Απαραίτητη θεωρεί ότι είναι η περαιτέρω σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία εξήγησε ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη παραμένει σε υψηλά επίπεδα αν και υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων έχουν αρχίσει να λειτουργούν.

Η ΕΚΤ, η οποία σήμερα γιορτάζει τα 25α γενέθλια της,  έχει αυξήσει τα επιτόκια συνολικά κατά 375 μονάδες βάσης από τον Ιούλιο και έχει δώσει σήμα για μια ακόμα αύξηση τον Ιούνιο. άλλη μια κίνηση τον Ιούνιο, παρά τα νέα στοιχεία που δείχνουν ότι ο πληθωρισμός υποχώρησε πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο τον Μάιο. Ο ετήσιος πληθωρισμός επιβράδυνε στο 6,1% τον Μάιο, από 7,0% τον Απρίλιο σύμφωνα με την αρχική εκτίμηση της Eurostat. Ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος εξαιρεί τις ευμετάβλητες τιμές των τροφίμων και των καυσίμων και ο οποίος έχει διαδραματίσει βαρύνοντα ρόλο στις συνεδριάσεις πολιτικής της ΕΚΤ, μειώθηκε στο 5,3% από 5,6%. Το αποτέλεσμα ήταν καλύτερο από το 5,5% που ανέμεναν οι οικονομολόγοι.

Λαγκάρντ: Ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός και πρόκειται να παραμείνει έτσι για πάρα πολύ καιρό

«Σήμερα, ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός και πρόκειται να παραμείνει έτσι για πάρα πολύ καιρό. Είμαστε αποφασισμένοι να το επαναφέρουμε στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% εγκαίρως. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχουμε αυξήσει τα επιτόκια με τον ταχύτερο ρυθμό μας και έχουμε καταστήσει σαφές ότι έχουμε ακόμα έδαφος να καλύψουμε για να φέρουμε τα επιτόκια σε αρκετά περιοριστικά επίπεδα», τόνισε λίγο νωρίτερα η Κ. Λαγκάρντ σε ομιλία της στο Ανόβερο, προαναγγέλλοντας νέο γύρο αυξήσεων στα επιτόκια.

«Πρέπει να συνεχίσουμε τον κύκλο των αυξήσεών μας μέχρι να είμαστε αρκετά σίγουροι ότι ο πληθωρισμός είναι σε καλό δρόμο για να επιστρέψει έγκαιρα στον στόχο μας. Ταυτόχρονα, πρέπει να αξιολογήσουμε προσεκτικά την ισχύ της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στις συνθήκες χρηματοδότησης, την οικονομία και τον πληθωρισμό» συμπλήρωσε η «σιδηρά κυρία» της ΕΚΤ, αναδεικνύοντας και την άλλη όψη του νομίσματος: τις επιπτώσεις στο κόστος χρηματοδότησης νοικοκυριών- επιχειρήσεων, αλλά και την πίεση που θα ασκηθεί στις κυβερνήσεις να «μαζέψουν» τα μέτρα στήριξης.