Οι τρεις λόγοι που οι Αμερικανοί επέλεξαν τη Viva Wallet
Αν και fintech επιχειρήσεις υπάρχουν παντού στον κόσμο, εντούτοις η JP Morgan επέλεξε την ελληνική Viva Wallet, καθιστώντας την μάλιστα, τον πρώτο μονόκερο του ελληνικού οικοσυστήματος νεοφυών επιχειρήσεων. Όπως αναφέρουν καλά ενημερωμένες πηγές, πριν φτάσει στην απόφαση αυτή η μεγάλη αμερικανική τράπεζα, έκανε φύλλο και φτερό την ελληνική εταιρεία.
Μόνον στον VDR που στήθηκε για τον οικονομικό και νομικό έλεγχο (due diligence) της εταιρείας, είχαν πρόσβαση 384 άτομα της τράπεζας και κυρίως των συμβούλων της JP Morgan. Η διαδικασία ελέγχου (διαπραγμάτευσης) της εταιρείας κράτησε πολλούς μήνες και η Viva Wallet επιθεωρήθηκε από μηχανικούς λογισμικού, ειδικούς στις ηλεκτρονικές συναλλαγές κ.ο.κ..
Τρεις είναι ωστόσο οι λόγοι για τους οποίους η JP Morgan επίλεξε τη Viva Wallet. O πρώτος έχει να κάνει με την τεχνολογία λογισμικού, ο δεύτερος για την γεωγραφική επέκταση της εταιρείας και ο τρίτος με το μοντέλο λειτουργίας στις νέες αγορές.
Λογισμικό: Η εταιρεία, όπως αναφέρουν οι insiders, έχει τεχνολογία που καλύπτει το σύνολο των δραστηριοτήτων ενός συστήματος πληρωμών (end-to-end λύση). Αυτό δεν συμβαίνει με πολλές fintech, δηλαδή να έχουν μια ολοκληρωμένη λύση λογισμικού. Μάλιστα η λύση της Viva Wallet έχει αναπτυχθεί και λειτουργεί εξ’ ολοκλήρου στο υπολογιστικό νέφος (cloud). Έτσι εύκολα μπορεί να λειτουργήσει από οποιαδήποτε χώρα, χωρίς να απαιτούνται επενδύσεις σε κέντρα πληροφορικής κ.λπ. Για τις τράπεζες τα κέντρα αυτά αποτελούν ένα μεγάλο κόστος, ανάπτυξης και λειτουργίας, για τα συστήματα πληρωμών τους.
Γεωγραφική επέκταση: H Viva διαθέτει τοπική παρουσία σε 23, και σύντομα σε 24 χώρες της. Η παρουσία αυτή δεν αφορά μια εταιρεία marketing ή μια εταιρεία πωλήσεων. Η εταιρεία ως κάτοχος τραπεζικής άδειας, δίνει την δυνατότητα της έκδοσης τοπικού IBAN, κάτι που έχει μεγάλη σημασία για έναν έμπορο που έχει POS.
«Είναι διαφορετικό να είσαι ένας ηλεκτρονικός έμπορος και τα χρήματα από το e-shop σου να καταλήγουν σε ένα λογαριασμό μιας άλλης χώρας, και είναι εντελώς διαφορετικό να είσαι τοπικός έμπορος, που θέλει τις καθημερινές εισπράξεις του να καταλήγουν σε ένα τοπικό IBAN και να έχει ένα λογαριασμό για περισσότερες χρήσεις», λέει στέλεχος της εταιρείας, προσθέτοντας ότι «δεν είναι το ίδιο να έχεις ένα μικρό κατάστημα π.χ. στην Γερμανία και ο λογαριασμός σου να βρίσκεται στην Αγγλία ή τη Λιθουανία». Η υπηρεσία παροχή τοπικού IBAN είναι χρήσιμη, γιατί από εκεί ο έμπορος μπορεί να πληρώνει τους λογαριασμούς του, τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις του, να κάνει τις προμήθειές του κ.λπ.
Μοντέλο λειτουργίας: Εκτός όμως από IBAN και POS, η Viva στις 23 χώρες που έχει παρουσία, παρέχει και μια χρεωστική κάρτα. Έτσι διαθέτει μια τριπλέτα υπηρεσιών/προϊόντων: πρώτον να δέχεται πληρωμές μέσω POS, να εκδίδει IBAN και τρίτον να εκδίδει χρεωστική κάρτα για αγορές, δαπάνες κ.λπ. Συνδυάζοντας αυτά τα τρία προϊόντα κι έχοντας βγάλει αυτό το περίφημο «0% στις προμήθειες» έχει καταφέρει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να αποκτήσει πελάτες χιλιάδες εμπόρους στην Ε.Ε. και όχι μόνον.
Το «0%» που διαφημίζει η εταιρεία αφορά στον έμπορο που διαθέτει POS και χρεωστική κάρτα της Viva. Ο συγκεκριμένος έμπορος μπορεί να μηδενίσει τις προμήθειες που πληρώνει στην εταιρεία όταν οι αγορές που πραγματοποιεί ο ίδιος μέσω της κάρτας Viva, είναι ίσης αξίας με τις πωλήσεις που πραγματοποιεί μέσω του POS της Viva.
To «0% προμήθεια», έπιασε πολύ σε μεγάλες χώρες της Ευρώπης, όπως η M. Βρετανία, η Πολωνία και η Γαλλία. Χιλιάδες ταξί στις χώρες αυτές διαθέτουν POS της Viva. Πώς όμως βγάζει χρήματα η εταιρεία από το «0%»; Τα στελέχη της Viva κρατούν κλειστά χαρτιά και επισημαίνουν ότι έχει να κάνει με την διαφορά που έχει η διατραπεζική προμήθεια, ανάμεσα στις κάρτες των καταναλωτών και των εμπόρων.
Πέραν των παραπάνω, η JP Morgan επένδυσε στη Viva και για ένα επιπρόσθετο λόγο. Η ενιαία ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά τελικά δεν είναι τόσο ενιαία, αφού παντού υπάρχουν ιδιομορφίες στα συστήματα πληρωμών τα οποία δεν είναι απαραιτήτως ταυτόσημα με το δικό μας της ΔΙΑΣ. Εξίσου σημαντικό είναι ότι πολλές φορές οι fintech δεν μπορούν να συνδεθούν απ’ ευθείας στα τραπεζικά συστήματα της κάθε χώρας. Αυτό πρέπει να γίνει μέσω κάποιας τράπεζας οι οποίες δεν είναι κάτι που το διευκολύνουν.
«Είναι δύσκολο να διασυνδεθείς στα τοπικά συστήματα πληρωμών», παραδέχεται στέλεχος της επιχείρησης, σημειώνοντας ότι η Viva αυτά τα έχει αντιμετωπίσει για 23 χώρες. Αυτό είναι μια σημαντική υπεραξία που δημιούργησε η Viva και η οποία απεικονίσθηκε στην αποτίμηση των 2 δισ. δολ. της Viva από τη JP Morgan. Η τελευταία, εισερχόμενη την λιανική τραπεζική της Ευρώπης, δεν είχε ούτε την υπομονή, ούτε την διάθεση να ανοίξει τη συγκεκριμένη αγορά μόνη της, αλλά το πράττει μέσω της Viva, που ήδη έχει κάνει μεγάλο μέρος της αρχικής δουλειάς.
Μόνον στον VDR που στήθηκε για τον οικονομικό και νομικό έλεγχο (due diligence) της εταιρείας, είχαν πρόσβαση 384 άτομα της τράπεζας και κυρίως των συμβούλων της JP Morgan. Η διαδικασία ελέγχου (διαπραγμάτευσης) της εταιρείας κράτησε πολλούς μήνες και η Viva Wallet επιθεωρήθηκε από μηχανικούς λογισμικού, ειδικούς στις ηλεκτρονικές συναλλαγές κ.ο.κ..
Τρεις είναι ωστόσο οι λόγοι για τους οποίους η JP Morgan επίλεξε τη Viva Wallet. O πρώτος έχει να κάνει με την τεχνολογία λογισμικού, ο δεύτερος για την γεωγραφική επέκταση της εταιρείας και ο τρίτος με το μοντέλο λειτουργίας στις νέες αγορές.
Λογισμικό: Η εταιρεία, όπως αναφέρουν οι insiders, έχει τεχνολογία που καλύπτει το σύνολο των δραστηριοτήτων ενός συστήματος πληρωμών (end-to-end λύση). Αυτό δεν συμβαίνει με πολλές fintech, δηλαδή να έχουν μια ολοκληρωμένη λύση λογισμικού. Μάλιστα η λύση της Viva Wallet έχει αναπτυχθεί και λειτουργεί εξ’ ολοκλήρου στο υπολογιστικό νέφος (cloud). Έτσι εύκολα μπορεί να λειτουργήσει από οποιαδήποτε χώρα, χωρίς να απαιτούνται επενδύσεις σε κέντρα πληροφορικής κ.λπ. Για τις τράπεζες τα κέντρα αυτά αποτελούν ένα μεγάλο κόστος, ανάπτυξης και λειτουργίας, για τα συστήματα πληρωμών τους.
Γεωγραφική επέκταση: H Viva διαθέτει τοπική παρουσία σε 23, και σύντομα σε 24 χώρες της. Η παρουσία αυτή δεν αφορά μια εταιρεία marketing ή μια εταιρεία πωλήσεων. Η εταιρεία ως κάτοχος τραπεζικής άδειας, δίνει την δυνατότητα της έκδοσης τοπικού IBAN, κάτι που έχει μεγάλη σημασία για έναν έμπορο που έχει POS.
«Είναι διαφορετικό να είσαι ένας ηλεκτρονικός έμπορος και τα χρήματα από το e-shop σου να καταλήγουν σε ένα λογαριασμό μιας άλλης χώρας, και είναι εντελώς διαφορετικό να είσαι τοπικός έμπορος, που θέλει τις καθημερινές εισπράξεις του να καταλήγουν σε ένα τοπικό IBAN και να έχει ένα λογαριασμό για περισσότερες χρήσεις», λέει στέλεχος της εταιρείας, προσθέτοντας ότι «δεν είναι το ίδιο να έχεις ένα μικρό κατάστημα π.χ. στην Γερμανία και ο λογαριασμός σου να βρίσκεται στην Αγγλία ή τη Λιθουανία». Η υπηρεσία παροχή τοπικού IBAN είναι χρήσιμη, γιατί από εκεί ο έμπορος μπορεί να πληρώνει τους λογαριασμούς του, τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις του, να κάνει τις προμήθειές του κ.λπ.
Μοντέλο λειτουργίας: Εκτός όμως από IBAN και POS, η Viva στις 23 χώρες που έχει παρουσία, παρέχει και μια χρεωστική κάρτα. Έτσι διαθέτει μια τριπλέτα υπηρεσιών/προϊόντων: πρώτον να δέχεται πληρωμές μέσω POS, να εκδίδει IBAN και τρίτον να εκδίδει χρεωστική κάρτα για αγορές, δαπάνες κ.λπ. Συνδυάζοντας αυτά τα τρία προϊόντα κι έχοντας βγάλει αυτό το περίφημο «0% στις προμήθειες» έχει καταφέρει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να αποκτήσει πελάτες χιλιάδες εμπόρους στην Ε.Ε. και όχι μόνον.
Το «0%» που διαφημίζει η εταιρεία αφορά στον έμπορο που διαθέτει POS και χρεωστική κάρτα της Viva. Ο συγκεκριμένος έμπορος μπορεί να μηδενίσει τις προμήθειες που πληρώνει στην εταιρεία όταν οι αγορές που πραγματοποιεί ο ίδιος μέσω της κάρτας Viva, είναι ίσης αξίας με τις πωλήσεις που πραγματοποιεί μέσω του POS της Viva.
To «0% προμήθεια», έπιασε πολύ σε μεγάλες χώρες της Ευρώπης, όπως η M. Βρετανία, η Πολωνία και η Γαλλία. Χιλιάδες ταξί στις χώρες αυτές διαθέτουν POS της Viva. Πώς όμως βγάζει χρήματα η εταιρεία από το «0%»; Τα στελέχη της Viva κρατούν κλειστά χαρτιά και επισημαίνουν ότι έχει να κάνει με την διαφορά που έχει η διατραπεζική προμήθεια, ανάμεσα στις κάρτες των καταναλωτών και των εμπόρων.
Πέραν των παραπάνω, η JP Morgan επένδυσε στη Viva και για ένα επιπρόσθετο λόγο. Η ενιαία ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά τελικά δεν είναι τόσο ενιαία, αφού παντού υπάρχουν ιδιομορφίες στα συστήματα πληρωμών τα οποία δεν είναι απαραιτήτως ταυτόσημα με το δικό μας της ΔΙΑΣ. Εξίσου σημαντικό είναι ότι πολλές φορές οι fintech δεν μπορούν να συνδεθούν απ’ ευθείας στα τραπεζικά συστήματα της κάθε χώρας. Αυτό πρέπει να γίνει μέσω κάποιας τράπεζας οι οποίες δεν είναι κάτι που το διευκολύνουν.
«Είναι δύσκολο να διασυνδεθείς στα τοπικά συστήματα πληρωμών», παραδέχεται στέλεχος της επιχείρησης, σημειώνοντας ότι η Viva αυτά τα έχει αντιμετωπίσει για 23 χώρες. Αυτό είναι μια σημαντική υπεραξία που δημιούργησε η Viva και η οποία απεικονίσθηκε στην αποτίμηση των 2 δισ. δολ. της Viva από τη JP Morgan. Η τελευταία, εισερχόμενη την λιανική τραπεζική της Ευρώπης, δεν είχε ούτε την υπομονή, ούτε την διάθεση να ανοίξει τη συγκεκριμένη αγορά μόνη της, αλλά το πράττει μέσω της Viva, που ήδη έχει κάνει μεγάλο μέρος της αρχικής δουλειάς.