Παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις οικονομολόγων πριν από κάποιο διάστημα για επιστροφή της κρίσης χρέους της ευρωζώνης λόγω της αύξησης των χρεών στη διάρκεια της πανδημίας, το χρέος στις χώρες του ευρώ μειώνεται ως αποτέλεσμα της δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης, με την Ελλάδα να ξεχωρίζει θετικά, επισημαίνει η Handelsblatt.

«Κατά την περίοδο της πανδημίας, το χρέος στην Ελλάδα έφτασε κάποια στιγμή σε ποσοστό άνω του 200% επί του ΑΕΠ. Όμως, οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί σημαντικά […] με τα δημόσια οικονομικά της χώρας να βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση απ' ό,τι πριν από την πανδημία», σημειώνει η γερμανική οικονομική εφημερίδα.

«Στη μείωση του δείκτη χρέους συμβάλλει και η απότομη αύξηση του πληθωρισμού, καθώς έτσι η αξία του ονομαστικού ΑΕΠ αυξάνεται, με αποτέλεσμα το χρέος να αντιπροσωπεύει αυτομάτως μικρότερο ποσοστό του. Επιπλέον, το κράτος εισπράττει περισσότερους φόρους με την αύξηση των τιμών στα αγαθά και τις υπηρεσίες», επισημαίνεται ακόμη στο δημοσίευμα, ενώ προστίθεται ότι «η οικονομία αναπτύχθηκε περισσότερο από 5% στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία, επειδή ο τουρισμός ανέκαμψε γρήγορα μετά την πανδημία».

Περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους την επόμενη διετία

Όπως σημειώνει ο αρθρογράφος Κάρστεν Φόλκερι, για την επόμενη διετία «προβλέπεται πως τα επίπεδα χρέους θα συνεχίσουν να μειώνονται. Ωστόσο, ο ρυθμός θα επιβραδυνθεί», καθώς ο πληθωρισμός θα επηρεάσει τις κοινωνικές παροχές και κατ' επέκταση θα προκαλέσει αύξηση στις κρατικές δαπάνες.

Η Handelsblatt αναφέρει ακόμη πως κατά το επόμενο έτος η Ελλάδα αναμένεται να δημιουργήσει πλεόνασμα στον πρωτογενή προϋπολογισμό της, όπως συνέβη με την Πορτογαλία το 2022. «Ως εκ τούτου, ο οίκος αξιολόγησης Fitch αναβάθμισε πρόσφατα την πιστοληπτική ικανότητα των δύο χωρών που βρίσκονταν άλλοτε σε κρίση», σημειώνεται.

Ακόμη, ζωτικής σημασίας είναι και τα κονδύλια από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς «κατευθύνονται κυρίως προς τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου και γι' αυτές αποτελούν οικονομική ένεση εκτός του εθνικού προϋπολογισμού. […] Ταυτοχρόνως, πρόκειται και για ένα ισχυρό κίνητρο προς τις κυβερνήσεις να παραμείνουν πειθαρχημένες δημοσιονομικά, καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύουν να χάσουν τα κονδύλια». Η αύξηση των βασικών επιτοκίων από την ΕΚΤ δεν φαντάζει επίσης απειλητική: «Λόγω της μακράς διάρκειας των ευρωπαϊκών ομολόγων, τα υψηλότερα επιτόκια θα επιβαρύνουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς μόνο σε δύο ή τρία χρόνια», καταλήγει η οικονομική εφημερίδα.