Γαλακτοβιομηχανία: Νέες ισορροπίες μετά τα μεγάλα deals και την πανδημία
Παρά τις προκλήσεις -από τις τιμές, τις μειωμένες ποσότητες γάλακτος και το ενεργειακό κόστος μέχρι τις ανατιμήσεις σε ζωοτροφές και υλικά συσκευασίας- η γαλακτοβιομηχανία έχοντας ολοκληρώσει μια περίοδο έντονης επενδυτικής δραστηριότητας, επιβεβαιώνει την ανθεκτικότητά της παραμένοντας κραταιά δύναμη στην εγχώρια βιομηχανία τροφίμων.
Σε τιμές χονδρικής (2022) η αξία της ξεπερνά τα 1,6 δισ. ευρώ ενώ πριμοδοτείται την τελευταία διετία από την αύξηση των τιμών των προϊόντων. Πάντως, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις στην εγχώρια αγορά οι εξαγωγές αναπτύσσονται ικανοποιητικά με ναυαρχίδα το γιαούρτι, που γράφει διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης ενώ ενδεικτική είναι και η υπεραπόδοση της φέτας. Όπως ανέφερε πρόσφατα ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Γιώργος Γεωργαντάς, στα μέλη της διεπαγγελματικής οργάνωσης φέτας (ΕΔΟΦ) οι εξαγωγές φέτας διπλασιάστηκαν πέρυσι φτάνοντας σε αξία τα 605 εκατ. ευρώ, έναντι 388 εκατ. ευρώ προ πανδημίας.
Την ίδια στιγμή, η αγορά παστεριωμένου και υψηλής παστερίωσης γάλακτος υποχωρεί. Σύμφωνα με την Στόχασις, το 2022 η μείωση στο μέγεθος της συνολικής εγχώριας αγοράς εκτιμάται σε 3%, καθώς η αύξηση της μέσης τιμής έχει οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης. Τα στοιχεία μελέτης της Στόχασις Σύμβουλοι Επιχειρήσεων για την Γαλακτοβιομηχανία που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2022, δείχνουν ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης την περίοδο 2013-2021 διαμορφώνεται σε 3,2% για το φρέσκο γάλα και σε 2,9% για το γάλα υψηλής παστερίωσης. Επίσης το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς παστεριωμένου και υψηλής παστερίωσης γάλακτος παρουσίασε μείωση 3,2% το 2021 σε σχέση με το 2020, ως αποτέλεσμα της μείωσης της αγοράς ho.re.ca., λόγω της πανδημίας. Οι ίδιοι λόγοι οδήγησαν σε πτώση και την αγορά γιαουρτιού τη διετία 2020-2021 ενώ το 2022 οι πιέσεις συνεχίστηκαν λόγω σημαντικής αύξησης της μέσης τιμής των προϊόντων.
Οι τιμές και οι δυνητικές ελλείψεις
Αν και τον τελευταίο μήνα παρατηρούνται κάποιες περιπτώσεις παραγωγών που προχωρούν σε μειώσεις τιμών στο αιγοπρόβειο γάλα, βιομηχανία και παραγωγοί αναζητούν πεδίο συνεννόησης για δίκαιες τιμές στο γάλα την ώρα που τα υψηλά κόστη παραγωγής και ζωοτροφών, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στη διαπραγμάτευση.
Η αγορά επίσης καλείται να σταθμίσει επιπτώσεις από δυνητική έλλειψη στην βασική της πρώτη ύλη. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι η παραδοθείσα ποσότητα νωπού αγελαδινού γάλακτος στο πρώτο δίμηνο του 2023 ήταν 106.207 τόνοι, σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία του ΕΛΓΟ-Δήμητρα ενώ στο σύνολο του 2022 οι παραδόσεις ανήλθαν σε 643.067 τόνους, από 668.351 τόνους το 2021. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μείωση και στο πλήθος των παραγωγών, από 2.355 το 2021 σε 2.221 το 2022. Με βάση τον ΕΛΓΟ-Δήμητρα, τα στοιχεία για τους πρώτους μήνες του 2023 δείχνουν ότι το πλήθος των παραγωγών στη συγκεκριμένη κατηγορία του νωπού αγελαδινού γάλακτος ανέρχεται σε 1.818 τον Ιανουάριο και σε 1.801 τον Φεβρουάριο.
Μείωση παρατηρείται στις παραδοθείσες ποσότητες και άλλων κατηγοριών, όπως στο νωπό γίδινο γάλα. Με το κόστος ενέργειας, ζωοτροφών και άλλων δαπανών να ασκούν πιέσεις στις τιμές παραγωγού υπάρχουν επιπτώσεις στις τιμές των τελικών προϊόντων, που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ αν και ο πληθωρισμός υποχώρησε σε 3% τον Απρίλιο, παραμένουν και το 2023 οι αυξήσεις στα τρόφιμα, με την κατηγορία γαλακτοκομικά & αυγά να εμφανίζει ετήσια αύξηση 19,1% (με αποκλιμάκωση από τα επίπεδα του 25% τον Ιανουάριο). Τα στοιχεία της Στόχασις για το 11μηνο του 2022 δείχνουν, με βάση το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, ότι η μέση τιμή για το νωπό πλήρες γάλα αυξήθηκε 13% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021, ενώ για στο η αύξηση είναι 15%.
Οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού
Παρά τις προκλήσεις η επενδυτική κινητικότητα των τελευταίων ετών στον κλάδο άλλαξε τις ισορροπίες ενδυναμώνοντας ταυτόχρονα τους μεγάλους παίκτες της αγοράς. Υπενθυμίζεται η ολοκλήρωση της εξαγοράς της Vivartia από τη CVC Partners και εν μέσω πανδημίας η απόκτηση και της εταιρείας Δωδώνη και της Γκατένιο και πιο πρόσφατα, στα τέλη του 2022, η απόκτηση από τη Δέλτα και του τυροκομείου Κουρέλλα. Αντίπαλον δέος ο όμιλος της Ελληνικά Γαλακτοκομεία (Όλυμπος) και ο νέος πόλος που αναδείχθηκε με την μεταβίβαση του μεριδίου που κατείχε η CVC στη ΜΕΒΓΑΛ (μέσω της Δέλτα, θυγατρικής της Vivartia) σε μέλη της oικογένειας Χατζάκου και την είσοδο εν συνεχεία στο μετοχικό κεφάλαιο της μακεδονικής γαλακτοβιομηχανίας του Σπύρου Θεοδωρόπουλου.
Με τις παραπάνω κινήσεις οι μεγάλοι παίκτες της αγοράς είτε βρήκαν βηματισμό μετά από δοκιμασίες, όπως π.χ. η ΜΕΒΓΑΛ, που κατάφερε να μπει σε τροχιά ανάπτυξης μετά και την αναδιάρθρωση του δανεισμού της και πλέον να σχεδιάζει στρατηγική για το μέλλον με έναν ισχυρό μέτοχο, είτε ενίσχυσαν περαιτέρω τη θέση τους. Για παράδειγμα η Vivartia απολαμβάνει συνέργειες, καθώς το χαρτοφυλάκιο των αποκτηθέντων δραστηριοτήτων της Δωδώνη λειτουργεί συμπληρωματικά με αυτό της ∆έλτα. Επίσης η Ελληνικά Γαλακτοκομία έχει ενισχύσει τη θέση της στην αγορά με επενδύσεις σε παραγωγικές εγκαταστάσεις και επέκταση στα αναψυκτικά και το εμφιαλωμένο νερό, μέσω εξαγορών των εταιρειών Κλιάφας και Δουμπιά αντίστοιχα. Απέκτησε επίσης την γαλακτοβιομηχανία ΑΓΝΟ σε πλειστηριασμό αλλά και συμμετοχή στη Ν.Θ. Κουρούσιης Ltd στην Κύπρο.
Με βάση τους ισολογισμούς του 2021 (επεξεργασία Στόχασις), η Ελληνικά Γαλακτοκομεία είναι η μεγαλύτερη ελληνική γαλακτοβιομηχανία με κύκλο εργασιών 328,2 εκατ. ευρώ. Δραστηριοποιείται μέσω θυγατρικών στις βαλκανικές χώρες καθώς και σε Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, Γερμανία, Σουηδία, Γαλλία κ.α. ενώ εμπορικά έχει παρουσία σε 47 χώρες.
H Friesland Cambina εμφανίζει τζίρο 273,8 εκατ. ευρώ το 2021 αλλά σε μεγάλο βαθμό αυτός αποτυπώνει εισαγωγές, οπότε η ΔΕΛΤΑ είναι δεύτερη στην κατάταξη με κύκλο εργασιών 225 εκατ. ευρώ. Η τελευταία μεταβίβασε πέρυσι τη θυγατρική της στη Βουλγαρία, United Milk Co, στην Ελληνικά Γαλακτοκομεία ενώ δραστηριοποιείται σε Ιταλία, Γαλλία, Κύπρο, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, στις βαλκανικές χώρες μέχρι τις ΗΠΑ και τα ΗΑΕ.
Στην 3η θέση της κατάταξης η ΦΑΓΕ, με κύκλο εργασιών 146,1 εκατ. ευρώ το 2021. Σημειώνεται ότι η εταιρεία, που δραστηριοποιείται εκτός από την Ελλάδα και σε ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιταλία, ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα αύξηση πωλήσεων στο α’ τρίμηνο του 2023 κατά 6,8%, με αύξηση σε όλες τις αγορές πλην της Ελλάδας όπου σημείωσε μείωση πωλήσεων 0,5%. Συνολικά ευνοήθηκε από την αύξηση της μέσης καθαρής τιμής πώλησης κατά 15,5% στις αγορές που δραστηριοποιείται.
Ακολουθεί 4η σε μέγεθος η Κρι-Κρι με κύκλο εργασιών 135 εκατ. ευρώ το 2021, με παρουσία σε πάνω από 20 χώρες και ισχυρό μερίδιο στο γιαούρτι. 5η μεγαλύτερη γαλακτοβιομηχανία είναι η ΜΕΒΓΑΛ με κύκλο εργασιών 130 εκατ. ευρώ, η οποία αντλεί το 1/3 του τζίρου της από τις εξαγωγές. Ακολουθεί η ΔΩΔΩΝΗ, με 120 εκατ. ευρώ τζίρο το 2021, η οποία πέρα από την ενίσχυση της θέσης στην εγχώρια αγορά αναπτύσσεται με θυγατρική και στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Ολλανδία και την Κύπρο.
Στις 10 μεγαλύτερες βιομηχανίες περιλαμβάνονται επίσης Γκατένιο (75 εκατ. ευρώ), Leader (70,5 εκατ. ευρώ), Φάρμα Κουκάκη (32,7 εκατ. ευρώ) και η Εβροφάρμα (31 εκατ. ευρώ).
Σε τιμές χονδρικής (2022) η αξία της ξεπερνά τα 1,6 δισ. ευρώ ενώ πριμοδοτείται την τελευταία διετία από την αύξηση των τιμών των προϊόντων. Πάντως, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις στην εγχώρια αγορά οι εξαγωγές αναπτύσσονται ικανοποιητικά με ναυαρχίδα το γιαούρτι, που γράφει διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης ενώ ενδεικτική είναι και η υπεραπόδοση της φέτας. Όπως ανέφερε πρόσφατα ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Γιώργος Γεωργαντάς, στα μέλη της διεπαγγελματικής οργάνωσης φέτας (ΕΔΟΦ) οι εξαγωγές φέτας διπλασιάστηκαν πέρυσι φτάνοντας σε αξία τα 605 εκατ. ευρώ, έναντι 388 εκατ. ευρώ προ πανδημίας.
Την ίδια στιγμή, η αγορά παστεριωμένου και υψηλής παστερίωσης γάλακτος υποχωρεί. Σύμφωνα με την Στόχασις, το 2022 η μείωση στο μέγεθος της συνολικής εγχώριας αγοράς εκτιμάται σε 3%, καθώς η αύξηση της μέσης τιμής έχει οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης. Τα στοιχεία μελέτης της Στόχασις Σύμβουλοι Επιχειρήσεων για την Γαλακτοβιομηχανία που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2022, δείχνουν ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης την περίοδο 2013-2021 διαμορφώνεται σε 3,2% για το φρέσκο γάλα και σε 2,9% για το γάλα υψηλής παστερίωσης. Επίσης το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς παστεριωμένου και υψηλής παστερίωσης γάλακτος παρουσίασε μείωση 3,2% το 2021 σε σχέση με το 2020, ως αποτέλεσμα της μείωσης της αγοράς ho.re.ca., λόγω της πανδημίας. Οι ίδιοι λόγοι οδήγησαν σε πτώση και την αγορά γιαουρτιού τη διετία 2020-2021 ενώ το 2022 οι πιέσεις συνεχίστηκαν λόγω σημαντικής αύξησης της μέσης τιμής των προϊόντων.
Οι τιμές και οι δυνητικές ελλείψεις
Αν και τον τελευταίο μήνα παρατηρούνται κάποιες περιπτώσεις παραγωγών που προχωρούν σε μειώσεις τιμών στο αιγοπρόβειο γάλα, βιομηχανία και παραγωγοί αναζητούν πεδίο συνεννόησης για δίκαιες τιμές στο γάλα την ώρα που τα υψηλά κόστη παραγωγής και ζωοτροφών, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στη διαπραγμάτευση.
Η αγορά επίσης καλείται να σταθμίσει επιπτώσεις από δυνητική έλλειψη στην βασική της πρώτη ύλη. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι η παραδοθείσα ποσότητα νωπού αγελαδινού γάλακτος στο πρώτο δίμηνο του 2023 ήταν 106.207 τόνοι, σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία του ΕΛΓΟ-Δήμητρα ενώ στο σύνολο του 2022 οι παραδόσεις ανήλθαν σε 643.067 τόνους, από 668.351 τόνους το 2021. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μείωση και στο πλήθος των παραγωγών, από 2.355 το 2021 σε 2.221 το 2022. Με βάση τον ΕΛΓΟ-Δήμητρα, τα στοιχεία για τους πρώτους μήνες του 2023 δείχνουν ότι το πλήθος των παραγωγών στη συγκεκριμένη κατηγορία του νωπού αγελαδινού γάλακτος ανέρχεται σε 1.818 τον Ιανουάριο και σε 1.801 τον Φεβρουάριο.
Μείωση παρατηρείται στις παραδοθείσες ποσότητες και άλλων κατηγοριών, όπως στο νωπό γίδινο γάλα. Με το κόστος ενέργειας, ζωοτροφών και άλλων δαπανών να ασκούν πιέσεις στις τιμές παραγωγού υπάρχουν επιπτώσεις στις τιμές των τελικών προϊόντων, που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ αν και ο πληθωρισμός υποχώρησε σε 3% τον Απρίλιο, παραμένουν και το 2023 οι αυξήσεις στα τρόφιμα, με την κατηγορία γαλακτοκομικά & αυγά να εμφανίζει ετήσια αύξηση 19,1% (με αποκλιμάκωση από τα επίπεδα του 25% τον Ιανουάριο). Τα στοιχεία της Στόχασις για το 11μηνο του 2022 δείχνουν, με βάση το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, ότι η μέση τιμή για το νωπό πλήρες γάλα αυξήθηκε 13% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021, ενώ για στο η αύξηση είναι 15%.
Οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού
Παρά τις προκλήσεις η επενδυτική κινητικότητα των τελευταίων ετών στον κλάδο άλλαξε τις ισορροπίες ενδυναμώνοντας ταυτόχρονα τους μεγάλους παίκτες της αγοράς. Υπενθυμίζεται η ολοκλήρωση της εξαγοράς της Vivartia από τη CVC Partners και εν μέσω πανδημίας η απόκτηση και της εταιρείας Δωδώνη και της Γκατένιο και πιο πρόσφατα, στα τέλη του 2022, η απόκτηση από τη Δέλτα και του τυροκομείου Κουρέλλα. Αντίπαλον δέος ο όμιλος της Ελληνικά Γαλακτοκομεία (Όλυμπος) και ο νέος πόλος που αναδείχθηκε με την μεταβίβαση του μεριδίου που κατείχε η CVC στη ΜΕΒΓΑΛ (μέσω της Δέλτα, θυγατρικής της Vivartia) σε μέλη της oικογένειας Χατζάκου και την είσοδο εν συνεχεία στο μετοχικό κεφάλαιο της μακεδονικής γαλακτοβιομηχανίας του Σπύρου Θεοδωρόπουλου.
Με τις παραπάνω κινήσεις οι μεγάλοι παίκτες της αγοράς είτε βρήκαν βηματισμό μετά από δοκιμασίες, όπως π.χ. η ΜΕΒΓΑΛ, που κατάφερε να μπει σε τροχιά ανάπτυξης μετά και την αναδιάρθρωση του δανεισμού της και πλέον να σχεδιάζει στρατηγική για το μέλλον με έναν ισχυρό μέτοχο, είτε ενίσχυσαν περαιτέρω τη θέση τους. Για παράδειγμα η Vivartia απολαμβάνει συνέργειες, καθώς το χαρτοφυλάκιο των αποκτηθέντων δραστηριοτήτων της Δωδώνη λειτουργεί συμπληρωματικά με αυτό της ∆έλτα. Επίσης η Ελληνικά Γαλακτοκομία έχει ενισχύσει τη θέση της στην αγορά με επενδύσεις σε παραγωγικές εγκαταστάσεις και επέκταση στα αναψυκτικά και το εμφιαλωμένο νερό, μέσω εξαγορών των εταιρειών Κλιάφας και Δουμπιά αντίστοιχα. Απέκτησε επίσης την γαλακτοβιομηχανία ΑΓΝΟ σε πλειστηριασμό αλλά και συμμετοχή στη Ν.Θ. Κουρούσιης Ltd στην Κύπρο.
Με βάση τους ισολογισμούς του 2021 (επεξεργασία Στόχασις), η Ελληνικά Γαλακτοκομεία είναι η μεγαλύτερη ελληνική γαλακτοβιομηχανία με κύκλο εργασιών 328,2 εκατ. ευρώ. Δραστηριοποιείται μέσω θυγατρικών στις βαλκανικές χώρες καθώς και σε Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, Γερμανία, Σουηδία, Γαλλία κ.α. ενώ εμπορικά έχει παρουσία σε 47 χώρες.
H Friesland Cambina εμφανίζει τζίρο 273,8 εκατ. ευρώ το 2021 αλλά σε μεγάλο βαθμό αυτός αποτυπώνει εισαγωγές, οπότε η ΔΕΛΤΑ είναι δεύτερη στην κατάταξη με κύκλο εργασιών 225 εκατ. ευρώ. Η τελευταία μεταβίβασε πέρυσι τη θυγατρική της στη Βουλγαρία, United Milk Co, στην Ελληνικά Γαλακτοκομεία ενώ δραστηριοποιείται σε Ιταλία, Γαλλία, Κύπρο, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, στις βαλκανικές χώρες μέχρι τις ΗΠΑ και τα ΗΑΕ.
Στην 3η θέση της κατάταξης η ΦΑΓΕ, με κύκλο εργασιών 146,1 εκατ. ευρώ το 2021. Σημειώνεται ότι η εταιρεία, που δραστηριοποιείται εκτός από την Ελλάδα και σε ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιταλία, ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα αύξηση πωλήσεων στο α’ τρίμηνο του 2023 κατά 6,8%, με αύξηση σε όλες τις αγορές πλην της Ελλάδας όπου σημείωσε μείωση πωλήσεων 0,5%. Συνολικά ευνοήθηκε από την αύξηση της μέσης καθαρής τιμής πώλησης κατά 15,5% στις αγορές που δραστηριοποιείται.
Ακολουθεί 4η σε μέγεθος η Κρι-Κρι με κύκλο εργασιών 135 εκατ. ευρώ το 2021, με παρουσία σε πάνω από 20 χώρες και ισχυρό μερίδιο στο γιαούρτι. 5η μεγαλύτερη γαλακτοβιομηχανία είναι η ΜΕΒΓΑΛ με κύκλο εργασιών 130 εκατ. ευρώ, η οποία αντλεί το 1/3 του τζίρου της από τις εξαγωγές. Ακολουθεί η ΔΩΔΩΝΗ, με 120 εκατ. ευρώ τζίρο το 2021, η οποία πέρα από την ενίσχυση της θέσης στην εγχώρια αγορά αναπτύσσεται με θυγατρική και στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Ολλανδία και την Κύπρο.
Στις 10 μεγαλύτερες βιομηχανίες περιλαμβάνονται επίσης Γκατένιο (75 εκατ. ευρώ), Leader (70,5 εκατ. ευρώ), Φάρμα Κουκάκη (32,7 εκατ. ευρώ) και η Εβροφάρμα (31 εκατ. ευρώ).