Goldman Sachs: Τι θα συμβεί στην ΕΕ αν η Μόσχα κλείσει το φυσικό αέριο
Ενδεχόμενη πλήρης διακοπή των ροών ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη θα προκαλούσε σημαντικά προβλήματα ως προς την ενεργειακή πληρότητα, καθώς και σημαντικό κίνδυνο για την ενεργειακή ασφάλεια της Γηραιάς Ηπείρου. Σε νέα της έκθεση η Goldman Sachs εκτιμά ότι οι βιομηχανικοί πελάτες σε Γερμανία και Ιταλία θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωποι με περικοπές ενέργειας μεταξύ 65% και 80%.
Για τις εταιρείες κοινής ωφέλειας, ένα σενάριο «μηδενικών εισροών» θα τιμωρούσε τις εταιρείες διανομής, θα επιδείνωνε το προφίλ κινδύνου των μεγάλων προμηθευτών και παράλληλα θα οδηγούσε σε σταδιακές ρυθμιστικές παρεμβάσεις, σημειώνει η αμερικανική τράπεζα. Εντοπίζει σε αυτό το πλαίσιο ορισμένες μετοχές που θεωρεί ανθεκτικές στην περίπτωση περικοπών στην ενέργεια, κυρίως από το χώρο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως οι RWE, EDR και Acciona Energia, οι οποίες παίζουν καθοριστικό τους ρόλο στην υποστήριξη της ενεργειακής ασφάλειας. Ταυτόχρονα επισημαίνει μετοχές υψηλής ποιότητας και αμυντικές μετοχές όπως η Iberdrola και η SSE.
Αν τελικά η Ρωσία κλείσει τις στρόφιγγες του φυσικού αερίου θα ισοδυναμεί με ένα σοκ στην προμήθεια ενέργειας της τάξης του 35% για την ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου. Στο συγκεκριμένο σενάριο, η Goldman Sachs θεωρεί αναπόφευκτη την περαιτέρω εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου, εξέλιξη που με τη σειρά της θα ωθήσει σε σταδιακή άνοδο τους λογαριασμούς ενέργειας για τα νοικοκυριά (περίπου +65% από τα σημερινά επίπεδα).
Αν συμβεί αυτό, εκτιμάται ότι το συνολικό κόστος για τα νοικοκυριά θα ανέλθει σε 500 ευρώ/μήνα, προκαλώντας ένα τεράστιο οικονομικό ζήτημα. Σε σύγκριση με την πτώση των τιμών το καλοκαίρι του 2020, η αμερικανική τράπεζα υπογραμμίζει ότι οι λογαριασμοί φυσικού αερίου/ηλεκτρικού ρεύματος θα έχουν αυξηθεί κατά περίπου 300%. Επιπλέον, η GS προβλέπει ότι σε Γερμανία και Ιταλία, οι πιο εξαρτημένες από το φυσικό αέριο βιομηχανίες, όπως των χημικών, του χάλυβα, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν περικοπές 65% με 80%.
Οι επιχειρήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσουν τους μεγαλύτερους κινδύνους προέρχονται από τρεις κλάδους:
οι εταιρείες διανομής θα μπορούσαν να υποστούν μεγάλες απώλειες (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα όποια μέτρα κρατικής στήριξης, όπως συνέβη πρόσφατα με τη γερμανική Uniper,
οι πάροχοι ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ένα συνδυασμό κατάρρευσης της ζήτησης και αύξησης των ανεξόφλητων: η αγορά μπορεί ειδικότερα να τιμωρήσει τα χαρτοφυλάκια με άμεση/έμμεση έκθεση στη Ρωσία (EON, Engie, Enel) και γ) αναμένονται επιπρόσθετες ρυθμιστικές παρεμβάσεις για να μετριαστούν οι πιέσεις που δέχονται τα νοικοκυριά, όπως κοινωνικά τιμολόγια κ.ά.
Η Goldman Sachs σημειώνει ότι η ανάγκη επιτάχυνσης της ενεργειακής στροφής ως μέσο ενίσχυσης της ενεργειακής ασφάλειας θα οδηγήσει σε επιτάχυνση υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων στις ΑΠΕ. Συνεπώς, οι εταιρείες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας όπως οι RWE, EDP και Acciona Energia, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «ασφαλή καταφύγια».
Για τις εταιρείες κοινής ωφέλειας, ένα σενάριο «μηδενικών εισροών» θα τιμωρούσε τις εταιρείες διανομής, θα επιδείνωνε το προφίλ κινδύνου των μεγάλων προμηθευτών και παράλληλα θα οδηγούσε σε σταδιακές ρυθμιστικές παρεμβάσεις, σημειώνει η αμερικανική τράπεζα. Εντοπίζει σε αυτό το πλαίσιο ορισμένες μετοχές που θεωρεί ανθεκτικές στην περίπτωση περικοπών στην ενέργεια, κυρίως από το χώρο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως οι RWE, EDR και Acciona Energia, οι οποίες παίζουν καθοριστικό τους ρόλο στην υποστήριξη της ενεργειακής ασφάλειας. Ταυτόχρονα επισημαίνει μετοχές υψηλής ποιότητας και αμυντικές μετοχές όπως η Iberdrola και η SSE.
Αν τελικά η Ρωσία κλείσει τις στρόφιγγες του φυσικού αερίου θα ισοδυναμεί με ένα σοκ στην προμήθεια ενέργειας της τάξης του 35% για την ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου. Στο συγκεκριμένο σενάριο, η Goldman Sachs θεωρεί αναπόφευκτη την περαιτέρω εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου, εξέλιξη που με τη σειρά της θα ωθήσει σε σταδιακή άνοδο τους λογαριασμούς ενέργειας για τα νοικοκυριά (περίπου +65% από τα σημερινά επίπεδα).
Αν συμβεί αυτό, εκτιμάται ότι το συνολικό κόστος για τα νοικοκυριά θα ανέλθει σε 500 ευρώ/μήνα, προκαλώντας ένα τεράστιο οικονομικό ζήτημα. Σε σύγκριση με την πτώση των τιμών το καλοκαίρι του 2020, η αμερικανική τράπεζα υπογραμμίζει ότι οι λογαριασμοί φυσικού αερίου/ηλεκτρικού ρεύματος θα έχουν αυξηθεί κατά περίπου 300%. Επιπλέον, η GS προβλέπει ότι σε Γερμανία και Ιταλία, οι πιο εξαρτημένες από το φυσικό αέριο βιομηχανίες, όπως των χημικών, του χάλυβα, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν περικοπές 65% με 80%.
Οι επιχειρήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσουν τους μεγαλύτερους κινδύνους προέρχονται από τρεις κλάδους:
οι εταιρείες διανομής θα μπορούσαν να υποστούν μεγάλες απώλειες (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα όποια μέτρα κρατικής στήριξης, όπως συνέβη πρόσφατα με τη γερμανική Uniper,
οι πάροχοι ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ένα συνδυασμό κατάρρευσης της ζήτησης και αύξησης των ανεξόφλητων: η αγορά μπορεί ειδικότερα να τιμωρήσει τα χαρτοφυλάκια με άμεση/έμμεση έκθεση στη Ρωσία (EON, Engie, Enel) και γ) αναμένονται επιπρόσθετες ρυθμιστικές παρεμβάσεις για να μετριαστούν οι πιέσεις που δέχονται τα νοικοκυριά, όπως κοινωνικά τιμολόγια κ.ά.
Η Goldman Sachs σημειώνει ότι η ανάγκη επιτάχυνσης της ενεργειακής στροφής ως μέσο ενίσχυσης της ενεργειακής ασφάλειας θα οδηγήσει σε επιτάχυνση υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων στις ΑΠΕ. Συνεπώς, οι εταιρείες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας όπως οι RWE, EDP και Acciona Energia, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «ασφαλή καταφύγια».