Το ελληνικό γιαούρτι μετά από χρόνια ανοδικής πορείας τόσο στην εγχώρια όσο και στην διεθνή αγορά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα. Το πάγωμα των προσφορών σε συνδυασμό με την αύξηση της τιμής του προϊόντος μείωσε την εγχώρια κατανάλωση και έστρεψε τους καταναλωτές σε πιο οικονομικές λύσεις όπως είναι τα προϊόντα private label. Παράλληλα οι εξαγωγές συνέχισαν την ανοδική τους πορεία κάνοντας στο τέλος του 2022 την πρώτη μεγάλη ανατροπή, ενώ την ίδια ώρα οι γαλακτοβιομηχανίες, μετά από δεκαετίες, προχώρησαν σε μία ανορθόδοξη κίνηση για την συγκράτηση των τιμών.

Οι εξαγωγές ξεπέρασαν την εσωτερική αγορά
Το 2022 ήταν μία χρονιά έντονης πτωτικής πορείας στην εγχώρια κατανάλωση γιαουρτιού. Σύμφωνα με στοιχεία έως τον Νοέμβριο η πτώση σε όγκο άγγιξε το 7% ενώ σε αξία οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 3,4% εξαιτίας των πληθωριστικών ανατιμήσεων. Η μείωση αυτή οδήγησε σε μία σημαντική ανατροπή καθώς εκτιμάται ότι για πρώτη φορά, το 2022, το παραγόμενο στην Ελλάδα γιαούρτι κατευθύνθηκε σε μεγαλύτερο ποσοστό στο εξωτερικό από ό,τι στην ελληνική αγορά.


Αξίζει να αναφερθεί ότι το 2012 το ποσοστό της ελληνικής παραγωγής γιαουρτιού που εξάγονταν ήταν 25,1% ενώ πρόπερσι, το 2021, το ποσοστό αυτό σκαρφάλωσε στο 46,4%. Οι παραπάνω συνθήκες – μείωση εγχώριας κατανάλωσης – σε συνδυασμό με τις εκτιμήσεις εξαγωγών των μεγάλων εταιρειών δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στο να αμφισβητηθεί η εκτίμηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κρι – Κρι, η οποία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός γιαουρτιού στην Ελλάδα και ηγείται στον τομέα των εξαγωγών σε γιαούρτι private label, αναμένει το 2022 τη μεγαλύτερη αύξηση εξαγωγών σε απόλυτα νούμερα στην ιστορία της. Συγκεκριμένα από 62 εκατ. ευρώ το 2021 εκτιμάται ότι οι εξαγωγές διαμορφώθηκαν σε 81 εκατ. ευρώ πέρυσι, πλησιάζοντας τον μισό τζίρο της εταιρείας (έχει γίνει εκτίμηση για τζίρο 165 εκατ. ευρώ). Θα πρέπει να διευκρινιστεί για την αποφυγή παρεξηγήσεων ότι οι εξαγωγές αφορούν τόσο σε γιαούρτι όσο και σε παγωτό, όμως οι εξαγωγές του γιαουρτιού είναι πολλαπλάσιες, ήδη στο 9μηνο του 2022 είχαν διαμορφωθεί σε 54 εκατ. ευρώ από 41,6 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2021.


Παράλληλα περαιτέρω βελτίωση της σχέσης εξαγωγών / εγχώριων πωλήσεων φέρεται να πέτυχαν και οι άλλοι μεγάλοι Έλληνες παραγωγοί με ΦΑΓΕ και Όλυμπο να έχουν υπερβεί ήδη εδώ και χρόνια το 50% σε εξαγωγές ενώ δυναμικές κινήσεις γίνονται και από ΔΕΛΤΑ, ΜΕΒΓΑΛ, Δωδώνη και Κολιό.


Από τα 200 στα 170 γραμμάρια
Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι έως και τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 οι ατομικές συσκευασίες γιαουρτιού – την εποχή που τις λέγαμε ακόμη κεσέδες – ήταν στα 250 γραμμάρια. Ήταν η εποχή που ΦΑΓΕ – απόλυτος κυρίαρχος της αγοράς τότε – ενδυνάμωνε το εξαγωγικό της κομμάτι και σε μία λογική εναρμόνισης με τις συσκευασίες που κυκλοφορούσαν στο εξωτερικό προχώρησε στην μείωση της συσκευασίας στα 200 γραμμάρια. Με το συγκεκριμένο μέγεθος πορεύθηκε η αγορά για σχεδόν τριάντα χρόνια.

Τους τελευταίους μήνες, αθόρυβα, αρκετές γαλακτοβιομηχανίες, ξεκινώντας από όχι και τόσο ταχυκίνητους κωδικούς, προχώρησαν σε μείωση των ατομικών συσκευασιών από τα 200 στα 170 γραμμάρια. Ειδικά όταν τα προϊόντα βρίσκονται εντός πολυσυσκευασίας η διαφορά δεν είναι εύκολα ορατή από τους καταναλωτές. Αντίστοιχα στις συσκευασίες του κιλού, εταιρείες έχουν προχωρήσει σε μειώσεις της τάξης των 100 ή 200 γραμμαρίων πέφτοντας δηλαδή στα 900 ή 800 γραμμάρια. Μέχρι στιγμής οι παραπάνω μειώσεις αφορούν σχετικά μικρό αριθμό κωδικών στο λευκό γιαούρτι δεν αποκλείεται όμως – όπως έχει γίνει σε άλλες κατηγορίες – να ακολουθήσουν και άλλες «σμικρύνσεις» εάν οι μετρήσεις δείξουν ότι δεν επηρεάζονται οι πωλήσεις από τις αλλαγές.


Η ανατροπή από τα private label
Ήδη όπως είχε γράψει το powergame.gr πριν μερικές εβδομάδες τα private label, δηλαδή τα προϊόντα με το σήμα του σούπερ μάρκετ, είχαν πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής (0,9%) τον πρώτο επώνυμο παίκτη, δηλαδή τη ΦΑΓΕ, σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις σε όγκους στο δεκάμηνο του 2022. Η φετινή χρονιά εκτιμάται ότι ξεκινάει με τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας να βρίσκονται για πρώτη φορά στην ιστορία της κατηγορίας στη θέση του οδηγού.

Τόσο το «καλάθι του νοικοκυριού» όπου τα γιαούρτια είναι σχεδόν αποκλειστικά private label όσο και οι συνεχιζόμενες υψηλές τιμές του προϊόντος (σ.σ. γιαούρτι, φρέσκο γάλα, αυγά και έλαια είναι οι κατηγορίες με τις μεγαλύτερες ανατιμήσεις τον τελευταίο χρόνο) ρίχνουν νερό στον μύλο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Εάν μάλιστα υπολογιστεί ότι στις μετρήσεις που πραγματοποιούν οι εταιρείες δεν συμμετέχει η Lidl όπου τα προϊόντα private label έχουν σημαντικό μερίδιο, η ανατροπή θεωρείται δεδομένη.