Γ. Μούντης: Το μεγάλο απόθεμα ακινήτων θα φέρει μειώσεις στις τιμές το 2024
Το 2024 αναμένεται να καταγραφεί μερική πτώση στις τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα, καθώς θα υπάρξει ένα μεγάλο απόθεμα ακινήτων (ειδικά στην επαρχία), το οποίο θα προκύψει κατά κύριο λόγο από τις τράπεζες και τους servicers. Αυτό υποστηρίζει στο powergame.gr ο managing partner της Delfi Partners & Company, δρ Γιώργος Μούντης.
Η Delfi Partners & Company ειδικεύεται στην παροχή συμβουλών και υπηρεσιών διαχείρισης ακινήτων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τους επενδυτές και τους διαχειριστές κεφαλαίων που επιδιώκουν να βελτιστοποιήσουν τα χαρτοφυλάκια ακινήτων τους. Συγκεκριμένα, η εταιρεία αναλαμβάνει την πλήρη διαχείριση των ακινήτων που είτε προσπαθούν να αποτιμήσουν, διαχειριστούν και πωλήσουν οι τράπεζες, είτε περιέρχονται στον έλεγχο των funds μέχρι την προώθησή τους στους τελικούς αγοραστές.
Σύμφωνα με τον κ. Μούντη: «Στα σκαριά βρίσκονται μεγάλα deals των συστημικών τράπεζων, οι οποίες ετοιμάζουν χαρτοφυλάκια ακινήτων μαζικά, δηλαδή είναι έτοιμες να διαθέσουν από 100 μέχρι και 2.000 ακίνητα, τα οποία θα τα πωλήσουν σε επενδυτές. Τα ακίνητα των τραπεζών αποτελούν μια δύσκολη περίπτωση, καθώς πρόκειται για χιλιάδες ακίνητα που, για να μπορούν να μεταβιβαστούν, πρέπει πρώτα να ωριμάσουν και να τακτοποιηθούν».
«Υπό αυτές τις συνθήκες, οι συστημικές τράπεζες έχουν καταφέρει ήδη σε ικανοποιητικό βαθμό να αποτιμήσουν και να διαθέσουν τα ακίνητά τους», υπογραμμίζει ο Γ. Μούντης.
«Σήμερα, ωστόσο, τα περισσότερα ακίνητα των τραπεζών έχουν μεταβιβαστεί στους servicers και asset managers, καθώς στην κατοχή τους έχουν μείνει πλέον γύρω στα 10 με 15 χιλιάδες ακίνητα, αφού το κόστος διαχείρισής τους είναι εξαιρετικά δαπανηρό. Οι services μέσω των REOCOs ξεκίνησαν και παίρνουν ακίνητα από πλειστηριασμούς, τα οποία τα αναλαμβάνουμε εμείς, τα αποτιμούμε, τα τακτοποιούμε, τα ωριμάζουμε και τα διαθέτουμε», όπως τονίζει ο κ. Μούντης.
«Η πίεση και εν τέλει η πτώση των τιμών θα προκληθεί καθώς θα διατεθούν στην αγορά πάνω από 100.000 ακίνητα κατά κύριο λόγο από τους μεγαλύτερους servicers, οι οποίοι θα επιδιώκουν να πωλήσουν σε ανταγωνιστικές τιμές μέσα στο 2024».
Για την πορεία της ελληνικής αγοράς ακινήτων ο ίδιος υπογραμμίζει ότι γίνονται σημαντικές αγοραπωλησίες από ξένους και Έλληνες επενδυτές, με την άνοδο των επιτοκίων να επηρεάζει, ωστόσο, σημαντικά την αγορά. Οι ξένοι επενδυτές, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα συντηρητικοί και ζητάνε μεγαλύτερες εκπτώσεις για καλύτερες αποδόσεις σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες ακινήτων.
Οι ξένοι οι οποίοι επιλέγουν να επενδύσουν στην Ελλάδα είναι κυρίως από το Ισραήλ, τον Λίβανο και την Ευρώπη. Υπάρχει παράλληλα μεγάλο ενδιαφέρον αμερικανικών, ισπανικών και γερμανικών funds, ενώ αισθητά μειωμένη είναι η παρουσία των Ρώσων και των Κινέζων επενδυτών. Δυνατή, ωστόσο, είναι και η παρουσία των Ευρωπαίων, που προτιμούν να προχωρούν σε αγορές δεύτερης κατοικίας στα ελληνικά νησιά, ή υπάρχει και η τάση πολλοί συνταξιούχοι Ευρωπαίοι να επιλέγουν την Ελλάδα για μόνιμη κατοικία.
Σύμφωνα με τον ίδιο, επενδυτική δραστηριότητα έχουν και οι Έλληνες, οι οποίοι στρέφονται σε ακίνητα που το κόστος τους ανέρχεται γύρω στις 500.000, τα οποία μετέπειτα θα τα μεταβιβάσουν στην οικογένειά τους, είτε για ιδιοκατοίκηση είτε για επενδυτικούς σκοπούς, όπως βραχυχρόνια μίσθωση. Οι Έλληνες κατά κύριο λόγο αγοράζουν μικρά επενδυτικά ακίνητα, κυρίως οικιστικά, σε αστικά κέντρα, όπως στην Αθήνα, την Πάτρα, τη Λάρισα, ενώ παράλληλα ενδιαφέρονται για αγορά γης και φωτοβολταϊκά.
Μία ακόμα κυρίαρχη τάση είναι ότι υπάρχουν πολλοί Έλληνες επενδυτές που θέλουν να πωλήσουν τα μεγάλα τους σπίτια και να προχωρήσουν σε αποδέσμευση ιδίων κεφαλαίων, ώστε να αγοράζουν μικρότερα επενδυτικά ακίνητα, που θα τους αποφέρουν μελλοντικά εισόδημα.
Σε ό,τι αφορά τον τομέα της φιλοξενίας, υπάρχει μια ιδιαίτερη δυναμικότητα και, όπως υποστηρίζει ο ίδιος: «Ο όμιλος μέσω της Phaedrus Hotels διαχειρίζεται συνολικά 14 ξενοδοχειακές μονάδες και μέσα στο έτος στο χαρτοφυλάκιό του αναμένεται να ενταχθούν ακόμα δύο ξενοδοχεία. Τα ξενοδοχεία υπό διαχείριση της εταιρείας, μάλιστα, βρίσκονται σε Κύπρο, Αγγλία, Ιταλία, ενώ παράλληλα προχωρεί και ένα νέο project στην Πορτογαλία».
Ο ίδιος προσθέτει το εξής: «Ο στόχος μας είναι να μπορούμε να καλύψουμε όλη την Ευρώπη. Αλλά τώρα το momentum βρίσκεται στην Ελλάδα, όπου η αξία των ακινήτων ανά τετραγωνικό είναι το ένα τρίτο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Παράλληλα, διαθέτουμε και διαχειριζόμαστε συνολικά 300 αυτοεξυπηρετούμενα καταλύματα σε όλη την ελληνική επικράτεια μέσω της θυγατρικής μας, Phaedrus Living. Η εμπιστοσύνη που χτίσαμε με τους ιδιοκτήτες των καταλυμάτων, ο προσεγμένος εμπλουτισμός του χαρτοφυλακίου μας, με στόχο να προσφέρουμε μοναδικές εμπειρίες σε κάθε επισκέπτη, και η εμπειρία μας στον τομέα της φιλοξενίας είναι η αλάνθαστη συνταγή μας».
«Οι εκλογές δεν βοηθάνε στις επενδύσεις των ξένων, οι οποίες τους ανησυχούν, καθώς στοχεύουν στη σταθερότητα, κάτι που μέχρι στιγμής έχει πετύχει η Ελλάδα, κάνοντας άλματα στη φορολογική και ευρύτερη μεταρρύθμιση. Αναγκαίο, ωστόσο, είναι να μειωθεί η γραφειοκρατία και να απλοποιηθούν κάποιες διαδικασίες μεταβίβασης ακινήτων που αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για τους επενδυτές» καταλήγει.
Η Delfi Partners & Company ειδικεύεται στην παροχή συμβουλών και υπηρεσιών διαχείρισης ακινήτων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τους επενδυτές και τους διαχειριστές κεφαλαίων που επιδιώκουν να βελτιστοποιήσουν τα χαρτοφυλάκια ακινήτων τους. Συγκεκριμένα, η εταιρεία αναλαμβάνει την πλήρη διαχείριση των ακινήτων που είτε προσπαθούν να αποτιμήσουν, διαχειριστούν και πωλήσουν οι τράπεζες, είτε περιέρχονται στον έλεγχο των funds μέχρι την προώθησή τους στους τελικούς αγοραστές.
Σύμφωνα με τον κ. Μούντη: «Στα σκαριά βρίσκονται μεγάλα deals των συστημικών τράπεζων, οι οποίες ετοιμάζουν χαρτοφυλάκια ακινήτων μαζικά, δηλαδή είναι έτοιμες να διαθέσουν από 100 μέχρι και 2.000 ακίνητα, τα οποία θα τα πωλήσουν σε επενδυτές. Τα ακίνητα των τραπεζών αποτελούν μια δύσκολη περίπτωση, καθώς πρόκειται για χιλιάδες ακίνητα που, για να μπορούν να μεταβιβαστούν, πρέπει πρώτα να ωριμάσουν και να τακτοποιηθούν».
«Υπό αυτές τις συνθήκες, οι συστημικές τράπεζες έχουν καταφέρει ήδη σε ικανοποιητικό βαθμό να αποτιμήσουν και να διαθέσουν τα ακίνητά τους», υπογραμμίζει ο Γ. Μούντης.
«Σήμερα, ωστόσο, τα περισσότερα ακίνητα των τραπεζών έχουν μεταβιβαστεί στους servicers και asset managers, καθώς στην κατοχή τους έχουν μείνει πλέον γύρω στα 10 με 15 χιλιάδες ακίνητα, αφού το κόστος διαχείρισής τους είναι εξαιρετικά δαπανηρό. Οι services μέσω των REOCOs ξεκίνησαν και παίρνουν ακίνητα από πλειστηριασμούς, τα οποία τα αναλαμβάνουμε εμείς, τα αποτιμούμε, τα τακτοποιούμε, τα ωριμάζουμε και τα διαθέτουμε», όπως τονίζει ο κ. Μούντης.
«Η πίεση και εν τέλει η πτώση των τιμών θα προκληθεί καθώς θα διατεθούν στην αγορά πάνω από 100.000 ακίνητα κατά κύριο λόγο από τους μεγαλύτερους servicers, οι οποίοι θα επιδιώκουν να πωλήσουν σε ανταγωνιστικές τιμές μέσα στο 2024».
Για την πορεία της ελληνικής αγοράς ακινήτων ο ίδιος υπογραμμίζει ότι γίνονται σημαντικές αγοραπωλησίες από ξένους και Έλληνες επενδυτές, με την άνοδο των επιτοκίων να επηρεάζει, ωστόσο, σημαντικά την αγορά. Οι ξένοι επενδυτές, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα συντηρητικοί και ζητάνε μεγαλύτερες εκπτώσεις για καλύτερες αποδόσεις σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες ακινήτων.
Οι ξένοι οι οποίοι επιλέγουν να επενδύσουν στην Ελλάδα είναι κυρίως από το Ισραήλ, τον Λίβανο και την Ευρώπη. Υπάρχει παράλληλα μεγάλο ενδιαφέρον αμερικανικών, ισπανικών και γερμανικών funds, ενώ αισθητά μειωμένη είναι η παρουσία των Ρώσων και των Κινέζων επενδυτών. Δυνατή, ωστόσο, είναι και η παρουσία των Ευρωπαίων, που προτιμούν να προχωρούν σε αγορές δεύτερης κατοικίας στα ελληνικά νησιά, ή υπάρχει και η τάση πολλοί συνταξιούχοι Ευρωπαίοι να επιλέγουν την Ελλάδα για μόνιμη κατοικία.
Σύμφωνα με τον ίδιο, επενδυτική δραστηριότητα έχουν και οι Έλληνες, οι οποίοι στρέφονται σε ακίνητα που το κόστος τους ανέρχεται γύρω στις 500.000, τα οποία μετέπειτα θα τα μεταβιβάσουν στην οικογένειά τους, είτε για ιδιοκατοίκηση είτε για επενδυτικούς σκοπούς, όπως βραχυχρόνια μίσθωση. Οι Έλληνες κατά κύριο λόγο αγοράζουν μικρά επενδυτικά ακίνητα, κυρίως οικιστικά, σε αστικά κέντρα, όπως στην Αθήνα, την Πάτρα, τη Λάρισα, ενώ παράλληλα ενδιαφέρονται για αγορά γης και φωτοβολταϊκά.
Μία ακόμα κυρίαρχη τάση είναι ότι υπάρχουν πολλοί Έλληνες επενδυτές που θέλουν να πωλήσουν τα μεγάλα τους σπίτια και να προχωρήσουν σε αποδέσμευση ιδίων κεφαλαίων, ώστε να αγοράζουν μικρότερα επενδυτικά ακίνητα, που θα τους αποφέρουν μελλοντικά εισόδημα.
Σε ό,τι αφορά τον τομέα της φιλοξενίας, υπάρχει μια ιδιαίτερη δυναμικότητα και, όπως υποστηρίζει ο ίδιος: «Ο όμιλος μέσω της Phaedrus Hotels διαχειρίζεται συνολικά 14 ξενοδοχειακές μονάδες και μέσα στο έτος στο χαρτοφυλάκιό του αναμένεται να ενταχθούν ακόμα δύο ξενοδοχεία. Τα ξενοδοχεία υπό διαχείριση της εταιρείας, μάλιστα, βρίσκονται σε Κύπρο, Αγγλία, Ιταλία, ενώ παράλληλα προχωρεί και ένα νέο project στην Πορτογαλία».
Ο ίδιος προσθέτει το εξής: «Ο στόχος μας είναι να μπορούμε να καλύψουμε όλη την Ευρώπη. Αλλά τώρα το momentum βρίσκεται στην Ελλάδα, όπου η αξία των ακινήτων ανά τετραγωνικό είναι το ένα τρίτο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Παράλληλα, διαθέτουμε και διαχειριζόμαστε συνολικά 300 αυτοεξυπηρετούμενα καταλύματα σε όλη την ελληνική επικράτεια μέσω της θυγατρικής μας, Phaedrus Living. Η εμπιστοσύνη που χτίσαμε με τους ιδιοκτήτες των καταλυμάτων, ο προσεγμένος εμπλουτισμός του χαρτοφυλακίου μας, με στόχο να προσφέρουμε μοναδικές εμπειρίες σε κάθε επισκέπτη, και η εμπειρία μας στον τομέα της φιλοξενίας είναι η αλάνθαστη συνταγή μας».
«Οι εκλογές δεν βοηθάνε στις επενδύσεις των ξένων, οι οποίες τους ανησυχούν, καθώς στοχεύουν στη σταθερότητα, κάτι που μέχρι στιγμής έχει πετύχει η Ελλάδα, κάνοντας άλματα στη φορολογική και ευρύτερη μεταρρύθμιση. Αναγκαίο, ωστόσο, είναι να μειωθεί η γραφειοκρατία και να απλοποιηθούν κάποιες διαδικασίες μεταβίβασης ακινήτων που αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για τους επενδυτές» καταλήγει.