Παράθυρο για την αποφυγή πληρωμής εισφορών στον ΕΦΚΑ ανοίγει εγκύκλιος της υπηρεσίας για χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους, που είναι ταυτόχρονα και μισθωτοί. Προκειμένου να αποφύγουν δεύτερες εισφορές -αφού δεν προσθέτουν κάτι στη σύνταξη στο μέλλον- πρέπει να ζητήσουν εξαίρεση.

 

Οι εισφορές που καταβάλλονται από τη μισθωτή απασχόληση, αφαιρούνται από τις εισφορές της ασφαλιστικής κατηγορίας που έχει επιλέξει ο ασφαλισμένος, ενώ η εξαίρεση ανοίγεται εφόσον οι ελάχιστες εισφορές που καταβάλει ο απασχολούμενος δεν υπολείπονται του ποσού της 2ης ασφαλιστικής κατηγορίας των ελευθέρων επαγγελματιών/αυτοαπασχολούμενων.

 

Έτσι, ο μισθωτός, προκειμένου να απαλλαγεί από το βάρος της ασφάλισης από τη δεύτερη απασχόληση ως ελεύθερος επαγγελματίας, θα πρέπει ο εργοδότης του να καταβάλει σαν ασφάλιστρα τουλάχιστον 276,31 ευρώ κάθε μήνα. Και επειδή οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα λαμβάνουν 14 μισθούς, θα πρέπει τα ετήσια ασφάλιστρα (για κύρια ασφάλιση και υγειονομική περίθαλψη) να ανέρχονται σε 3.316 ευρώ. Δηλαδή, οι μηνιαίες αποδοχές του μισθωτού θα πρέπει να κυμαίνονται άνω των 912 ευρώ μεικτά.

 

Μόνο οι μισθωτοί που κάνουν υπερωρίες ή απασχολούνται και σε δεύτερη εργασία με μερική απασχόληση, καταβάλλουν εισφορές από κάθε δραστηριότητα. Όπως εξάλλου και οι υψηλόμισθοι καθώς το πλαφόν των μηνιαίων αποδοχών, πάνω από τις οποίες δεν παρακρατούνται εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ, ανέρχεται στις 6.500 ευρώ. Έτσι, ένας μισθωτός που εργάζεται 12 και 13 ώρες την ημέρα πληρώνει ασφάλιστρα έως και 1.300 ευρώ τον μήνα, ενώ αντίθετα ο μισθωτός – ελεύθερος επαγγελματίας περιορίζεται στα 276,31 ευρώ. Βεβαίως, ο μισθωτός των 1.300 ευρώ τον μήνα θα λάβει υψηλότερη σύνταξη. Αλλά και οι δύο θα λάβουν την ίδια εθνική σύνταξη (413 ευρώ τον μήνα για τουλάχιστον 20ετή ασφάλιση).

 

Σε περίπτωση που οι εισφορές από τη μισθωτή απασχόληση είναι υποδεέστερες (χαμηλόμισθος, διαλείπουσα εργασία, μερική απασχόληση ή εποχική εργασία στον τουριστικό κλάδο κ.λπ.) τότε ο απασχολούμενος υποχρεούται να καταβάλει τη διαφορά (επιπλέον εισφορές ως ελεύθερος επαγγελματίας) μέχρι τη συμπλήρωση του ποσού που κάθε φορά ορίζεται ως ποσό για τη δεύτερη ασφαλιστική κλάση.

 

Ως προς τους αγρότες οι εισφορές που καταβάλλονται από τη μισθωτή απασχόληση, αφαιρούνται από τις εισφορές της ασφαλιστικής κατηγορίας που έχει επιλέξει ο ασφαλισμένος. Οι ελάχιστες εισφορές δεν μπορούν να υπολείπονται του ποσού της 2ης ασφαλιστικής κατηγορίας.

 

Στις εισφορές του αγρότη – ελεύθερου επαγγελματία υπολογίζονται (αφαιρούνται) και τα εργόσημα σαν εισφορές μισθωτής απασχόλησης. Στις περιπτώσεις των αγροτών το ελάχιστο ποσό ασφάλισης κάθε μήνα είναι 164,5 ευρώ (δεύτερη ασφαλιστική κλάση). Αυτό σημαίνει ότι ο αγρότης, που παράλληλα απασχολείται και ως μισθωτός, έστω σποραδικά, απαλλάσσεται των ασφαλιστικών εισφορών υπέρ ΕΦΚΑ στην περίπτωση που καταβάλλει (αυτός και ο εργοδότης του) ασφαλιστικές εισφορές τουλάχιστον 1.974 ευρώ τον χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι ο μέσος μηνιαίος μισθός δεν μπορεί να είναι κατώτερος των 543 ευρώ μεικτά τον μήνα.

 

Να σημειωθεί ότι η απαλλαγή από τη δεύτερη ασφάλιση, σε περίπτωση άσκησης και άλλου επαγγέλματος, καθιερώθηκε για τους νέους ασφαλισμένους (εισερχόμενοι στην αγορά εργασίας μετά την 1/1/1993) πριν από 30 χρόνια και επεκτάθηκε από το 2016 στο σύνολο των απασχολημένων.