Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην ευρωζώνη απειλείται από την οικονομική επιβράδυνση και τον πληθωρισμό που εξαπλώνεται σε όλο και περισσότερους τομείς, δήλωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ.

 «Η ασθενέστερη οικονομική ανάπτυξη, ο υψηλότερος πληθωρισμός και οι αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης ασκούν πίεση στην ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των εταιρειών και των νοικοκυριών», είπε η Λαγκάρντ στη συνεδρίαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ουάσιγκτον.

 «Παρά τις πρόσφατες προσαρμογές, οι χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνεται να εξακολουθούν να κοστολογούν βασιζόμενες σε αποτελέσματα που θα μπορούσαν να αποδειχθούν υπερβολικά αισιόδοξα», πρόσθεσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg.

 Η Λαγκάρντ προειδοποίησε επίσης ότι οι αξιωματούχοι παρατηρούν «πρώιμα σημάδια αύξησης του πιστωτικού κινδύνου, κάτι που απαιτεί προσεκτική παρακολούθηση».

 Οι οικονομολόγοι αναμένουν όλο και περισσότερο ότι η ζώνη του ευρώ θα πέσει σε ύφεση καθώς οι καταναλωτές βρίσκονται αντιμέτωποι με διψήφια ποσοστά πληθωρισμού και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ολοένα και αυξανόμενο κόστος ενέργειας και εισαγωγών. Η Λαγκάρντ επανέλαβε ότι ο κίνδυνος οφείλεται κατά κύριο λόγο στην καθοδική τάση της ανάπτυξης, ιδιαίτερα λόγω των οικονομικών συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία».

 Σημεία-κλειδιά από τις δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ στην Ουάσινγκτον

Επιπλέον, η Κριστίν Λαγκάρντ αναφέρθηκε στην αύξηση των επιτοκίων την οποία εξετάζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, λέγοντας: «Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αναμένει να αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια κατά τις επόμενες συνεδριάσεις, με βάση μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα σε κάθε συνεδρίαση ξεχωριστά».

 «Οι πιέσεις στις τιμές εξαπλώνονται σε όλο και περισσότερους τομείς, εν μέρει λόγω των επιπτώσεων του υψηλού ενεργειακού κόστους και των σημείων συμφόρησης στην προσφορά, αλλά και λόγω της ανάκαμψης της ζήτησης στον τομέα των υπηρεσιών», πρόσθεσε η Λαγκάρντ και κατέληξε:

 «Με την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, το επίκεντρο της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να στραφεί σταδιακά προς μέτρα που διατηρούν τη βιωσιμότητα του χρέους χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ανάκαμψη μεσοπρόθεσμα».