Εν μέσω της συνεχιζόμενης Ρώσο – Ουκρανικής σύγκρουσης και της εντεινόμενης ενεργειακής κρίσης το Οικονομικό Βαρόμετρο του Μαΐου 2022 καταγράφει το εκτεταμένο κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας που επικρατεί στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.


Εννιά στους δέκα πολίτες περίπου (89%) δηλώνουν πολύ και αρκετά ανήσυχοι για το γεγονός ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται και κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει το τέλος του. Η συντριπτική πλειοψηφία σε ποσοστό 88,5% αναγνωρίζει και νοιώθει ήδη τις επιπτώσεις αυτής της σύγκρουσης στην ελληνική οικονομία ενώ οι περισσότεροι απ’ τους μισούς πολίτες (52,4%) ανησυχούν πλέον και για το ενδεχόμενο γενίκευσης των πολεμικών συγκρούσεων με την εμπλοκή ευρωπαϊκών και δυτικών δυνάμεων.






Για ένα σημαντικό ωστόσο ποσοστό της κοινής γνώμης οι επιπτώσεις της Ρώσο – Ουκρανικής σύγκρουσης δεν αποτελούν την βασική γενεσιουργό αιτία της ενεργειακής κρίσης που πλήττει τα ελληνικά νοικοκυριά, ούτε επαρκούν για να ερμηνεύσουν τις ασφυκτικές πληθωριστικές πιέσεις που ασκούνται στο σύνολο της οικονομίας. Συγκεκριμένα το 60,9% πιστεύει ότι οι αυξήσεις στα τιμολόγια του ρεύματος οφείλονται κυρίως στην αυξημένη ρήτρα αναπροσαρμογής που έχουν επιβάλλει οι εταιρίες ενέργειας, το 13,3% θεωρεί τις ενέργειες του προέδρου Πούτιν ως τον καθοριστικότερο παράγοντα ενώ το 24,5% απαντά αυθόρμητα ότι ευθύνονται εξίσου και οι δυο παράμετροι. Οι πολίτες όπως είχαμε διαπιστώσει και σε προηγούμενες μετρήσεις μετά το αρχικό σοκ που είχε προκαλέσει η έναρξη του πολέμου αντιμετώπιζαν με δυσπιστία το κυβερνητικό αφήγημα περί εισαγόμενης ενεργειακής κρίσης και αναζητούσαν άμεσες και δραστικές κυβερνητικές παρεμβάσεις.




Ο Κ. Μητσοτάκης αντιλαμβανόμενος το μεγάλο βάρος που καλούνται να σηκώσουν τα νοικοκυριά προχώρησε στην ανακοίνωση συγκεκριμένων μέτρων την εβδομάδα που πέρασε τα οποία ως πρώτη αντίδραση αντιμετωπίζονται θετικά από το 46,7% των πολιτών με την οριακή πλειοψηφία ωστόσο του 50,1% να μην είναι ικανοποιημένη από την κυβερνητική δέσμη μέτρων που εξαγγέλθηκε. Η ερμηνεία για αυτή την διχογνωμία που καταγράφεται στην κοινή γνώμη σχετίζεται με την σφοδρότητα και το εύρος της ενεργειακής κρίσης η οποία όπως πιστεύει το 61,2% δεν μπορεί να περιοριστεί από τα συγκεκριμένα μέτρα. Στον αντίποδα το 37,1% θεωρεί ότι είναι μια θετική και στοχευμένη κίνηση για την ανακούφιση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Η εξειδίκευση των μέτρων, ο αριθμός των νοικοκυριών που θα συμπεριληφθούν και το ποσοστό κάλυψης των αυξήσεων θα κρίνουν τελικά την επιτυχία των συγκεκριμένων παρεμβάσεων.





Στο ζήτημα του κατώτατου μισθού επτά στους δέκα πολίτες κρίνουν ως ανεπαρκή την αύξηση των €50, που δόθηκε καθώς αντίστοιχο ποσοστό (68%) θεωρεί ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να προχωρήσει σε μεγαλύτερη και γενναιότερη αύξηση. Αντίθετα το 29,6% φαίνεται να έχει πεισθεί ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο στο συγκεκριμένο ζήτημα την δεδομένη στιγμή.





Στην πιθανοθεωρητική ερώτηση περί αύξησης του κατώτατου μισθού στα €800 από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ οι προσδοκίες δεν είναι ιδιαιτέρως υψηλές αφού το 63,1% δεν φαίνεται να πιστεύει ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Το 1/3 ωστόσο του δείγματος (33,9%) που θεωρεί ότι η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση αν γίνει κυβέρνηση θα προχωρήσει σε αυτή την σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού κρίνεται ως διόλου ευκαταφρόνητο και αποκαλύπτει έως ένα βαθμό το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκπέμπει μια εικόνα κοινωνικής ευαισθησίας.



Τέλος, στους διαχρονικούς δείκτες του Βαρόμετρου που σχετίζονται με τον βαθμό αισιοδοξίας για την επόμενη μέρα των πολιτών σε προσωπικό επίπεδο αλλά και την συνολική πορεία της οικονομίας, μετά το τρομακτικό κύμα απαισιοδοξίας που είχε καταγραφεί τον Μάρτιο με την έναρξη του πολέμου, οι αρνητικές προβλέψεις παραμένουν μεν υψηλές σε ποσοστά πάνω από 60%, αισθητά μειωμένες όμως σε σχέση με το προηγούμενο δίμηνο.



Συνολικά τα μέτρα και οι πολιτικές για την αντιμετώπιση της ακρίβειας εξακολουθούν να κρίνονται ως ανεπαρκή από τους πολίτες σε ποσοστό 77% οι οποίοι θα συνεχίσουν να πιέζουν την κυβέρνηση για ουσιαστικότερες και αποτελεσματικότερες παρεμβάσεις στο οικονομικό πεδίο.



*Αύριο το δεύτερο μέρος του Οικονομικού Βαρόμετρου, με την πρόθεση ψήφου και την αξιολόγηση των υπουργών

*Η έρευνα έγινε με σχεδιασμένο δείγμα 1.200 ατόμων, στο διάστημα 4 με 7 Μαΐου. Ειδικά, οι ερωτήσεις για τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες έγιναν στο διάστημα 5 και 7 Μαΐου, με δείγμα 1.000 ατόμων. Στρωματοποιημένη μέθοδος δειγματοληψίας, με κατανεμημένο δείγμα ως προς τις Περιφέρειες. Η έρευνα έγινε με τηλεφωνικές συνεντεύξεις και γραπτό δομημένο ερωτηματολόγιο. Μέγιστο τυπικό στατιστικό σφάλμα μέτρησης, 2.9%.Τα αποτελέσματα της έρευνας έχουν σταθμιστεί με τη σύνθετη στάθμιση ως προς το φύλο, την ηλικία και την κομματική προτίμηση. Επισημαίνουμε ότι τα στοιχεία της μέτρησης που παρουσιάζουμε αποτελούν την καταγραφή των τάσεων που επικρατούν τη δεδομένη χρονική περίοδο διεξαγωγής της έρευνας.