Επιβεβαιώνοντας το ρεπορτάζ του powergame.gr, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, δήλωσε η ΤτΕ εκτιμά ότι το 2022 το πρωτογενές έλλειμμα σχεδόν θα μηδενιστεί, ενώ από το βήμα της ετήσιας γενικής συνέλευσης των μετόχων προχώρησε σε συστάσεις και προτροπές στη νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επικείμενες εκλογές για συνέχιση και εντατικοποίηση των μεταρρυθμίσεων, παράλληλα με σύσφιγξη δημοσιονομικής πολιτικής με πρωτογενή πλεονάσματα.

«Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το πρωτογενές έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ για το 2022 εκτιμάται ότι σχεδόν θα μηδενιστεί. Επομένως, θα είναι σημαντικά καλύτερο του αναμενόμενου παρά τις αντίξοες συνθήκες, ενισχύοντας τη δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας», δήλωσε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε πως «η Ελλάδα κατάφερε τη διετία 2021-22 να επιτύχει μία από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές προσαρμογές στην Ευρώπη και να καταγράψει σωρευτικά τη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους, το οποίο επέστρεψε σε επίπεδα κάτω από τα προ πανδημίας».


Ανάπτυξη 2,2% κι επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα το 2023

Παράλληλα, ο Γιάννης Στουρνάρας τόνισε ότι η ΤτΕ εκτιμά πως το 2023 η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2,2%, πολύ υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά χαμηλότερα από το 2022.

Ο γενικός πληθωρισμός, αν και θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, αναμένεται, όπως είπε ο διοικητής της ΤτΕ, να αποκλιμακωθεί σημαντικά στο 4,4%.

Συγκεκριμένα, δήλωσε: «Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,2% το 2023, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, αλλά σαφώς χαμηλότερο έναντι του 2022. Η κατανάλωση και ιδιαίτερα οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη, ενώ ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και εφέτος θετικές προοπτικές, παρά τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα. Η ανοδική αναθεώρηση της πρόβλεψης για την ανάπτυξη του 2023 έναντι προηγούμενων εκτιμήσεων οφείλεται στη μεταφερόμενη δυναμική (carryover effect) για το τρέχον έτος με βάση την καλύτερη επίδοση της οικονομίας το 2022.

Ο γενικός πληθωρισμός, αν και θα παραμείνει σε σχετικώς υψηλά επίπεδα, αναμένεται να αποκλιμακωθεί σημαντικά το 2023 στο 4,4%, αντανακλώντας την αναμενόμενη κάμψη των τιμών της ενέργειας, καθώς και την αρνητική επίδραση της βάσης σύγκρισης».


Πηγές κινδύνου και αβεβαιότητας

Ωστόσο, ο Γιάννης Στουρνάρας, παρουσιάζοντας την έκθεση της ΤτΕ, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις πηγές αβεβαιότητας που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η οικονομία, αν δεν συνεχιστούν οι αξιόπιστες πολιτικές.

Αυτές είναι:
1. Η επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων,

2. Ο υψηλότερος και πιο επίμονος πληθωρισμός,

3.Μμια ενδεχόμενη παρατεταμένη εκλογική περίοδος, που θα επέτεινε την πολιτική αβεβαιότητα,

4. Ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης των κονδυλίων του NGEU,

5. Η διακοπή της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων ή η αντιστροφή παλαιότερων μεταρρυθμιστικών αλλαγών, με αρνητικές επιπτώσεις στην ενίσχυση της παραγωγικότητας της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, και

6. Η εμφάνιση μιας νέας γενιάς ΜΕΔ, λόγω της αύξησης των επιτοκίων και των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, μετά τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων κρατικής στήριξης.

«Το δυσμενές διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον επηρεάζει αρνητικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2023, γι’ αυτό και απαιτείται η συνέχιση αξιόπιστων πολιτικών», τόνισε ο Γιάννης Στουρνάρας.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος η παρατεταμένη πολιτική αστάθεια

Κατά τον Γιάννη Στουρνάρα και την ΤτΕ, «ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σε μια περίοδο διαδοχικών κρίσεων και αυξημένης αβεβαιότητας, θα ήταν η απώλεια της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, που τόσο δύσκολα έχει ανακτηθεί, και η επιστροφή σε κακές πρακτικές του παρελθόντος.

Είναι γεγονός ότι μια ενδεχόμενη παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα μπορεί να υπονομεύσει το κλίμα εμπιστοσύνης που έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια.

Εντούτοις, ο πιο σημαντικός κίνδυνος για την οικονομία είναι η επιστροφή σε αναποτελεσματικές πολιτικές του παρελθόντος και η διακοπή ή/και αντιστροφή μεταρρυθμιστικών προσπαθειών. Οι μνήμες από την επώδυνη προσαρμογή που επιτεύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια είναι ακόμη νωπές ώστε να θυμίζουν το υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος που απαιτήθηκε για τη διόρθωση των χρόνιων ανισορροπιών της οικονομίας».

Γι' αυτό, «δεδομένου ότι το 2023 είναι χρονιά εθνικών εκλογών, απαιτείται σύνεση και υπευθυνότητα των πολιτικών δυνάμεων, καθώς και στήριξη των εθνικών οικονομικών στόχων, ώστε να διατηρηθεί το κλίμα εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».


Προτάσεις πολιτικής

Προκειμένου να αποφευχθούν οι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία, η ΤτΕ προτείνει:
• Η αυστηροποίηση της κατεύθυνσης νομισματικής πολιτικής είναι απαραίτητη, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για μείωση του πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα.

Η αύξηση των βασικών επιτοκίων και η διατήρησή τους πάνω από τα ουδέτερα επίπεδά τους θα αποτρέψει τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης των πληθωριστικών προσδοκιών και τις δευτερογενείς επιδράσεις από ενδεχόμενο συνδυασμό αυξήσεων τιμών-μισθών. Ωστόσο, η συγκριτικά μεγαλύτερη συμβολή παραγόντων της συνολικής προσφοράς στην πρόσφατη άνοδο του πληθωρισμού, ιδίως στην ευρωζώνη, απαιτεί τη λήψη και άλλων μέτρων (πέραν δηλαδή της νομισματικής πολιτικής), όπως αυτών που σχετίζονται με την ενεργειακή πολιτική, την ελαχιστοποίηση των περιορισμών στην αγορά εργασίας και την παραγωγή πρώτων υλών.

Η τρέχουσα οικονομική συγκυρία απαιτεί συμπληρωματικότητα μεταξύ της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής. Η διασφάλιση της περιοριστικής κατεύθυνσης της δημοσιονομικής πολιτικής κατά τη διάρκεια της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής απαιτεί δημοσιονομική σύνεση και πειθαρχία.

Υπό τις παρούσες συνθήκες, οποιαδήποτε μέτρα στήριξης θα πρέπει να χρηματοδοτούνται από την αξιοποίηση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου και να είναι: (1) προσωρινά, (2) στοχευμένα και (3) προσαρμοσμένα στην ανάγκη αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης και στην παροχή κινήτρων για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας.

• Εξάλλου, ο σχεδιασμός ενός συνεκτικού και αξιόπιστου μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλαισίου κρίνεται απαραίτητος σε μια εποχή με αυξημένες αβεβαιότητες. Συνεπώς, η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και η διαμόρφωση νέων, αξιόπιστων δημοσιονομικών κανόνων αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα συνολικά της ευρωζώνης έναντι μελλοντικών διαταραχών.

Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία αποτελεί πολύ σημαντικό στόχο για την οικονομική πολιτική το επόμενο διάστημα. Προς αυτή την κατεύθυνση, καταλυτικό παράγοντα αποτελεί η διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας, με την επίτευξη διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων μεσοπρόθεσμα της τάξεως του 2% του ΑΕΠ. Η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα οδηγούσε σε πολύ μεγάλη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, προσελκύοντας νέα επενδυτικά κεφάλαια υψηλής ποιότητας, με αποτέλεσμα τη συγκράτηση των ανοδικών επιδράσεων που ασκεί στις αποδόσεις τους η αυστηροποίηση των διεθνών νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Επίσης, θα ασκούσε θετική επίδραση και στις ελληνικές επιχειρήσεις και τις τράπεζες μέσω της μείωσης του κόστους δανεισμού τους και της προσέλκυσης νέων κεφαλαίων.

Οι παραγωγικές επενδύσεις και η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας, τη συνολική παραγωγικότητα και το δυνητικό προϊόν. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη δυναμική υλοποίηση των δράσεων που προβλέπονται στο σχέδιο “Ελλάδα 2.0”, οι οποίες θέτουν την οικονομία σε στέρεη τροχιά ισχυρής ανάπτυξης. Η αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και η επιτάχυνση διαρθρωτικών αλλαγών με στόχο τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την πράσινη μετάβαση και την αύξηση της απασχόλησης, θα θωρακίσουν την οικονομία έναντι μελλοντικών κρίσεων και θα εδραιώσουν διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς.

Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστεί, διατηρώντας συγκρατημένες τις μισθολογικές αυξήσεις. Παράλληλα, σημαντική πρόκληση αποτελεί και η αντιμετώπιση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το σχετικά υψηλό έλλειμμα, ακόμη και μετά τη διόρθωση για τις υψηλές τιμές της ενέργειας, υποδηλώνει την ανάγκη για (α) περαιτέρω βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, αλλά και της ανταγωνιστικότητας μισθών και τιμών, και (β) ακόμη μεγαλύτερη εισροή επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό που θα καλύπτουν το εναπομένον έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

• Στην αγορά εργασίας, η αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης και η κατάρτιση και επιμόρφωση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων θα συμβάλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας. Εξίσου αναγκαίες είναι παρεμβάσεις με σκοπό την αύξηση της συμμετοχής ιδίως των γυναικών και των νέων στο εργατικό δυναμικό.

• Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, η επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας είναι σημαντική τόσο για τη διαφύλαξη της ευρωστίας του και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας όσο και για την παροχή από τις τράπεζες των αναγκαίων πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία. Παράλληλα, απαιτείται εντατικότερη προσπάθεια περαιτέρω μείωσης των ΜΕΔ, όταν μάλιστα δεν έχει ακόμη καταγραφεί η πλήρης επίδραση της ενεργειακής κρίσης, του πληθωρισμού και της αύξησης των επιτοκίων στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.

• Τέλος, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας συναρτώνται και με τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, με την καθιέρωση ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων και τη διαμόρφωση ενός κοινού, ομοιόμορφου πλαισίου για τη διαχείριση κρίσεων στο χρηματοπιστωτικό τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι καταλυτικής σημασίας για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στα κράτη-μέλη, καθιστώντας το ευρώ ένα ισχυρό διεθνές αποθεματικό νόμισμα.