Εκδίδουν αποδείξεις κανονικά, όμως μετά από λίγο… τις ακυρώνουν! Αυτό είναι το νέο κόλπο με τις… «ακυρώσεις» όπως λέγεται, που κάνουν κάποιοι επιτήδειοι προκειμένου να αποκρύψουν τζίρο. Με το κόλπο αυτό πληρώνουν λιγότερους φόρους από ότι τους αναλογεί. Όμως… πιάστηκαν στα δίχτυα της ΑΑΔΕ.

 Όπως εξηγεί στο iefimerida o Γιώργος Παππούς, πρόκειται για το κόλπο των ακυρώσεων αποδείξεων, που έχουν εκδοθεί. Δηλαδή, αφού εκδώσουν μια απόδειξη και εισπράξουν κανονικά το ποσό από τον πελάτη, προχωρούν στη συνέχεια στην ακύρωση του συγκεκριμένου στοιχείου. Έτσι, η απόδειξη φαίνεται ακυρωμένη στο σύστημά τους -άρα και σε όσα δηλώνουν στην Εφορία-, αλλά τα χρήματα έχουν μπει στο ταμείο της επιχείρησης, μαζί με τον ΦΠΑ, που ουδέποτε αποδίδεται.

 Μια τέτοια περίπτωση εντόπισαν οι ελεγκτές σε γνωστό bar restaurant, στο κέντρο της Γλυφάδας.

 Πρόκειται για επιχείρηση, τη φορολογική συμπεριφορά της οποίας παρακολουθούσαν, μέσω του ειδικού λογισμικού, εδώ και πολλούς μήνες.

 Όταν, λοιπόν, πήγαν στο μαγαζί για επιτόπιο έλεγχο, βρήκαν αρχεία excel με τις εισπράξεις, τα συνέκριναν με τα δηλωθέντα ποσά και διαπίστωσαν τις παρακάτω αποκλίσεις:

 Συνολικά, μη έκδοση 106 φορολογικών στοιχείων, αξίας 600.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 78.000 ευρώ.

 Για παράδειγμα, το 2020 οι ακυρώσεις ήταν τόσες πολλές, ώστε ο έλεγχος καταλόγισε μόνο σε μια περίπτωση μη έκδοση αποδείξεων, συνολικής αξίας 72.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 9.360 ευρώ.

 Ίδια πρακτική ακολουθήθηκε από την επιχείρηση και το 2021, οπότε οι ελεγκτές καταλόγισαν μη έκδοση 258.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 33.540 ευρώ. Επιπλέον, την ίδια χρονιά διαπιστώθηκε η μη έκδοση 53 αποδείξεων και τιμολογίων, αξίας 10.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 1.300 ευρώ.

 Όσο για την περυσινή χρονιά, η επιχείρηση αποδείχθηκε συνεπής στην… πρακτική της. Έτσι, και το 2022 προχώρησε σε πλήθος ακυρώσεων, με αποτέλεσμα να της καταλογιστεί μη έκδoση 250.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 32.500 ευρώ. Σε ό,τι αφορά τη μη έκδοση στοιχείων, βρέθηκε να μην έχει κόψει 50 αποδείξεις, αξίας 8.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 1.040 ευρώ.

 Τα πρόστιμα, που έχουν ήδη επιβληθεί, ξεπερνούν τις 40.000 ευρώ, ενώ ο έλεγχος στα βιβλία της επιχείρησης συνεχίζεται, ώστε να διαπιστωθεί η πλήρης έκταση της φοροδιαφυγής και να υπολογιστεί το συνολικό ύψος του προστίμου, που αναλογεί στο σύνολο του μη δηλωθέντος τζίρου και του μη αποδιδόμενου ΦΠΑ.