Ποιος διαχειρίζεται το ρωσικό αργό από τότε που οι μεγαλύτεροι διαχειριστές εμπορευμάτων του πλανήτη (όπως η Vitol και η Trafigura) έκοψαν τους δεσμούς τους με τη Μόσχα; Στο ερώτημα απάντησε το πρακτορείο Bloomberg, συλλέγοντας στοιχεία από τα ρωσικά τελωνεία για τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες του 2022. Αυτά έδειξαν πως συνολικά έξι… εταιρείες, με έδρα στο Χονγκ Κονγκ και το Ντουμπάι, εμπορεύτηκαν περί τα 1,4 εκατ. δολάρια ρωσικού αργού ημερησίως, εκείνο το διάστημα.

Πρόκειται για τους νέους «βασιλιάδες» που ενθρονίστηκαν στη σκιά των κυρώσεων της Δύσης με στόχο το ρωσικό πετρέλαιο. Και οι συγκεκριμένες ποσότητες που εμπορεύονται είναι αρκετές για να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες της Βρετανίας ή της Ιταλίας και πάντως περισσότερες από εκείνες, που θα διαχειρίζονταν οι μεγάλοι commodity traders πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπως αναφέρει το πρακτορείο.


Πρόκειται για τις Nord Axis Ltd. (521.000 βαρέλια ημερησίως), Tejarinaft FZCO (244.000 βαρέλια), QR Trading DMCC (199.000), Concept Oil Services Ltd. (152.000), Bellatrix Energy Ltd. (151.000) και Coral Energy DMCC (121.000 βαρέλια).


Η μεγαλύτερη εξ αυτών είναι η Nord Axis Ltd., που αγόρασε αυτές τις ποσότητες μέσα στο Δεκέμβριο από την Rosneft. Η Nord Axis, μία εταιρεία με έδρα στο Χονγκ Κονγκ ήταν παγκοσμίως άγνωστη στην πετρελαϊκή αγορά ως τον Ιούλιο, οπότε και αγόρασε το μερίδιο που κατείχε η Trafigura στο πρότζεκτ της Rosneft, Vostok Oil. Σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg, η εταιρεία δεν διαθέτει ιστοσελίδα, ούτε ήταν δυνατή η επικοινωνία μαζί της.


Άλλη εταιρεία, η Tejarinaft FZCO με έδρα το Ντουμπάι, αγόρασε 244.000 βαρέλια από τη Rosneft το Δεκέμβριο. Τηλεφωνική επικοινωνία στην εταιρεία απαντήθηκε από ρεσεψιονίστ, που δεν προώθησε την κλήση, ενώ μήνυμα από τη δημοσιογραφική ομάδα του Bloomberg στο εταιρικό email… γύρισε πίσω.

Στο παρελθόν και για πολλά χρόνια, οι μεγαλύτεροι commodity traders συναγωνίζονταν για την πρόσβαση στο ρωσικό πετρέλαιο. Η Trafigura, στην ακμή της συνεργασίας της, διαχειριζόταν περί τα 850.000 βαρέλια ημερησίως, όπως τουλάχιστον είχε αναφέρει πέρυσι ο διευθύνων σύμβουλός της, Τζέρεμι Γουέιρ.


Πάντως το Bloomberg διευκρινίζει πως τα στοιχεία που προέρχονται από τις τελωνειακές υπηρεσίες δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τα πρόσωπα και τις νομικές οντότητες που διαχειρίζονται πραγματικά τα φορτία του ρωσικού αργού ή καρπώνονται τα κέρδη. Επίσης δεν είναι σαφές με ποιους τρόπους οι έξι traders χρηματοδότησαν τις μεταφορές, που αποτιμώνται σε περισσότερα από 2 δισ. δολάρια για τον Δεκέμβριο.

Παράλληλα, ειδικοί που μιλούν στο Politico, όπως ο Σαάντ Ραχίμ, επικεφαλής οικονομολόγος στην Trafigura, αναφέρει πως «από τότε που ξεκίνησαν οι κυρώσεις, οι τόνοι αργού πετρελαίου που εξαγάγει η Ρωσία έχει παραμείνει περίπου στα ίδια επίπεδα». Για τον ίδιο, «είναι πιθανό το ρωσικό αργό να πωλείται στην ΕΕ και τη Δύση μέσω μεσαζόντων».

Κάποιες από τις παραπάνω έξι εταιρείες προϋπήρχαν του πολέμου, όπως η Concept Oil Services Ltd. από το Χονγκ Κονγκ, η οποία ξεκίνησε το 2003 να εμπορεύεται πετρέλαιο στη Ρωσία, την Ευρώπη, και τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Πάντως το Bloomberg δεν μπόρεσε να εντοπίσει την ιστοσελίδα της ή να επικοινωνήσει με τον Λετονό Μίκαελ Ζέλινγκμανς, τον φερόμενο ιδρυτή της.

Με τον ίδιο τρόπο, η Coral Energy DMCC, η οποία αγόρασε 121.000 βαρέλια την ημέρα το Δεκέμβριο από την Surgutneftegas, είχε ξεκινήσει πριν από μία δεκαετία στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου ως καύσιμο, με ιδιοκτήτη τον Ταχίρ Γκαράγεφ. Ο οικονομικός διευθυντής της Αχμέντ Καρίμοφ υποστήριξε πάντως ότι η εταιρεία σταμάτησε να διαχειρίζεται ρωσικό πετρέλαιο από την 1η Ιανουαρίου.

Από την άλλη, το Bloomberg έστειλε email στην QR Trading DMCC με έδρα στο Ντουμπάι, το οποίο έμεινε αναπάντητο, ενώ κανείς δεν ήταν διαθέσιμος όταν δημοσιογράφοι επισκέφθηκαν τα γραφεία της εταιρείας την προπερασμένη εβδομάδα.

Αλλά και η Bellatrix Energy Ltd., μία εταιρεία του Χονγκ Κονγκ με ιδιοκτήτη τον Αζέρο Μπιλάλ Αλίγεφ, η οποία αγόραζε καθημερινά 151.000 βαρέλια τον Δεκέμβριο από αρκετές ρωσικές εταιρείες, ήταν εντελώς άγνωστη στην πετρελαϊκή αγορά πριν τον πόλεμο. Το Δεκέμβριο του 2022, έλαβε δανειακές διευκολύνσεις από ρωσικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων η Russian Agricultural Bank και η Russian Regional Development Bank, που ανήκει στη Rosneft.