ΕΕ: Στον αέρα οι πράσινες επενδύσεις λόγω δημοσιονομικής ασφυξίας
Παρά το γεγονός πως εντείνεται η προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πράσινη μετάβαση και κλιματική ουδετερότητα, παραπάνω από τα μισά κράτη μέλη της ΕΕ φαίνεται πως δεν μπορούν ανταποκριθούν. Το δύσκολο εγχείρημα της μεταρρύθμισης των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ αποτελεί τροχοπέδη για κράτη μέλη με υψηλότερο χρέος και έλλειμμα, αφού δεν καταφέρνουν να εκπληρώσουν τις ανάγκες για πράσινες δαπάνες. Το γεγονός αυτό δημιουργεί ένα ενεργειακό χάσμα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιβραδύνει την απαραίτητη δράση για το κλίμα.
Σύμφωνα με το New Economics Foundation, μόνο τέσσερις χώρες -Ιρλανδία, Σουηδία, Λετονία και Δανία-, που αντιπροσωπεύουν το 10% του ΑΕΠ της ΕΕ, έχουν επαρκή δημοσιονομικό χώρο για να εκπληρώσουν τη συμφωνία, που υπεγράφη από 195 συμβαλλόμενους, και προσπάθησε να περιορίσει την άνοδο της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας από την προβιομηχανική εποχή σε πολύ κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου και ιδανικά στους 1,5 βαθμούς Κελσίου. Οι υπογράφοντες στο Παρίσι έχουν δεσμευτεί μεταξύ άλλων να φτάσουν τις καθαρές μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, πολλές από αυτές μέχρι το 2050.
Στη συνέχεια τέσσερις χώρες -Λουξεμβούργο, Βουλγαρία, Σλοβενία και Εσθονία- θα μπορούσαν να αυξήσουν τις δαπάνες τους σε έναν ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να ανταποκριθούν στις χαμηλότερες και υψηλότερες αυξήσεις δαπανών που απαιτούνται για την επίτευξη των συμφωνημένων στόχων της ΕΕ για το κλίμα, αλλά όχι τις δαπάνες που απαιτούνται για τον στόχο των 1,5 βαθμών Κελσίου. Την ίδια ώρα, πέντε χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Τσεχία, Κύπρος και Μάλτα) είναι σε θέση να αυξήσουν τις δαπάνες τους στο κατώτερο όριο των πράσινων δαπανών που απαιτούνται. Ως εκ τούτου, η Κομισιόν τις κατατάσσει ως χώρες «μέσου κινδύνου» από πλευράς χρέους, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν περιορισμούς στις δαπάνες τους.
Ωστόσο, τα περιθώρια γίνονται αρκετά στενά για 14 χώρες, μία εκ των οποίων είναι και η Ελλάδα. Οκτώ χώρες (Γαλλία, Ισπανία,Ολλανδία, Πολωνία, Βέλγιο, Φινλανδία, Ρουμανία και Σλοβακία) δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν το σενάριο περιορισμένων πράσινων δαπανών, το οποίο αντιπροσωπεύει τις ελάχιστες επενδυτικές ανάγκες για την επίτευξη των συμφωνηθέντων κλιματικών στόχων, χωρίς να παραβιάσουν το όριο του 3% του ελλείμματος ή να χρειαστεί να περικόψουν άλλες δαπάνες ή να αυξήσουν τη φορολογία. Τέλος, έξι επιπλέον χώρες (Ιταλία, Κροατία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Λιθουανία και Ουγγαρία) έχουν χαρακτηριστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως χώρες με υψηλό κίνδυνο χρέους και θα δεχθούν πιέσεις με σκοπό να μειώσουν τα επίπεδα χρέους τα επόμενα τέσσερα έως επτά χρόνια.
Αυτό σημαίνει πως οι χώρες που αντιπροσωπεύουν το 50% του ΑΕΠ της ΕΕ δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες για πράσινες δαπάνες που εκτιμά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι απαιτούνται για την επίτευξη των συμφωνηθέντων από την ΕΕ κλιματικών στόχων.
Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες και το δημόσιο χρέος
Πάντως, η Κομισιόν σε μια προσπάθεια να ισορροπήσει ανάμεσα στα κράτη – μέλη που ζητούν αυστηρότερους όρους για τη μείωση του δημόσιου χρέους, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία και σε αυτά, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, που ζητούν χαλαρότερους όρους, θέλει να διαπραγματεύεται ξεχωριστά, με κάθε κράτος- μέλος της ΕΕ, ένα σχέδιο μείωσης χρέους και ελλείμματος, χωρίς να πληγούν οι επενδύσεις.
Το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το οποίο παρουσίασαν προ ολίγων ημερών ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβσκις και ο Επίτροπος Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι λέει επιγραμματικά στα κράτη μέλη «μειώστε δημόσιο χρέος και ελλείμματα, με τον δικό σας τρόπο και επενδύστε στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση».
Μάλιστα προβλέπει:
Τα κράτη – μέλη της ΕΕ των οποίων το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ τους θα πρέπει, σε συνεννόηση με την Κομισιόν, να καταρτίσουν ένα τετραετές σχέδιο απομείωσής του και σε περίπτωση που μια εθνική κυβέρνηση παρεκκλίνει από την εφαρμογή του, θα αντιμετωπίζει αυστηρές οικονομικές κυρώσεις.
Τα κράτη – μέλη θα πρέπει να μειώνουν το ποσοστό του χρέους τους κατά 0,5% του ΑΕΠ τους κάθε έτος και παράλληλα, εάν ο λόγος του ελλείμματος προς το ΑΕΠ ξεπερνάει το 3%, οι δημόσιες δαπάνες θα πρέπει να είναι λελογισμένες σε συνεννόηση πάντα με την Κομισιόν.
Οι χώρες μπορεί να έχουν περιθώριο έως και επτά χρόνια για τη μείωση των επιπέδων χρέους και ελλείμματος, εφόσον εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, την ανάπτυξη ή επενδύουν σε τομείς προτεραιότητας για την ΕΕ, όπως η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση. Η πρόταση της Κομισιόν αποτελεί την τέταρτη αναθεώρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Θα πρέπει να συζητηθούν με τις κυβερνήσεις της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την προοπτική να υπάρξει συμφωνία μέσα στο 2023.
Όπως αναφέρει το New Economics Foundation, οι προτάσεις αυτές θα περιορίσουν σημαντικά την ικανότητα ορισμένων κυβερνήσεων να αυξήσουν τις δαπάνες που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση των κενών στις πράσινες δημόσιες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων για πράσινη βιομηχανική πολιτική. Σύμφωνα με τις προτάσεις της Κομισίον, ο λόγος του δημοσίου ελλείμματος προς το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι υπολογίσιμος, αφού θα έχει αντίκτυπο στο κατά πόσον οι κυβερνήσεις πρέπει να μειώσουν τα συνολικά επίπεδα χρέους (δηλαδή εάν είναι πάνω από 60%) και θα συνυπολογίζονται στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους. Σύμφωνα με την έκθεση, 14 χώρες αναμένεται να έχουν ποσοστό χρέους άνω του 60%. Έξι χώρες – η Ελλάδα, η Ιταλία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Πορτογαλία – αναμένεται να έχουν επίπεδα χρέους άνω του 90%. Αυτό συνεπάγεται πιέσεις στις κυβερνήσεις των τελευταίων χωρών με απώτερο σκοπό να μειώσουν τα επίπεδα χρέους τους.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε μια δοκιμαστική ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους για το 2022 για να δείξει στις χώρες της ΕΕ τους κινδύνους δημοσιονομικής βιωσιμότητας και πώς το χρέος θα μειωθεί με την πάροδο του χρόνου. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση στον πίνακα, καταγράφοντας μείωση χρέους επί του ΑΕΠ από 156,9% το 2024 σε 107,3% το 2038. Ακολουθεί η Πορτογαλία με μείωση κατά 33,5 ποσοστιαίες μονάδες, στη συνέχεια η Ιταλία (-22,4 ποσοστιαίες μονάδες), η Ισπανία (-21,9 ποσοστιαίες μονάδες), το Βέλγιο (-20,2 ποσοστιαίες μονάδες) και η Γαλλία (-15,3 ποσοστιαίες μονάδες).
Σημειώνεται πως οι πράσινες βιομηχανικές πολιτικές είναι ζωτικής σημασίας ιδίως σε μια εποχή που η ΕΕ αντιμετωπίζει μια άνευ προηγουμένου κλιματική κρίση. Εφόσον σχεδιαστούν σωστά, μπορούν να επιτρέψουν στην Ένωση να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050, αποφέροντας πραγματικά κέρδη στις κοινωνίες. Ωστόσο, τα σχέδιά της πρέπει να υπερβούν τα σημερινά δεδομένα, διαφορετικά, μόνο μερικές κυβερνήσεις θα απολαύσουν τα οφέλη της ενεργειακής μετάβασης και θα αποκομίσουν τα κέρδη της, οδηγώντας σε μεγαλύτερες ανισότητες και ενεργειακές εξαρτήσεις.
Σύμφωνα με το New Economics Foundation, μόνο τέσσερις χώρες -Ιρλανδία, Σουηδία, Λετονία και Δανία-, που αντιπροσωπεύουν το 10% του ΑΕΠ της ΕΕ, έχουν επαρκή δημοσιονομικό χώρο για να εκπληρώσουν τη συμφωνία, που υπεγράφη από 195 συμβαλλόμενους, και προσπάθησε να περιορίσει την άνοδο της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας από την προβιομηχανική εποχή σε πολύ κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου και ιδανικά στους 1,5 βαθμούς Κελσίου. Οι υπογράφοντες στο Παρίσι έχουν δεσμευτεί μεταξύ άλλων να φτάσουν τις καθαρές μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, πολλές από αυτές μέχρι το 2050.
Στη συνέχεια τέσσερις χώρες -Λουξεμβούργο, Βουλγαρία, Σλοβενία και Εσθονία- θα μπορούσαν να αυξήσουν τις δαπάνες τους σε έναν ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να ανταποκριθούν στις χαμηλότερες και υψηλότερες αυξήσεις δαπανών που απαιτούνται για την επίτευξη των συμφωνημένων στόχων της ΕΕ για το κλίμα, αλλά όχι τις δαπάνες που απαιτούνται για τον στόχο των 1,5 βαθμών Κελσίου. Την ίδια ώρα, πέντε χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Τσεχία, Κύπρος και Μάλτα) είναι σε θέση να αυξήσουν τις δαπάνες τους στο κατώτερο όριο των πράσινων δαπανών που απαιτούνται. Ως εκ τούτου, η Κομισιόν τις κατατάσσει ως χώρες «μέσου κινδύνου» από πλευράς χρέους, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν περιορισμούς στις δαπάνες τους.
Ωστόσο, τα περιθώρια γίνονται αρκετά στενά για 14 χώρες, μία εκ των οποίων είναι και η Ελλάδα. Οκτώ χώρες (Γαλλία, Ισπανία,Ολλανδία, Πολωνία, Βέλγιο, Φινλανδία, Ρουμανία και Σλοβακία) δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν το σενάριο περιορισμένων πράσινων δαπανών, το οποίο αντιπροσωπεύει τις ελάχιστες επενδυτικές ανάγκες για την επίτευξη των συμφωνηθέντων κλιματικών στόχων, χωρίς να παραβιάσουν το όριο του 3% του ελλείμματος ή να χρειαστεί να περικόψουν άλλες δαπάνες ή να αυξήσουν τη φορολογία. Τέλος, έξι επιπλέον χώρες (Ιταλία, Κροατία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Λιθουανία και Ουγγαρία) έχουν χαρακτηριστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως χώρες με υψηλό κίνδυνο χρέους και θα δεχθούν πιέσεις με σκοπό να μειώσουν τα επίπεδα χρέους τα επόμενα τέσσερα έως επτά χρόνια.
Αυτό σημαίνει πως οι χώρες που αντιπροσωπεύουν το 50% του ΑΕΠ της ΕΕ δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες για πράσινες δαπάνες που εκτιμά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι απαιτούνται για την επίτευξη των συμφωνηθέντων από την ΕΕ κλιματικών στόχων.
Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες και το δημόσιο χρέος
Πάντως, η Κομισιόν σε μια προσπάθεια να ισορροπήσει ανάμεσα στα κράτη – μέλη που ζητούν αυστηρότερους όρους για τη μείωση του δημόσιου χρέους, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία και σε αυτά, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, που ζητούν χαλαρότερους όρους, θέλει να διαπραγματεύεται ξεχωριστά, με κάθε κράτος- μέλος της ΕΕ, ένα σχέδιο μείωσης χρέους και ελλείμματος, χωρίς να πληγούν οι επενδύσεις.
Το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το οποίο παρουσίασαν προ ολίγων ημερών ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβσκις και ο Επίτροπος Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι λέει επιγραμματικά στα κράτη μέλη «μειώστε δημόσιο χρέος και ελλείμματα, με τον δικό σας τρόπο και επενδύστε στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση».
Μάλιστα προβλέπει:
Τα κράτη – μέλη της ΕΕ των οποίων το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ τους θα πρέπει, σε συνεννόηση με την Κομισιόν, να καταρτίσουν ένα τετραετές σχέδιο απομείωσής του και σε περίπτωση που μια εθνική κυβέρνηση παρεκκλίνει από την εφαρμογή του, θα αντιμετωπίζει αυστηρές οικονομικές κυρώσεις.
Τα κράτη – μέλη θα πρέπει να μειώνουν το ποσοστό του χρέους τους κατά 0,5% του ΑΕΠ τους κάθε έτος και παράλληλα, εάν ο λόγος του ελλείμματος προς το ΑΕΠ ξεπερνάει το 3%, οι δημόσιες δαπάνες θα πρέπει να είναι λελογισμένες σε συνεννόηση πάντα με την Κομισιόν.
Οι χώρες μπορεί να έχουν περιθώριο έως και επτά χρόνια για τη μείωση των επιπέδων χρέους και ελλείμματος, εφόσον εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, την ανάπτυξη ή επενδύουν σε τομείς προτεραιότητας για την ΕΕ, όπως η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση. Η πρόταση της Κομισιόν αποτελεί την τέταρτη αναθεώρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Θα πρέπει να συζητηθούν με τις κυβερνήσεις της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την προοπτική να υπάρξει συμφωνία μέσα στο 2023.
Όπως αναφέρει το New Economics Foundation, οι προτάσεις αυτές θα περιορίσουν σημαντικά την ικανότητα ορισμένων κυβερνήσεων να αυξήσουν τις δαπάνες που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση των κενών στις πράσινες δημόσιες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων για πράσινη βιομηχανική πολιτική. Σύμφωνα με τις προτάσεις της Κομισίον, ο λόγος του δημοσίου ελλείμματος προς το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι υπολογίσιμος, αφού θα έχει αντίκτυπο στο κατά πόσον οι κυβερνήσεις πρέπει να μειώσουν τα συνολικά επίπεδα χρέους (δηλαδή εάν είναι πάνω από 60%) και θα συνυπολογίζονται στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους. Σύμφωνα με την έκθεση, 14 χώρες αναμένεται να έχουν ποσοστό χρέους άνω του 60%. Έξι χώρες – η Ελλάδα, η Ιταλία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Πορτογαλία – αναμένεται να έχουν επίπεδα χρέους άνω του 90%. Αυτό συνεπάγεται πιέσεις στις κυβερνήσεις των τελευταίων χωρών με απώτερο σκοπό να μειώσουν τα επίπεδα χρέους τους.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε μια δοκιμαστική ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους για το 2022 για να δείξει στις χώρες της ΕΕ τους κινδύνους δημοσιονομικής βιωσιμότητας και πώς το χρέος θα μειωθεί με την πάροδο του χρόνου. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση στον πίνακα, καταγράφοντας μείωση χρέους επί του ΑΕΠ από 156,9% το 2024 σε 107,3% το 2038. Ακολουθεί η Πορτογαλία με μείωση κατά 33,5 ποσοστιαίες μονάδες, στη συνέχεια η Ιταλία (-22,4 ποσοστιαίες μονάδες), η Ισπανία (-21,9 ποσοστιαίες μονάδες), το Βέλγιο (-20,2 ποσοστιαίες μονάδες) και η Γαλλία (-15,3 ποσοστιαίες μονάδες).
Σημειώνεται πως οι πράσινες βιομηχανικές πολιτικές είναι ζωτικής σημασίας ιδίως σε μια εποχή που η ΕΕ αντιμετωπίζει μια άνευ προηγουμένου κλιματική κρίση. Εφόσον σχεδιαστούν σωστά, μπορούν να επιτρέψουν στην Ένωση να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050, αποφέροντας πραγματικά κέρδη στις κοινωνίες. Ωστόσο, τα σχέδιά της πρέπει να υπερβούν τα σημερινά δεδομένα, διαφορετικά, μόνο μερικές κυβερνήσεις θα απολαύσουν τα οφέλη της ενεργειακής μετάβασης και θα αποκομίσουν τα κέρδη της, οδηγώντας σε μεγαλύτερες ανισότητες και ενεργειακές εξαρτήσεις.