Την ανάγκη ταχύτερης αδειοδότησης των μονάδων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) αναδεικνύει, σύμφωνα με στελέχη της ενεργειακής αγοράς, η περιορισμένη συμμετοχή στον διαγωνισμό της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) μέσω του οποίου θα «κλειδώσουν» τιμές νέες μονάδες συνολικής ισχύος 1 GW. Αρνητικά λειτουργεί και η σημαντική αύξηση του κόστους κατασκευής αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων εξαιτίας της έκρηξης τιμών σε υλικά και μεταφορές. Επιπλέον, ήδη βρίσκονται υπό κατασκευή αρκετά (κυρίως) φωτοβολταϊκά και αιολικά με αποτέλεσμα φέτος να καταγραφεί ιστορικό ρεκόρ σε νέες μονάδες ΑΠΕ που θα αγγίξει τα δύο GW. Το 2021 είχαν εγκατασταθεί νέες μονάδες ΑΠΕ συνολικής ισχύος 1,15 GW, τα 800 MW από τα οποία ήταν φωτοβολταϊκά.

Η ανταγωνιστική διαδικασία με την υποβολή των προσφορών, έχει προγραμματιστεί για τις 5 Σεπτεμβρίου ενώ στις 25 Αυγούστου θα εκδοθεί ο κατάλογος όσων θα συμμετάσχουν. Η προθεσμία υποβολής αίτησης έληξε προ ημερών χωρίς να εκδηλωθεί μεγάλο ενδιαφέρον. Κατατέθηκαν 35 αιτήσεις, είκοσι για φωτοβολταϊκά (συνολικής ισχύος 597 MW) και δεκαπέντε για αιολικά (συνολικής ισχύος 357 MW). Με βάση τους όρους του διαγωνισμού, αναμένεται να «κλειδώσουν» ταρίφες νέες μονάδες περί τα 500 MW, δηλαδή σχεδόν οι μισές από το στόχο του 1 GW.

«Αυτό που φαίνεται είναι πως θα χρειαστεί να ωριμάσουν ταχύτερα (από πλευράς αδειοδότησης, όρων σύνδεσης, κ.α.) οι μονάδες ΑΠΕ προκειμένου να υπάρχει μεγαλύτερη δεξαμενή στους επόμενους διαγωνισμούς της ΡΑΕ», λένε άνθρωποι της αγοράς. Οι ίδιοι επισημαίνουν και τις πρόσφατες ανακοινώσεις της ΕΛΕΤΑΕΝ για την εμπειρία των αιολικών πάρκων που είχαν λάβει ταρίφες σε προηγούμενους διαγωνισμούς αλλά η υλοποίησή τους καθυστερεί λόγω των γνωστών ζητημάτων με τις αδειοδοτήσεις.

Όπως εξηγεί η ΕΛΕΤΑΕΝ, την περίοδο 2018-2021 έχουν επιλεγεί μέσω των διαγωνισμών της ΡΑΕ αιολικά πάρκα συνολικής ισχύος 1.426 MW. Όμως, εξαιτίας κυρίως των καθυστερήσεων που προκαλούν τα γραφειοκρατικά εμπόδια, μόλις τα 312MW, δηλ. το 22%, είχαν κατορθώσει να λειτουργούν στο τέλος του Ιουνίου 2022. Πρόκειται για καθυστερήσεις «που δεν είναι χωρίς συνέπειες». Η μεσοσταθμική τιμή των αιολικών που έχουν επιλεγεί σε διαγωνισμούς και δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμα είναι μικρότερη από 58 ευρώ ανά μεγαβατόρα (MWh) και η συνολική τους ισχύ 1.115 MW. Εάν όλα τα αιολικά που έχουν επιλεγεί από διαγωνισμούς της ΡΑΕ την τελευταία τετραετία είχαν ολοκληρωθεί «η αιολική ισχύς θα ήταν σήμερα μεγαλύτερη κατά 25%. Αυτό θα σήμαινε λιγότερη εξάρτηση της οικονομίας μας από τις εισαγωγές καυσίμων και περισσότερη φθηνή ενέργεια».

Το κόστος κατασκευής ΑΠΕ
Τα στοιχεία πρόσφατης έκθεσης του Διεθνούς Οργανισμού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA) είναι εντυπωσιακά: Με διεθνείς τιμές του περασμένου Μαΐου, δηλαδή πριν τα απανωτά ρεκόρ των τελευταίων ημερών, το κόστος μόνο για αγορά καυσίμου μιας μονάδας φυσικού αερίου στην Ευρώπη ήταν εξαπλάσιο από το σταθμισμένο κόστος ενέργειας (το συνολικό κόστος κατασκευής και λειτουργίας ανά μεγαβατόρα) ενός αιολικού πάρκου που λειτούργησε για πρώτη φορά πέρυσι!

Το σταθμισμένο κόστος ενός τέτοιου αιολικού φτάνει τα 42 δολάρια ανά μεγαβατόρα (MWh) ενώ μια μονάδα ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο χρειάζεται 270,3 δολάρια ανά MWh, μόνο για αγορά καυσίμου και με τιμές Μαΐου. Το αντίστοιχο σταθμισμένο κόστος ενός φωτοβολταϊκού που λειτούργησε πέρυσι στην Ευρώπη ήταν 61 ευρώ ανά μεγαβατόρα, δηλαδή περίπου 4,5 φορές φθηνότερο από το κόστος καυσίμου της μονάδας με φυσικό αέριο.

Όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές του διεθνούς οργανισμού ακόμα και αν ενσωματωθούν οι σημαντικές αυξήσεις στις διεθνείς τιμές υλικών και του κόστους μεταφοράς που επηρεάζουν το κόστος κατασκευής αιολικών και φωτοβολταϊκών, η διαφορά υπέρ των ΑΠΕ σε σχέση με τις μονάδες ορυκτών καυσίμων είναι συντριπτική.

Στο τέλος Ιουνίου βρίσκονταν υπό κατασκευή πάνω από 650 MW νέων αιολικών πάρκων, η πλειοψηφία των οποίων αναμένεται να συνδεθεί στο δίκτυο εντός των επόμενων 12 μηνών, σύμφωνα με την ΕΛΕΤΑΕΝ. Στο τέλος του πρώτου εξαμήνου, η συνολική ισχύς των αιολικών πάρκων στην Ελλάδα έφτανε τα 4,534 GW. Οι φορείς του κλάδου υποστηρίζουν πως η επιβράδυνση στην ανάπτυξη νέων αιολικών τα δύο τελευταία εξάμηνα «οφείλεται στην αυξημένη γραφειοκρατία και τα διοικητικά εμπόδια που καθυστερούν τις επενδύσεις, καθώς και στους αυξημένους χρόνους κατασκευής των έργων».