Με απόλυτη σαφήνεια ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Άδωνις Γεωργιάδης, επιβεβαίωσε το ρεπορτάζ της «Α» για την εργασία των συνταξιούχων. Ανέφερε συγκεκριμένα: «Θα υπάρχει παρακράτηση 10%, όλη η σύνταξη θα αποδίδεται και το 98% των εργαζόμενων συνταξιούχων θα έχουν αύξηση 20% στο εισόδημά τους. Με τη ρύθμιση του υπουργείου Εργασίας, για να μην έχεις κέρδος, πρέπει ως εργαζόμενος συνταξιούχος να έχεις μηνιαίο καθαρό μισθό άνω των 3.000 ευρώ, δηλαδή 36.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα από την εργασία. Με τη νέα διάταξη, οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι θα λαμβάνουν το σύνολο της σύνταξής τους και θα παρακρατείται ένα πολύ μικρό ποσοστό 10% από τον μισθό της εργασίας τους», διευκρίνισε ο υπουργός.

Για τις άμεσες εκδόσεις συντάξεων, ο κ. Γεωργιάδης τόνισε: «Ετοιμάζουμε μία υπηρεσία, ένα virtual δωμάτιο, όπου θα μπορεί να επικοινωνεί ο ασφαλισμένος με τον εισηγητή της συντάξεώς του, να διατυπώνει τις απορίες του, π.χ. γιατί καθυστερεί η σύνταξή του, ή να του λέει ο εισηγητής τι δικαιολογητικό λείπει και δεν μπορεί να εκδώσει τη σύνταξη, ώστε να επιταχύνουμε τη διαδικασία έκδοσης συντάξεως».

Τι προβλέπεται

Οφέλη, και μάλιστα σημαντικά, θα προκύψουν στο τελικό ύψος της σύνταξης με την παράλληλη απασχόληση, τονίζει επίσης ο κ. Γεωργιάδης: «Το υπουργείο εξετάζει να προσμετρώνται στον ασφαλιστικό χρόνο των εργαζομένων, που απασχολούνται ταυτόχρονα σε δύο εργοδότες, τα ένσημα και από τη δεύτερη δουλειά, κάτι που δεν ισχύει σήμερα. Οι επιπλέον ώρες θα εξασφαλίζουν στον εργαζόμενο υψηλότερη σύνταξη. Έτσι, οι επιπλέον ώρες της παράλληλης απασχόλησης θα έχουν ασφαλιστική ανταπόδοση στον εργαζόμενο και θα του εξασφαλίζουν υψηλότερη σύνταξη, καθώς θα αυξάνεται το ποσοστό αναπλήρωσης, χωρίς ωστόσο να αλλάζουν τα απαιτούμενα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης». Παράλληλα, με το ασφαλιστικό όφελος που θα αποκομίζουν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι θα επιλέξουν να έχουν παράλληλη απασχόληση, το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης επιδιώκει να καταπολεμήσει την αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία.

Χρέη προς ΕΦΚΑ

Θα προηγηθεί νομοθετική ρύθμιση για να εντοπιστούν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές και μετά θα κινηθούν οι διαδικασίες αναγκαστικών μέτρων. Η κυβέρνηση και το υπουργείο Εργασίας προωθούν τη συνταξιοδότηση ασφαλισμένων οι οποίοι οφείλουν έως 30.000 €. Η νέα διάταξη θα ορίζει ότι «θα εκδίδεται η σύνταξη για χρέος έως 30.000 €, δεν θα τη λαμβάνει όμως ο συνταξιούχος έως ότου το χρέος πέσει στα 20.000 €. Τότε, θα έρχονται οι 60 δόσεις, με παρακράτηση της σύνταξης. Όμως, θα προηγηθεί νομοθετική ρύθμιση για να εντοπιστούν πρώτα οι στρατηγικοί κακοπληρωτές. Κυρίαρχο στοιχείο θα είναι ο διαχωρισμός των αδυνάμων από τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, όσους δηλαδή διαθέτουν καταθέσεις και περιουσία και δεν καταβάλλουν εισφορές. Αυτό θα γίνει με άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών». «Έρχονται», κατέληξε ο κ. Γεωργιάδης, «κριτήρια, όπως η περιουσιακή κατάσταση και η άρση του τραπεζικού απορρήτου».

Αύξηση μισθών

Για τις αυξήσεις στους μισθούς, ο υπουργός Εργασίας υπογράμμισε ότι «όλες οι δεσμεύσεις μας είναι στο ακέραιο ανειλημμένες. Όσο η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός κρατούν σταθερά το τιμόνι της οικονομίας, μην ανησυχείτε. Η Ελλάδα παραμένει μία θετική έκπληξη στην οικονομία μέσα στην Ευρωζώνη. Πιστεύω ακράδαντα ότι μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχει έρθει η αναβάθμιση στην οικονομία. Το νέο νομοσχέδιο είναι υπέρ του εργαζομένου. Ενισχύεται η θέση του εργαζομένου», τόνισε ο κ. Γεωργιάδης σχετικά με το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο.

Όπως προβλέπεται, νομιμοποιείται η εργασία σε περισσότερους του ενός εργοδότη, χωρίς όμως να θίγεται το υπερεθνικό -ήδη θεσμοθετημένο- πλαίσιο για τα μέγιστα χρονικά όρια εργασίας, τα οποία πρέπει να τηρούνται απαρεγκλίτως. Στο εξής, θα επιτρέπεται η δεύτερη δουλειά, αν κάποιος το επιθυμεί, ενώ θα διατηρηθεί ο ελάχιστος χρόνος ανάπαυσης, που είναι 11 ώρες στο 24ωρο. Επίσης, εντός ενός 24ώρου ισχύει μόνο μία πλήρης απασχόληση και μία μερική απασχόληση κατ’ ανώτατο όριο, συνεπώς δεν θίγεται η 40ωρη/5ήμερη εργασία και δεν θίγεται το ανώτατο όριο των 48 ωρών, στο οποίο περιλαμβάνεται ο χρόνος υπερεργασίας και υπερωρίας, ως μέσος όρος στους τέσσερις μήνες περιόδου αναφοράς, όπως ορίζεται στο ΠΔ 88/1999».