.  Η Μάνια Καραϊτίδη συγκαταλέγεται, χωρίς αμφιβολία, στη χορεία αυτών των ανθρώπων, που απομένουν ολοένα και λιγότεροι.  Αυτό είναι το πραγματικό μας δημόσιο έλλειμμα. Δηλαδή όχι το δημοσιονομικό.  Αλλά το ανθρώπινο και, συνακόλουθα, το πνευματικό.