H Capital Economics θεωρεί πως η ΕΚΤ είναι πιθανό να ξεκινήσει εκ νέου τις αγορές περιουσιακών στοιχείων, ή αλλιώς την ποσοτική χαλάρωση – QE, πολύ σύντομα, αν και για ελαφρώς διαφορετικούς λόγους από την Τράπεζα της Αγγλίας.

Η απόφαση της Τράπεζας της Αγγλίας να αγοράσει κρατικά ομόλογα «σε όποια κλίμακα είναι απαραίτητη» για να συγκρατήσει τις αποδόσεις για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εγείρει το ερώτημα εάν η ΕΚΤ θα ακολουθήσει το παράδειγμά της κάποια στιγμή, σημειώνει o οίκος. Άλλωστε, το ευρώ έχει επίσης υποχωρήσει απότομα τις τελευταίες ημέρες και το ιταλικό spread διευρύνθηκε.


Πάντως, εκτιμά πως δεν θα υπάρξει μεγάλη άμεση «μετάδοση» της κρίσης της αγοράς ομολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωζώνη, καθώς υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο οικονομιών. Η κατάρρευση στην αγορά των gilts προκλήθηκε από διακριτικές ενέργειες της νέας βρετανικής κυβέρνησης – ιδιαίτερα τις μη χρηματοδοτούμενες φορολογικές περικοπές που ανακοινώθηκαν χωρίς συνοδευτικές μακροοικονομικές προβλέψεις.

Επιπλέον, η κρατική στήριξη της Ευρωζώνης προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για το αυξανόμενο κόστος ενέργειας ήταν πιο μέτρια από αυτή στο Ηνωμένο Βασίλειο και καμία κυβέρνηση της Ευρωζώνης δεν έχει ανακοινώσει πρόσθετες δημοσιονομικές επεκτάσεις. Και οι κυβερνήσεις της ΕΕ εξακολουθούν να υποχρεούνται να υποβάλλουν μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά σχέδια στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επομένως δεν θέτουν τη δημοσιονομική πολιτική σε ένα κενό πολιτικής.


Ωστόσο, υπάρχουν επίσης ισχυροί παραλληλισμοί μεταξύ της κατάστασης στην Ευρωζώνη και στο Ηνωμένο Βασίλειο, επισημαίνει η Capital Economics.

Πρώτον, και το πιο σημαντικό, το μακροοικονομικό υπόβαθρο είναι σε γενικές γραμμές παρόμοιο. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωζώνη οδεύουν προς ύφεση και οι αντίστοιχες κεντρικές τους τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια πολιτικής για να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό.


Δεύτερον, αν και δεν σχεδιάζουν φορολογικές περικοπές, οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν τεράστιους δημοσιονομικούς λογαριασμούς για να βοηθήσουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις με το ενεργειακό κόστος. Η Γαλλία έχει ήδη επιβάλει ανώτατο όριο στις τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας και η Γερμανία σχεδιάζει να το πράξει. Το κόστος είναι πιθανό να κυμανθεί από 2,5% έως 3,0% του ΑΕΠ το 2022 και το 2023 και θα χρηματοδοτηθεί σε μεγάλο βαθμό από πρόσθετες εκδόσεις ομολόγων.

Τρίτον, αν και η ΕΚΤ δεν έχει ακόμη παρουσιάσει σχέδια για να αρχίσει να συρρικνώνει τον ισολογισμό της, σκόπευε να συζητήσει για το QT αργότερα φέτος – μια προοπτική που θα μπορούσε να ανησυχήσει τους επενδυτές στην αγορά κρατικών ομολόγων.

Και τέλος, ενώ η νέα ιταλική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μέχρι στιγμής έναν υπεύθυνο τόνο για τη δημοσιονομική πολιτική, δεν θα ήταν έκπληξη αν άλλαζε ρότα σύντομα.

Όπως καταλήγει η Capital Economics, η αποτυχία του Ηνωμένου Βασιλείου δείχνει ότι υπάρχει περιορισμένο δημοσιονομικό περιθώριο ελιγμών, όταν η οικονομία συρρικνώνεται και η νομισματική πολιτική γίνεται αυστηρότερη, και ότι το αυξανόμενο κόστος δανεισμού μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε απροσδόκητα σημεία.

«Έχουμε ήδη εκτιμήσει πως η ΕΚΤ θα προσχωρήσει σε καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων ύψους 30 δισ. ευρώ το μήνα από τον Νοέμβριο, επειδή πιστεύουμε ότι οι αποδόσεις των ιταλικών κρατικών ομολόγων θα αυξηθούν», τονίζει ο οίκος. Το sell-off στο Ηνωμένο Βασίλειο υπογραμμίζει ότι τα προβλήματα θα μπορούσαν να εμφανιστούν και στην Ευρωζώνη. «Είτε έτσι είτε αλλιώς, πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ είναι πιθανό να ξεκινήσει εκ νέου την ποσοτική χαλάρωση στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, ενώ θα συνεχίσει να αυξάνει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια», όπως επισημαίνει.