Ζητούνται 70 δισ. για τα «γερασμένα» σπίτια - Μέχρι το 2050 όλες οι πολυκατοικίες θα πρέπει να μετατραπούν σε κτίρια μηδενικών ρύπων
Έως το 2050 όλες οι πολυκατοικίες του κέντρου της Αθήνας και της χώρας θα πρέπει να μετατραπούν σε κτίρια μηδενικών ρύπων, σύμφωνα με απόφαση της Ε.Ε.
Σε κτίρια... µηδενικών εκποµπών ρύπων θα πρέπει να µετατραπούν έως το 2050 όλες οι πολυκατοικίες του κέντρου της Αθήνας και συνολικά της χώρας, µε βάση τις αποφάσεις που ελήφθησαν σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης πριν από µερικές ηµέρες.
Με τα σηµερινά δεδοµένα, το σχέδιο µοιάζει µεγαλεπήβολο, αν και όχι δύσκολα εφαρµόσιµο, καθώς αφορά εκατοντάδες χιλιάδες κτίρια, τα οποία µέχρι τότε θα µετρούν ακόµα κι έναν... αιώνα ζωής, δεδοµένου ότι πολλά από αυτά κατασκευάστηκαν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Εντούτοις, οι αποφάσεις είναι σαφείς και προβλέπουν ότι τα «γέρικα» κτίρια θα πρέπει σταδιακά να εφοδιαστούν µε τις τελευταίες τεχνολογικές καινοτοµίες, προκειµένου να συµµορφώνονται µε την οδηγία που έθεσε σε δηµόσια διαβούλευση τον ∆εκέµβριο του 2021 και ψήφισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις 25 Οκτωβρίου, η οδηγία αυτή υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο, καθώς υπήρξε συµφωνία σε επίπεδο κρατών-µελών και πλέον οδεύει προς συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προκειµένου να λάβει την τελική έγκριση, ώστε στη συνέχεια να αρχίσει να υιοθετείται από τις χώρες της Ε.Ε.
Πρόκειται, αναµφίβολα, για τη µεγαλύτερη παρέµβαση ενεργειακής µετάβασης που θα επιχειρηθεί, αν ληφθεί υπόψη ότι, µε βάση τα σχετικά στοιχεία, το 75% των υφιστάµενων κτιρίων της Ε.Ε. είναι χαµηλής ενεργειακής απόδοσης και απαιτούν εκτεταµένες εργασίες αναβάθµισης.
Η πρόταση είναι ιδιαίτερα σηµαντική, επειδή τα κτίρια αντιπροσωπεύουν το 40% της ενέργειας που καταναλώνεται και το 36% των άµεσων και έµµεσων εκποµπών αερίων θερµοκηπίου που σχετίζονται µε την ενέργεια στην Ε.Ε.
Εν τω µεταξύ, η ανάγκη για υλοποίηση παρεµβάσεων ενεργειακής αναβάθµισης στις υφιστάµενες κατοικίες θα ξεκινήσει πολύ πιο σύντοµα. Συγκεκριµένα, το 2033 είναι το πρώτο σηµαντικό χρονικό «ορόσηµο», καθώς µέχρι τότε θα πρέπει όλες οι κατοικίες να «ανέβουν» στην κατηγορία ∆ του ενεργειακού πιστοποιητικού. Αυτό σηµαίνει ότι θα πρέπει να γίνουν εκτεταµένες εργασίες µόνωσης των προσόψεων των κτιρίων, καθώς δεν αρκεί η αντικατάσταση των κουφωµάτων ή η χρήση κλιµατιστικών υψηλής απόδοσης και χαµηλής κατανάλωσης ενέργειας για να «πιάσει» κανείς το εν λόγω όριο. Στην πράξη, αυτό σηµαίνει ότι εντός των επόµενων 10 ετών θα πρέπει να έχουν αναβαθµιστεί ενεργειακά σχεδόν 1 εκατ. κτίρια, ήτοι το 30% του κτιριακού αποθέµατος της χώρας.
«Οδικός χάρτης»
Η ΠΟΜΙ∆Α έχει υπολογίσει ότι για την αναβάθµιση του υφιστάµενου κτιρίου αποθέµατος, ώστε να φτάσει στην κατηγορία Γ’ του ενεργειακού πιστοποιητικού, τα απαιτούµενα κεφάλαια αγγίζουν τα 30 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αυξάνεται σε πάνω από 70 δισ. ευρώ για να επιτευχθεί ο στόχος που έχει τεθεί σε επίπεδο Ε.Ε. για αναβάθµιση του συνόλου των κτιρίων έως το 2050, προκειµένου αυτά να θεωρούνται µηδενικών εκποµπών ρύπων. Συνολικά, στην Ε.Ε. το σχετικό κόστος (µε σηµερινές τιµές) υπολογίζεται ότι θα απαιτήσει κεφάλαια τουλάχιστον 1,5 τρισ. ευρώ.
Είναι, λοιπόν, σαφές ότι πρόκειται για µια τιτάνια προσπάθεια, η οποία στην περίπτωση της Ελλάδας καθίσταται ακόµα πιο δύσκολη, όχι µόνο εξαιτίας του σηµαντικά «γερασµένου» κτιριακού αποθέµατος, αλλά και λόγω του φαινοµένου της πολυϊδιοκτησίας, ιδίως στα κτίρια του κέντρου της Αθήνας, όπου και η οικονοµική άνεση αρκετών ιδιοκτητών δεν είναι και η καλύτερη δυνατή, µετά και τη µεσολάβηση διαδοχικών κρίσεων (οικονοµική, υγειονοµική και τώρα ενεργειακή). Το βέβαιο είναι ότι πλέον έχει αρχίσει να σχηµατίζεται ένας «οδικός χάρτης» µε τις επιχειρούµενες αλλαγές, µε συγκεκριµένους στόχους.
Αυτό που απουσιάζει είναι η εξειδίκευση των στόχων και ο τρόπος µε τον οποίο αυτοί θα επιτευχθούν σε κάθε κράτος-µέλος, ανάλογα και µε τις ανάγκες του, όπως επίσης και το τι θα γίνει σε περίπτωση που δεν υπάρξει η απαιτούµενη συµµόρφωση. Τι θα γίνει, δηλαδή, αν κάποια ακίνητα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της κοινοτικής οδηγίας και αργότερα του εθνικού νόµου που θα ψηφιστεί υιοθετώντας την οδηγία αυτή; Στο πρόσφατο παρελθόν υπήρξε η έκδηλη ανησυχία ότι τα ακίνητα αυτά θα τεθούν εκτός αγοράς, δηλαδή δεν θα µπορούν να αποτελέσουν αντικείµενο εµπορικής εκµετάλλευσης, είτε πώλησης είτε ενοικίασης. Ωστόσο, επί του παρόντος, ένα τέτοιο ενδεχόµενο δείχνει... αποµακρυσµένο.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 5/11
Με τα σηµερινά δεδοµένα, το σχέδιο µοιάζει µεγαλεπήβολο, αν και όχι δύσκολα εφαρµόσιµο, καθώς αφορά εκατοντάδες χιλιάδες κτίρια, τα οποία µέχρι τότε θα µετρούν ακόµα κι έναν... αιώνα ζωής, δεδοµένου ότι πολλά από αυτά κατασκευάστηκαν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Εντούτοις, οι αποφάσεις είναι σαφείς και προβλέπουν ότι τα «γέρικα» κτίρια θα πρέπει σταδιακά να εφοδιαστούν µε τις τελευταίες τεχνολογικές καινοτοµίες, προκειµένου να συµµορφώνονται µε την οδηγία που έθεσε σε δηµόσια διαβούλευση τον ∆εκέµβριο του 2021 και ψήφισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις 25 Οκτωβρίου, η οδηγία αυτή υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο, καθώς υπήρξε συµφωνία σε επίπεδο κρατών-µελών και πλέον οδεύει προς συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προκειµένου να λάβει την τελική έγκριση, ώστε στη συνέχεια να αρχίσει να υιοθετείται από τις χώρες της Ε.Ε.
Πρόκειται, αναµφίβολα, για τη µεγαλύτερη παρέµβαση ενεργειακής µετάβασης που θα επιχειρηθεί, αν ληφθεί υπόψη ότι, µε βάση τα σχετικά στοιχεία, το 75% των υφιστάµενων κτιρίων της Ε.Ε. είναι χαµηλής ενεργειακής απόδοσης και απαιτούν εκτεταµένες εργασίες αναβάθµισης.
Η πρόταση είναι ιδιαίτερα σηµαντική, επειδή τα κτίρια αντιπροσωπεύουν το 40% της ενέργειας που καταναλώνεται και το 36% των άµεσων και έµµεσων εκποµπών αερίων θερµοκηπίου που σχετίζονται µε την ενέργεια στην Ε.Ε.
Εν τω µεταξύ, η ανάγκη για υλοποίηση παρεµβάσεων ενεργειακής αναβάθµισης στις υφιστάµενες κατοικίες θα ξεκινήσει πολύ πιο σύντοµα. Συγκεκριµένα, το 2033 είναι το πρώτο σηµαντικό χρονικό «ορόσηµο», καθώς µέχρι τότε θα πρέπει όλες οι κατοικίες να «ανέβουν» στην κατηγορία ∆ του ενεργειακού πιστοποιητικού. Αυτό σηµαίνει ότι θα πρέπει να γίνουν εκτεταµένες εργασίες µόνωσης των προσόψεων των κτιρίων, καθώς δεν αρκεί η αντικατάσταση των κουφωµάτων ή η χρήση κλιµατιστικών υψηλής απόδοσης και χαµηλής κατανάλωσης ενέργειας για να «πιάσει» κανείς το εν λόγω όριο. Στην πράξη, αυτό σηµαίνει ότι εντός των επόµενων 10 ετών θα πρέπει να έχουν αναβαθµιστεί ενεργειακά σχεδόν 1 εκατ. κτίρια, ήτοι το 30% του κτιριακού αποθέµατος της χώρας.
«Οδικός χάρτης»
Η ΠΟΜΙ∆Α έχει υπολογίσει ότι για την αναβάθµιση του υφιστάµενου κτιρίου αποθέµατος, ώστε να φτάσει στην κατηγορία Γ’ του ενεργειακού πιστοποιητικού, τα απαιτούµενα κεφάλαια αγγίζουν τα 30 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αυξάνεται σε πάνω από 70 δισ. ευρώ για να επιτευχθεί ο στόχος που έχει τεθεί σε επίπεδο Ε.Ε. για αναβάθµιση του συνόλου των κτιρίων έως το 2050, προκειµένου αυτά να θεωρούνται µηδενικών εκποµπών ρύπων. Συνολικά, στην Ε.Ε. το σχετικό κόστος (µε σηµερινές τιµές) υπολογίζεται ότι θα απαιτήσει κεφάλαια τουλάχιστον 1,5 τρισ. ευρώ. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι πρόκειται για µια τιτάνια προσπάθεια, η οποία στην περίπτωση της Ελλάδας καθίσταται ακόµα πιο δύσκολη, όχι µόνο εξαιτίας του σηµαντικά «γερασµένου» κτιριακού αποθέµατος, αλλά και λόγω του φαινοµένου της πολυϊδιοκτησίας, ιδίως στα κτίρια του κέντρου της Αθήνας, όπου και η οικονοµική άνεση αρκετών ιδιοκτητών δεν είναι και η καλύτερη δυνατή, µετά και τη µεσολάβηση διαδοχικών κρίσεων (οικονοµική, υγειονοµική και τώρα ενεργειακή). Το βέβαιο είναι ότι πλέον έχει αρχίσει να σχηµατίζεται ένας «οδικός χάρτης» µε τις επιχειρούµενες αλλαγές, µε συγκεκριµένους στόχους.
Αυτό που απουσιάζει είναι η εξειδίκευση των στόχων και ο τρόπος µε τον οποίο αυτοί θα επιτευχθούν σε κάθε κράτος-µέλος, ανάλογα και µε τις ανάγκες του, όπως επίσης και το τι θα γίνει σε περίπτωση που δεν υπάρξει η απαιτούµενη συµµόρφωση. Τι θα γίνει, δηλαδή, αν κάποια ακίνητα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της κοινοτικής οδηγίας και αργότερα του εθνικού νόµου που θα ψηφιστεί υιοθετώντας την οδηγία αυτή; Στο πρόσφατο παρελθόν υπήρξε η έκδηλη ανησυχία ότι τα ακίνητα αυτά θα τεθούν εκτός αγοράς, δηλαδή δεν θα µπορούν να αποτελέσουν αντικείµενο εµπορικής εκµετάλλευσης, είτε πώλησης είτε ενοικίασης. Ωστόσο, επί του παρόντος, ένα τέτοιο ενδεχόµενο δείχνει... αποµακρυσµένο.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 5/11