Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ανακοινώσει αύριο το νέο πακέτο νομοθετικών προτάσεων για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών στην ενέργεια, με τους αναλυτές να θεωρούν δύσκολη την επιβολή πανευρωπαϊκού πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου όπως επιδιώκουν η Ελλάδα και άλλα 16 κράτη – μέλη. Όπως φαίνεται, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιμένει στην αρχική θέση για την επιβολή πλαφόν μόνο στο φυσικό αέριο που καταναλώνεται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Χθες έγινε μια ακόμα τηλεδιάσκεψη του Κολλεγίου των Επιτρόπων με την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να γράφει στα κοινωνικά δίκτυα πως οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν στην αυριανή συνεδρίαση ενόψει της Συνόδου Κορυφής στις 20 – 21 Οκτωβρίου.

Οι αναλυτές επισημαίνουν πως η συζήτηση για το πανευρωπαϊκό πλαφόν στο φυσικό αέριο γίνεται προκειμένου τα κράτη – μέλη που δεν διαθέτουν το δημοσιονομικό οπλοστάσιο της Γερμανίας (η οποία ανακοίνωσε σχέδιο 200 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής ακρίβειας προκαλώντας σοβαρές αντιδράσεις από άλλα κράτη) να εξασφαλίσουν χρηματοδοτική στήριξη από την Ε.Ε. Γι’ αυτό το λόγο θεωρούν πως μια ενδιάμεση λύση, με χαμηλότερο κόστος από το πανευρωπαϊκό πλαφόν, θα ήταν η επιβολή πλαφόν στο φυσικό αέριο που καταναλώνει η ευρωπαϊκή βιομηχανία.


Όπως γράφουν και οι Financial Times, η βιομηχανία καλύπτει περίπου το 20% της ζήτησης φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Αν εφαρμοστεί ένα πλαφόν 70 ευρώ ανά μεγαβατώρα για το 70% της κατανάλωσης της βιομηχανίας, κατά το πρότυπο της Γερμανίας, τότε το συνολικό ύψος των κεφαλαίων που θα χρειαστούν σε επιδοτήσεις (σ.σ. ώστε η βιομηχανία να πληρώνει αυτό το χαμηλό κόστος αερίου) φτάνει τα 42 δισ. ευρώ. Ποσό πολύ χαμηλότερο από τα κεφάλαια (δάνεια, κλπ) που απαιτούνται για την επιβολή πανευρωπαϊκού πλαφόν. Αρκετές χώρες, όπως και η Ελλάδα, επιδοτούν ήδη το αέριο που καταναλώνει η βιομηχανία. Για τον Οκτώβριο, η επιδότηση στη χώρα μας φτάνει τα 40 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα.

Βέβαια, τα κράτη – μέλη που στηρίζουν την πρόταση για γενικό πλαφόν τονίζουν πως δεν θα υπάρχει δημοσιονομικό κόστος αφού θα έχει καθοριστεί μια τιμή (ή ένα εύρος τιμών) και όποιος θέλει να πωλήσει στην Ε.Ε. θα προσαρμόζεται σε αυτές τις προκαθορισμένες τιμές. Τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς και άλλων κρατών όπως η Ιταλία, η Πολωνία και το Βέλγιο δεν έχουν μέχρι στιγμής πείσει τη γερμανική πλευρά και κάποιες άλλες βόρειες χώρες. Οι τελευταίες θεωρούν πως το πλαφόν μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της κατανάλωσης όταν ήδη έχει αποφασιστεί μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου κατά 15%.


Η Επίτροπος Ενέργειας Κάντρι Σίμσον επαναλαμβάνει συνεχώς πως η Κομισιόν είναι έτοιμη να προτείνει πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, μοντέλο που ήδη εφαρμόζεται στην Ιβηρική Χερσόνησο. Όμως, τα κράτη – μέλη που αντιτίθενται δείχνουν τη σημαντική δημοσιονομική επιβάρυνση από ένα τέτοιο μέτρο.

Η κα Σίμσον έχει δηλώσει πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοιμάζει και παρεμβάσεις στον τρόπο υπολογισμού του δείκτη φυσικού αερίου στην Ευρώπη, του γνωστού TTF, με το επιχείρημα πως το σημερινό μοντέλο φουσκώνει τις τιμές προς όφελος των κερδοσκόπων. Για «σπέκουλα» είχε μιλήσει και ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας. Στο πακέτο εντάσσεται και η ταχύτερη ενεργοποίηση του μηχανισμού κοινών αγορών φυσικού αερίου στην Ε.Ε., καθώς και η επαναδιαπραγμάτευση συμβολαίων με «αξιόπιστους» προμηθευτές όπως η Νορβηγία, η Αλγερία και το Αζερμπαϊτζάν.


Όσο για τις αντιδράσεις που έχει προκαλέσει το γερμανικό πακέτο στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων ύψους 200 δισ. ευρώ, το Βερολίνο απαντά πως όσοι αντιδρούν ξεχνούν πως μια μεγάλη κρίση στη Γερμανία θα είχε σοβαρότατες συνέπειες και για την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, όπως αναφέρεται και στο κύριο άρθρο των Financial Times του περασμένου Σαββάτου «οι εταιρείες πρέπει να κερδίζουν μερίδιο αγοράς επειδή είναι καλύτερες σε αυτό που κάνουν, και όχι επειδή εδρεύουν σε μια πλούσια ή γενναιόδωρη χώρα». Προσθέτουν πως «ίσως δεν είναι καλή ιδέα» να στριμώχνεις με αυτόν τον τρόπο επιχειρήσεις χωρών που δεν διαθέτουν τα δημοσιονομικά περιθώρια να επιδοτήσουν τόσο γενναία τις δικές τους εταιρείες. Η γερμανική κυβέρνηση απαντά πως ήδη αρκετές χώρες της Ε.Ε. επιδοτούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά αρκετά γενναιόδωρα.