Τράπεζες: Κάμψη της ζήτησης για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια
«Τριγμούς» στη ζήτηση δανείων λιανικής τραπεζικής διαπιστώνουν οι Έλληνες τραπεζίτες, κοιτάζοντας αναλυτικότερα τα δάνεια ιδιωτών, παρά το γεγονός ότι ακόμη καταγράφεται θετικός ρυθμός χρηματοδοτήσεων. Τα μόνα σημάδια των επιπτώσεων από την άνοδο των επιτοκίων είναι ορατά σε συγκεκριμένες κατηγορίες δανείων, όπως τα στεγαστικά και σε δεύτερη φάση, τα καταναλωτικά (αν και κατά περίπτωση- με ή χωρίς εξασφαλίσεις, η κατάσταση μπορεί να είναι διαφορετική).
Η μειωμένη ζήτηση στα στεγαστικά δάνεια που καταγράφει ρυθμούς της τάξεως του 10 – 15%, τουλάχιστον όπως αποτυπώθηκε στο εννεάμηνο 2022 είχε ως αποτέλεσμα να αναθεωρηθούν καθοδικά οι αρχικοί στόχοι για το σύνολο του 2022 που έβλεπαν εκτόξευση των νέων δανείων στα στεγαστικά.
Το ανοδικό περιβάλλον στα επιτόκια που ξεκίνησε τον Ιούνιο πέρυσι και ακόμη συνεχίζει στην ίδια κατεύθυνση – νέα αύξηση επιτοκίων ανακοινώνει η ΕΚΤ στη συνεδρίαση της Πέμπτης – επηρέασε τη ζήτηση στα στεγαστικά και έκανε τα καταναλωτικά δάνεια, μη ελκυστικά. Αυτό έγινε ορατό κυρίως προς το τέλος του 2022 όπου το αποτύπωμα των αυξήσεων στα κυμαινόμενα αλλά και στα νέα σταθερά, ήταν πιο έντονο από ότι στα πρώτα στάδια των αυξήσεων.
Παρά την εικόνα της μειωμένης ζήτησης, τα συνολικά υπόλοιπα των δανείων έχουν θετικό πρόσημο και αυτό θα συνεχίσει να συμβάλλει θετικά στη διεύρυνση των καθαρών εσόδων από τόκους. Μάλιστα, στα δάνεια επιχειρηματικής πίστης καθώς και στων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι ρυθμοί που καταγράφουν οι ελληνικές τράπεζες είναι σημαντικά υψηλοί.
Ένα από τα βασικά ερωτήματα των ξένων επενδυτών σε ότι αφορά τα fundamentals των ελληνικών τραπεζών, είναι αυτό ακριβώς: σε ποιο ποσοστό θα διαμορφωθούν τα καθαρά έσοδα από τόκους, αλλά και το επιτοκιακό περιθώριο. Και αντίστοιχα, σε τι ποσοστό προβλέπεται να φθάσει το κόστος που θα πληρώσουν οι ίδιες οι τράπεζες από την εναρμόνιση των επιτοκίων στις καταθέσεις και πώς από την άλλη πλευρά, θα περιορισθεί το κόστος ρίσκου.
Η «φωτεινή» εξαίρεση της Ελλάδος στην ευρωζώνη
Ενώ το retail προκαλεί λόγω στεγαστικών έναν σχετικό προβληματισμό, το corporate «δίνει φτερά» στις τράπεζες της χώρας, που ούτε λίγο ούτε πολύ αποτελούν «φωτεινή» εξαίρεση μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών. Με τη συμβολή του Ταμείου Ανάπτυξης, αλλά και λόγω ισχυρής ζήτησης κεφαλαίων για επενδυτικά σχέδια – καθώς και για γραμμές πίστωσης – τα δάνεια προς επιχειρήσεις , μικρές και μεγάλες, έχουν μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης.
Η ζήτηση, όπως εκτιμούν οι τραπεζίτες, θα συνεχίσει παρά τη διεθνή συγκυρία , να κινείται σταθερά το τρέχον έτος και πιθανότατα- στα ίδια επίπεδα- και το 2024. Και σε κάθε περίπτωση, οι τράπεζες της χώρας έχουν καθαρή πιστωτική επέκταση 8,5 δισ. ευρώ (αυξημένη κατά 12,5% στο τέλος του 2022)..
Στο μεταξύ, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τον δανεισμό στην ευρωζώνη (Ιανουάριος 2023) προκύπτει ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες προχώρησαν σε αυστηροποίηση των κριτηρίων δανεισμού τους, εφαρμόζοντας πιο σφικτή πολιτική αναφορικά με τη χορήγηση δανείων, είτε για νέα δάνεια, είτε για τις λεγόμενες γραμμές πίστωσης. Μάλιστα στην έρευνα της ΕΚΤ για τις τραπεζικές χορηγήσεις, γίνεται αναφορά σε ένα καθαρό ποσοστό της τάξεως του 26% των τραπεζών στην ευρωζώνη που έχουν υιοθετήσει πιο σφικτά κριτήρια δανειοδότησης.
Είναι δε εντυπωσιακό, συνεχίζει η ίδια έρευνα, ότι αν το δει κανείς από μια ιστορική ματιά, το σφίξιμο στα κριτήρια πιστοδοτήσεων είναι το μεγαλύτερο που έχει αναφερθεί από την κρίση χρέους στην ευρωζώνη το 2011. Ειδικότερα, έχουν αυστηροποιηθεί τα κριτήρια για τα στεγαστικά δάνεια , για τα καταναλωτικά δάνεια και για οιεσδήποτε άλλες ανάγκες των νοικοκυριών (σε ποσοστό 21% και 17% αντίστοιχα).
Η πολιτική αυτή δεν αφήνει ανεπηρέαστες τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Η αίσθηση του υψηλότερου ρίσκου που σχετίζεται με το οικονομικό περιβάλλον και τη συνεχιζόμενη κατάσταση, σε συνδυασμό με την φθίνουσα ανοχή ρίσκου εκ μέρους των ευρωπαϊκών τραπεζών, οδηγεί αναπόφευκτα σε πιο σφικτά/αυστηρά κριτήρια δανειοδότησης και στα επιχειρηματικά δάνεια. Και μάλιστα, οι ευρωπαϊκές τράπεζες φαίνεται να σχεδιάζουν και νέα φάση σύσφιξης πιστοδοτικών κριτηρίων.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΚΤ, που δημοσιεύθηκε χθες, μειωμένη είναι και η ζήτηση των εταιρειών, τόσο για νέα δάνεια, όσο και για γραμμές πίστωσης (κάτι που δεν ισχύει για την ελληνική αγορά).
Στο Ευρωσύστημα, η πτώση της ζήτησης για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια ήταν ιδιαίτερα ισχυρή (στα στεγαστικά η μεγαλύτερη που έχει αναφερθεί) και αυτό οφείλεται στην άνοδο των επιτοκίων , στη χαμηλότερη εμπιστοσύνη των καταναλωτών και την επιδείνωση της αγοράς κατοικίας.
Η μειωμένη ζήτηση στα στεγαστικά δάνεια που καταγράφει ρυθμούς της τάξεως του 10 – 15%, τουλάχιστον όπως αποτυπώθηκε στο εννεάμηνο 2022 είχε ως αποτέλεσμα να αναθεωρηθούν καθοδικά οι αρχικοί στόχοι για το σύνολο του 2022 που έβλεπαν εκτόξευση των νέων δανείων στα στεγαστικά.
Το ανοδικό περιβάλλον στα επιτόκια που ξεκίνησε τον Ιούνιο πέρυσι και ακόμη συνεχίζει στην ίδια κατεύθυνση – νέα αύξηση επιτοκίων ανακοινώνει η ΕΚΤ στη συνεδρίαση της Πέμπτης – επηρέασε τη ζήτηση στα στεγαστικά και έκανε τα καταναλωτικά δάνεια, μη ελκυστικά. Αυτό έγινε ορατό κυρίως προς το τέλος του 2022 όπου το αποτύπωμα των αυξήσεων στα κυμαινόμενα αλλά και στα νέα σταθερά, ήταν πιο έντονο από ότι στα πρώτα στάδια των αυξήσεων.
Παρά την εικόνα της μειωμένης ζήτησης, τα συνολικά υπόλοιπα των δανείων έχουν θετικό πρόσημο και αυτό θα συνεχίσει να συμβάλλει θετικά στη διεύρυνση των καθαρών εσόδων από τόκους. Μάλιστα, στα δάνεια επιχειρηματικής πίστης καθώς και στων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι ρυθμοί που καταγράφουν οι ελληνικές τράπεζες είναι σημαντικά υψηλοί.
Ένα από τα βασικά ερωτήματα των ξένων επενδυτών σε ότι αφορά τα fundamentals των ελληνικών τραπεζών, είναι αυτό ακριβώς: σε ποιο ποσοστό θα διαμορφωθούν τα καθαρά έσοδα από τόκους, αλλά και το επιτοκιακό περιθώριο. Και αντίστοιχα, σε τι ποσοστό προβλέπεται να φθάσει το κόστος που θα πληρώσουν οι ίδιες οι τράπεζες από την εναρμόνιση των επιτοκίων στις καταθέσεις και πώς από την άλλη πλευρά, θα περιορισθεί το κόστος ρίσκου.
Η «φωτεινή» εξαίρεση της Ελλάδος στην ευρωζώνη
Ενώ το retail προκαλεί λόγω στεγαστικών έναν σχετικό προβληματισμό, το corporate «δίνει φτερά» στις τράπεζες της χώρας, που ούτε λίγο ούτε πολύ αποτελούν «φωτεινή» εξαίρεση μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών. Με τη συμβολή του Ταμείου Ανάπτυξης, αλλά και λόγω ισχυρής ζήτησης κεφαλαίων για επενδυτικά σχέδια – καθώς και για γραμμές πίστωσης – τα δάνεια προς επιχειρήσεις , μικρές και μεγάλες, έχουν μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης.
Η ζήτηση, όπως εκτιμούν οι τραπεζίτες, θα συνεχίσει παρά τη διεθνή συγκυρία , να κινείται σταθερά το τρέχον έτος και πιθανότατα- στα ίδια επίπεδα- και το 2024. Και σε κάθε περίπτωση, οι τράπεζες της χώρας έχουν καθαρή πιστωτική επέκταση 8,5 δισ. ευρώ (αυξημένη κατά 12,5% στο τέλος του 2022)..
Στο μεταξύ, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τον δανεισμό στην ευρωζώνη (Ιανουάριος 2023) προκύπτει ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες προχώρησαν σε αυστηροποίηση των κριτηρίων δανεισμού τους, εφαρμόζοντας πιο σφικτή πολιτική αναφορικά με τη χορήγηση δανείων, είτε για νέα δάνεια, είτε για τις λεγόμενες γραμμές πίστωσης. Μάλιστα στην έρευνα της ΕΚΤ για τις τραπεζικές χορηγήσεις, γίνεται αναφορά σε ένα καθαρό ποσοστό της τάξεως του 26% των τραπεζών στην ευρωζώνη που έχουν υιοθετήσει πιο σφικτά κριτήρια δανειοδότησης.
Είναι δε εντυπωσιακό, συνεχίζει η ίδια έρευνα, ότι αν το δει κανείς από μια ιστορική ματιά, το σφίξιμο στα κριτήρια πιστοδοτήσεων είναι το μεγαλύτερο που έχει αναφερθεί από την κρίση χρέους στην ευρωζώνη το 2011. Ειδικότερα, έχουν αυστηροποιηθεί τα κριτήρια για τα στεγαστικά δάνεια , για τα καταναλωτικά δάνεια και για οιεσδήποτε άλλες ανάγκες των νοικοκυριών (σε ποσοστό 21% και 17% αντίστοιχα).
Η πολιτική αυτή δεν αφήνει ανεπηρέαστες τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Η αίσθηση του υψηλότερου ρίσκου που σχετίζεται με το οικονομικό περιβάλλον και τη συνεχιζόμενη κατάσταση, σε συνδυασμό με την φθίνουσα ανοχή ρίσκου εκ μέρους των ευρωπαϊκών τραπεζών, οδηγεί αναπόφευκτα σε πιο σφικτά/αυστηρά κριτήρια δανειοδότησης και στα επιχειρηματικά δάνεια. Και μάλιστα, οι ευρωπαϊκές τράπεζες φαίνεται να σχεδιάζουν και νέα φάση σύσφιξης πιστοδοτικών κριτηρίων.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΚΤ, που δημοσιεύθηκε χθες, μειωμένη είναι και η ζήτηση των εταιρειών, τόσο για νέα δάνεια, όσο και για γραμμές πίστωσης (κάτι που δεν ισχύει για την ελληνική αγορά).
Στο Ευρωσύστημα, η πτώση της ζήτησης για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια ήταν ιδιαίτερα ισχυρή (στα στεγαστικά η μεγαλύτερη που έχει αναφερθεί) και αυτό οφείλεται στην άνοδο των επιτοκίων , στη χαμηλότερη εμπιστοσύνη των καταναλωτών και την επιδείνωση της αγοράς κατοικίας.