Tα επικρατέστερα σενάρια για τον πυθμένα της διόρθωσης των αγορών
Τον πυθμένα της μεγάλης διόρθωσης που έχει οδηγήσει σε πτώση έως και άνω του 25% ορισμένους από τους μεγαλύτερους χρηματιστηριακούς δείκτες ψάχνουν να βρουν αναλυτές, επενδυτικοί σύμβουλοι και επενδυτές.
Μία διόρθωση η οποία ουσιαστικά εξελίσσεται σε δύο κύματα. Το πρώτο ξεκίνησε στις 4 Ιανουαρίου όταν ο σημαντικότερος δείκτης του κόσμου έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, ενώ το δεύτερο άρχισε στα τέλη Μαρτίου.
Η ανοδική αντίδραση της τελευταίας εβδομάδας βελτιώνει λίγο το κλίμα και δίνει μία αφορμή στους αισιόδοξους των αγορών να προβλέψουν το τέλος της πτώσης, όμως η αντίληψη που κυριαρχεί είναι ότι τα δύσκολα δεν έχουν τελειώσει. Όσοι πιστεύουν ότι τα χειρότερα έρχονται υποστηρίζουν ότι ένα ριμπάουντ είναι εύλογο σε μία κατά τα άλλα πτωτική τροχιά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Bank of America, η οποία δια στόματος Μάικλ Χάρτνετ, εκτιμά ότι οι αγορές βρίσκονται σε «φάση βραχυπρόθεσμης ανάκαμψης αλλά μακροπρόθεσμου πόνου». Ο επικεφαλής επενδύσεων της αμερικανικής τράπεζας πιστεύει ότι το sell-off δείχνει πολύ μεθοδικό για να τελειώσει τόσο γρήγορα. Ο ίδιος δεν αποκλείει την εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου στα 150 δολάρια, μία εξέλιξη που σαφώς θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για τις αγορές και την οικονομία.
Μία μερίδα αναλυτών συμφωνεί με τον Χάρτνετ ως προς τον ορατό ορίζοντα των αγορών, ενώ κάποιοι τονίζουν ότι ο πυθμένας δεν μπορεί να είναι πάνω από το επίπεδο που βρίσκονταν οι μετοχές πριν την πανδημία.
Ο S&P 500 για παράδειγμα κινείται πέριξ των 4.000 μονάδων όταν στις 19 Φεβρουαρίου 2020 που ξεκίνησε η πτώση εξαιτίας της πανδημίας, ήταν στις 3.386 μονάδες. Επομένως, με τη λογική αυτή μπορεί να υποχωρήσει τουλάχιστον 16,5% από τα σημερινά επίπεδα για να θεωρηθεί ότι βρήκε τον πυθμένα.
Μία άλλη θεωρία αναφέρει ότι σε μεγάλες υφέσεις όπως του 1970, του 1973, του 2008 και του 2020, ο S&P 500 σημείωσε συνολική πτώση άνω του 20%. Άρα αν η αμερικανική οικονομία υποχωρήσει σε ύφεση θα πρέπει να δούμε μεγαλύτερη πτώση από το 15,4% που καταγράφει ο δείκτης από τα υψηλά του Ιανουαρίου.
Δύο σενάρια από την Goldman Sachs
Η Goldman Sachs δίνει δύο σενάρια για τον πυθμένα των αγορών στις 3.650 μονάδες και στις 3.360 μονάδες για τον S&P 500, ανάλογα με το αν θα υπάρξει ύφεση και πόσο βαθιά θα είναι αυτή. Η Bank of America τοποθετεί το κατώτατο σημείο στις 3.600 μονάδες, ενώ δημοσκόπηση σε Αμερικανούς χρηματιστές βάζει τον πήχη λίγο χαμηλότερα στις 3.500 μονάδες.
Όλα αυτά βέβαια είναι θεωρίες. Όσοι θέλουν να δουν τα πράγματα πιο αισιόδοξα εστιάζουν στο σενάριο που θέλει την αμερικανική οικονομία να αποφεύγει την ύφεση. Επειδή σε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό, αν και όχι στο 100%, οι αγορές έχουν προεξοφλήσει τον κίνδυνο ήπιας και σύντομης ύφεσης, αναμένεται να αντιδράσουν έντονα ανοδικά αν τελικά η Fed καταφέρει να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλέσει ύφεση.
Ένα μικρό τεστ είναι τα στοιχεία για το β’ τρίμηνο του 2022. Στο α’ τρίμηνο η αμερικανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 1,4% στο χειρότερο τρίμηνο από την βαθιά ύφεση της πανδημίας. Αν η συρρίκνωση συνεχιστεί στο β’ τρίμηνο τόσο από τεχνικής πλευράς η αμερικανική οικονομία θα είναι σε ύφεση, έστω σύντομη αφού για το σύνολο του 2022 εκτιμάται ότι το αμερικανικό ΑΕΠ θα αναπτυχθεί με ρυθμό άνω του 2%.
Η Bank of America εκτιμά ότι η ανοδική αντίδραση των τελευταίων ημερών έχει και άλλη εξήγηση και δεν οφείλεται σε αλλαγή κλίματος. Πολλοί πιστεύουν ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ, οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων και το δολάριο έχουν φτάσει στο υψηλότερο σημείο τους.
Παράλληλα, δεν αναμένεται πιο επιθετική προσέγγιση από τη Fed στο θέμα των επιτοκίων από την υφιστάμενη και όλα αυτά μαζί επιτρέπουν αισιοδοξία ότι περνάμε το σημείο καμπής.
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι οι τιμές της ενέργειας, ο πληθωρισμός, οι αποδόσεις των ομολόγων και τα επιτόκια να σταθεροποιηθούν αλλά να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα ψηλά.
Μία διόρθωση η οποία ουσιαστικά εξελίσσεται σε δύο κύματα. Το πρώτο ξεκίνησε στις 4 Ιανουαρίου όταν ο σημαντικότερος δείκτης του κόσμου έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, ενώ το δεύτερο άρχισε στα τέλη Μαρτίου.
Η ανοδική αντίδραση της τελευταίας εβδομάδας βελτιώνει λίγο το κλίμα και δίνει μία αφορμή στους αισιόδοξους των αγορών να προβλέψουν το τέλος της πτώσης, όμως η αντίληψη που κυριαρχεί είναι ότι τα δύσκολα δεν έχουν τελειώσει. Όσοι πιστεύουν ότι τα χειρότερα έρχονται υποστηρίζουν ότι ένα ριμπάουντ είναι εύλογο σε μία κατά τα άλλα πτωτική τροχιά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Bank of America, η οποία δια στόματος Μάικλ Χάρτνετ, εκτιμά ότι οι αγορές βρίσκονται σε «φάση βραχυπρόθεσμης ανάκαμψης αλλά μακροπρόθεσμου πόνου». Ο επικεφαλής επενδύσεων της αμερικανικής τράπεζας πιστεύει ότι το sell-off δείχνει πολύ μεθοδικό για να τελειώσει τόσο γρήγορα. Ο ίδιος δεν αποκλείει την εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου στα 150 δολάρια, μία εξέλιξη που σαφώς θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για τις αγορές και την οικονομία.
Μία μερίδα αναλυτών συμφωνεί με τον Χάρτνετ ως προς τον ορατό ορίζοντα των αγορών, ενώ κάποιοι τονίζουν ότι ο πυθμένας δεν μπορεί να είναι πάνω από το επίπεδο που βρίσκονταν οι μετοχές πριν την πανδημία.
Ο S&P 500 για παράδειγμα κινείται πέριξ των 4.000 μονάδων όταν στις 19 Φεβρουαρίου 2020 που ξεκίνησε η πτώση εξαιτίας της πανδημίας, ήταν στις 3.386 μονάδες. Επομένως, με τη λογική αυτή μπορεί να υποχωρήσει τουλάχιστον 16,5% από τα σημερινά επίπεδα για να θεωρηθεί ότι βρήκε τον πυθμένα.
Μία άλλη θεωρία αναφέρει ότι σε μεγάλες υφέσεις όπως του 1970, του 1973, του 2008 και του 2020, ο S&P 500 σημείωσε συνολική πτώση άνω του 20%. Άρα αν η αμερικανική οικονομία υποχωρήσει σε ύφεση θα πρέπει να δούμε μεγαλύτερη πτώση από το 15,4% που καταγράφει ο δείκτης από τα υψηλά του Ιανουαρίου.
Δύο σενάρια από την Goldman Sachs
Η Goldman Sachs δίνει δύο σενάρια για τον πυθμένα των αγορών στις 3.650 μονάδες και στις 3.360 μονάδες για τον S&P 500, ανάλογα με το αν θα υπάρξει ύφεση και πόσο βαθιά θα είναι αυτή. Η Bank of America τοποθετεί το κατώτατο σημείο στις 3.600 μονάδες, ενώ δημοσκόπηση σε Αμερικανούς χρηματιστές βάζει τον πήχη λίγο χαμηλότερα στις 3.500 μονάδες.
Όλα αυτά βέβαια είναι θεωρίες. Όσοι θέλουν να δουν τα πράγματα πιο αισιόδοξα εστιάζουν στο σενάριο που θέλει την αμερικανική οικονομία να αποφεύγει την ύφεση. Επειδή σε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό, αν και όχι στο 100%, οι αγορές έχουν προεξοφλήσει τον κίνδυνο ήπιας και σύντομης ύφεσης, αναμένεται να αντιδράσουν έντονα ανοδικά αν τελικά η Fed καταφέρει να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλέσει ύφεση.
Ένα μικρό τεστ είναι τα στοιχεία για το β’ τρίμηνο του 2022. Στο α’ τρίμηνο η αμερικανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 1,4% στο χειρότερο τρίμηνο από την βαθιά ύφεση της πανδημίας. Αν η συρρίκνωση συνεχιστεί στο β’ τρίμηνο τόσο από τεχνικής πλευράς η αμερικανική οικονομία θα είναι σε ύφεση, έστω σύντομη αφού για το σύνολο του 2022 εκτιμάται ότι το αμερικανικό ΑΕΠ θα αναπτυχθεί με ρυθμό άνω του 2%.
Η Bank of America εκτιμά ότι η ανοδική αντίδραση των τελευταίων ημερών έχει και άλλη εξήγηση και δεν οφείλεται σε αλλαγή κλίματος. Πολλοί πιστεύουν ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ, οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων και το δολάριο έχουν φτάσει στο υψηλότερο σημείο τους.
Παράλληλα, δεν αναμένεται πιο επιθετική προσέγγιση από τη Fed στο θέμα των επιτοκίων από την υφιστάμενη και όλα αυτά μαζί επιτρέπουν αισιοδοξία ότι περνάμε το σημείο καμπής.
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι οι τιμές της ενέργειας, ο πληθωρισμός, οι αποδόσεις των ομολόγων και τα επιτόκια να σταθεροποιηθούν αλλά να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα ψηλά.