Καθώς η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μαζί με τις απειλές του Κρεμλίνου για την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης έχουν οδηγήσει σε απροσδόκητα υψηλά επίπεδα τις τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου, η ΕΕ εξετάζει τρόπους για να ενισχύσει την αυτονομία της.

Μια από τις προτάσεις που αρχίζει να συζητείται όλο και πιο πολύ μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ είναι η ενιαία διαπραγμάτευση των αγορών φυσικού αερίου με τρίτες χώρες αντί των διμερών συμφωνιών. Μια ακόμη σύσταση που συζητά η Κομισιόν με επιφυλακτικότητα είναι η επιβολή πλαφόν στην αλματώδη άνοδο των τιμών που, ανάμεσα σε άλλα, κινδυνεύει να οδηγήσει σε κρίση ρευστότητας τους μεγαλύτερους παίκτες στις αγορές ενέργειας.

Ενώ η Κομισιόν αναμένεται να ανακοινώσει τον Μάιο το λεπτομερές σχέδιο για την κατάργηση κάθε προμήθειας σε ρωσικά ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2027, το Κρεμλίνο κλιμακώνει τις πιέσεις όχι μόνον στο πολεμικό μέτωπο της Ουκρανίας αλλά και στις ενεργειακές αγορές της Ευρώπης. Εκτός της διακοπής λειτουργίας του αγωγού CPC (Caspian Pipeline Consortium) το πρωί της Τετάρτης, από τον οποίο διέρχεται το 1% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, το Κρεμλίνο ανακοίνωσε αργότερα πως σχεδιάζει να αλλάξει τις αγοραπωλησίες φυσικού αερίου σε ρούβλια για τις «εχθρικές χώρες», μια προειδοποίηση που παραπέμπει στις οικονομικές και χρηματοοικονομικές κυρώσεις της Δύσης για την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Οι ενέργειες αυτές από την πλευρά της Μόσχας οδήγησαν την τιμή του πετρελαίου Μπρεντ στα 121 δολάρια το βαρέλι και έλαβαν χώρα μια ημέρα πριν την έναρξη της συνόδου κορυφής της ΕΕ και του ΝΑΤΟ όπου αναμένεται να παραστεί ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν. Εκεί, θα συζητηθούν νέες κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας. Η διακοπή της λειτουργίας του αγωγού CPC, ο οποίος διοχετεύει πετρέλαιο από την κεντρική Ασία στη Μαύρη Θάλασσα, αποδόθηκε σε εργασίες αποκατάστασης ύστερα από ζημιές που προκλήθηκαν λόγω ακραίων καιρικών συνθηκών. «Είτε μια καταιγίδα απενεργοποιήσει τις υποδομές, είτε η Ρωσία απενεργοποιήσει τις υποδομές, η Ρωσία είναι εκείνη που θα αποφασίσει πότε θα τεθούν ξανά σε λειτουργία οι υποδομές», σχολιάζει ο Κέβιν Μπουκ, γενικός διευθυντής της εταιρείας ερευνών ClearView Energy Partners.

Το Βερολίνο στρέφεται στο Κατάρ – Το Βέλγιο μιλά για ενιαία διαπραγμάτευση
Αναζητώντας εναλλακτικές για την ενεργειακή της επάρκεια, η Γερμανία κατέληξε σε μακροπρόθεσμη συμφωνία με το Κατάρ, ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Την περασμένη Κυριακή, ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ δήλωσε από το Κατάρ πως με τη συμφωνία αυτή θα μειωθεί η εξάρτηση της χώρας στις εισαγωγές φυσικού αερίου της Ρωσίας, οι οποίες αντιπροσωπεύουν σήμερα πάνω από το ήμισυ της ετήσιας προσφοράς της.

Ωστόσο, ο πρωθυπουργός του Βελγίου Αλεξάντερ Ντε Κρο υπογράμμισε πως τα κράτη-μέλη της Ε.Ε θα πρέπει να αποφεύγουν τη διαπραγμάτευση διμερών συμφωνιών στο φυσικό αέριο ώστε να γίνονται από κοινού παραγγελίες με μεγάλους προμηθευτές. «Μπορείς να έχεις έναν κοινό μηχανισμό για να εξασφαλίσεις πως ο καθένας, κάθε στιγμή του έτους έχει αρκετό φυσικό αέριο. Δεν κατηγορώ χώρες που συνάπτουν διμερείς συμφωνίες στην παρούσα φάση – είναι απόλυτα φυσιολογικό. Αλλά υπάρχει καλύτερος τρόπος για να το πετύχεις – ως σύνολο», δήλωσε σε συνέντευξη στους Financial Times.

Ο Βέλγος πρωθυπουργός είπε επίσης πως θα πρέπει να επιβληθεί πλαφόν στις τιμές χονδρικής καθώς η αγορά ενέργειας της ΕΕ καταδεικνύει την αδυναμία της καθώς βρίσκεται «εκτός ελέγχου». Ωστόσο, η Κομισιόν φαίνεται επιφυλακτική σε μια τέτοια πρόταση διότι έτσι ενδεχομένως να υπάρξουν προβλήματα στις αγορές, υποβαθμίζοντας την ενεργειακή μετάβαση σε πηγές ενέργειας φιλικότερες ως προς το περιβάλλον, σύμφωνα με το Reuters.

Στο μεταξύ, οι μεγαλύτερες εταιρείες της αγοράς ενέργειας απεύθυναν έκκληση στις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες για την άμεση παροχή στήριξης καθώς οι μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών στο πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και γενικά στην ενέργεια καθιστούν αδύνατη την αντιστάθμιση του επενδυτικού κινδύνου από μια πτώση των τιμών καθώς απαιτούνται μεγαλύτερα περιθώρια κάλυψης. Σε επιστολή της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Διαπραγματευτών Ενέργειας (EFET) -όπου συμμετέχουν οι BP, Shell, Vittol και Trafigura- που έφεραν οι Financial Times στο φως της δημοσιότητας αναφέρεται πως «από τα τέλη Φεβρουαρίου του 2022 έχει επιδεινωθεί μια ήδη δύσκολη κατάσταση στους συμμετέχοντες στις ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας, όπου η δυνατότητα να αντλήσουν πρόσθετη ρευστότητα είναι εξαιρετικά περιορισμένη εάν όχι εξαντλημένη». Παράγοντας της αγοράς τονίζει πως η μετακίνηση φορτίου LNG ανάλογου μιας μεγαβατώρας στην τιμή των 97 ευρώ απαιτεί 80 ευρώ σε ρευστό. Σε αυτή τη φάση, όμως, η Τράπεζα της Αγγλίας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τηρούν χαμηλούς τόνους, ενώ αξιωματούχοι της Ευρωζώνης έχουν αποκλείσει την παροχή στήριξης στις αγορές εμπορευμάτων.