Ο οίκος αξιολόγησης DBRS έδωσε στην ελληνική οικονομία την επενδυτική βαθμίδα… εν μέσω θυέλλης που προκάλεσε η πρωτοφανής θεομηνία.

Η θετική αυτή εξέλιξη, που αποτελεί τον πρώτο κρίκο σε μια μακρά αλυσίδα διαρκών αναβαθμίσεων που αναμένεται ότι θα ακολουθήσουν τον Σεπτέμβριο, τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο, αλλά και εντός του 2024, από τους μεγάλους αμερικανικούς οίκους αξιολόγησης (Moody’s, Standard & Poor και Fitch), συνεπάγεται -κατά τους ειδικούς- μείωση των επιτοκίων δανεισμού για το Δημόσιο, φτηνότερο χρήμα για τις περισσότερες επιχειρήσεις, καλύτερους μισθούς, ευκολότερα δάνεια, νέες θέσεις εργασίας, μεγαλύτερες επενδύσεις, λιγότερα βάρη για τους φορολογούμενους, ισχυρά ομόλογα και σταθερότητα στην οικονομία.

Ο καναδικός οίκος αναβάθμισε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα BBB (low) με σταθερές προοπτικές (trend), από τη βαθμίδα BB (high) -που ήταν μία βαθμίδα χαμηλότερα από τη λεγόμενη επενδυτική- και τις σταθερές προοπτικές.

Με απλά λόγια, η DBRS πιστοποίησε πως η πορεία της ελληνικής οικονομίας εγγυάται ότι οι δανειστές της Ελλάδας παίρνουν πλέον πολύ χαμηλότερο ρίσκο επενδύοντας τα χρήματά τους σε εκδόσεις ελληνικού χρέους (είτε από το κράτος είτε από τις επιχειρήσεις), κατατάσσοντας έτσι την Ελλάδα μεταξύ των αξιόπιστων παικτών στις διεθνείς αγορές.

Τονίζει ότι «η αναβάθμιση αντανακλά την άποψη ότι, με βάση και το εντυπωσιακό ιστορικό της Ελλάδας, οι ελληνικές Αρχές θα παραμείνουν δεσμευμένες στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, διασφαλίζοντας ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση».

Τα πρώτα διεθνή εύσημα ήρθαν από τον ESM, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, στα χέρια του οποίου βρίσκεται και το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της χώρας. Επισήμανε χαρακτηριστικά:

«Η Ελλάδα πέτυχε ένα ορόσημο που αξίζει να γιορταστεί - ανέκτησε επενδυτική βαθμίδα από έναν από τους μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης λόγω των αξιοσημείωτων προσπαθειών των κυβερνήσεων και του ελληνικού λαού. Η προσαρμογή ήταν δύσκολη, αλλά κατά την τελευταία δεκαετία εισήγαγαν διαρκείς μεταρρυθμίσεις, ανοικοδόμησαν την εμπιστοσύνη των επενδυτών και εργάστηκαν για μια πιο βιώσιμη οικονομία. Μαζί με την υποστήριξη του ESM, η Ελλάδα έσπειρε τους σπόρους για μια εντυπωσιακή ανάκαμψη. Η προώθηση του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης, οι επενδύσεις και η παραμονή σε μια συνετή δημοσιονομική πορεία θα ενισχύσουν την επιτυχία και την εμπιστοσύνη της αγοράς».

Γιατί τώρα;

Όπως αναφέρουν οικονομικοί παρατηρητές, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έπειτα από 13 ολόκληρα χρόνια, κατά τα οποία η χώρα μας αποτελούσε οικονομικό παρία της Ευρωζώνης, ήρθε μεταξύ άλλων «γιατί είχαμε νοικοκύρεμα της οικονομίας, πρόωρη αποπληρωμή δανείων, πρόοδο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, εισροή κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, περιορισμό της φοροδιαφυγής και πολιτική σταθερότητα».

Κυβερνητικοί παράγοντες τόνιζαν από την Παρασκευή στην «Α» ότι «έως το τέλος του 2023 η Ελλάδα θα έχει αποπληρώσει σε μία διετία το 30% δανείου ύψους 32,3 δισ. ευρώ που θα εξοφλούσε υπό κανονικές συνθήκες σε 15 χρόνια, δηλαδή το 2038. Αφορά τη δεύτερη δόση πρόωρης αποπληρωμής του δανείου 32,3 δισ. ευρώ που πήρε η χώρα από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης με το μνημόνιο του 2010. Το όφελος από τη “διαγραφή” αυτού του χρέους 5,3 δισ. ευρώ υπολογίζεται σε 40.000.000 ευρώ σε τόκους που μπορούν να αποδοθούν στην κοινωνία».

Οι δεσμεύσεις

Για σημαντική εξέλιξη σε πολύ δύσκολη συγκυρία έκανε λόγο ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης. Σημείωσε ότι, δίνοντας στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar, ένας από τους τέσσερις διεθνείς οίκους που αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την κατατάσσει σε μια διαφορετική πλέον κατηγορία από πλευράς πιστοληπτικής αξιολόγησης. Κάνει λόγο «τόσο για την επιτυχία της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης σε διαφορετικά επίπεδα (αύξηση των επενδύσεων, των εξαγωγών, μείωση της ανεργίας, μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ), όσο και για τον συνδυασμό της πολιτικής σταθερότητας με την υπεύθυνη οικονομική πολιτική, που δημιουργεί ένα κατάλληλο κλίμα για την περαιτέρω ενδυνάμωση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας».

Ο ίδιος έστειλε το μήνυμα ότι οι μεταρρυθμίσεις θα συνεχιστούν: «Απόφαση της κυβέρνησης είναι να συνεχίσει χωρίς παρεκκλίσεις και ταλαντεύσεις την ίδια πολιτική δημοσιονομικής σοβαρότητας και ευθύνης, η οποία είναι και η μόνη σταθερή βάση για την ανάπτυξη και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας».

Προσθέτοντας ότι «δουλειά μας είναι να συνεχίσουμε με σοβαρότητα τις προσπάθειές μας στο επίπεδο της δημοσιονομικής πολιτικής όσο και των διαρθρωτικών αλλαγών, για να πείθουμε τόσο τους οίκους αξιολόγησης όσο και τις αγορές και τους επενδυτές ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου αξίζει κανείς να επενδύει και να ανοίγει καινούργιες δουλειές. Το οφείλουμε σε όλους τους Έλληνες πολίτες, το οφείλουμε στην πατρίδα μας».

Ποια τα οφέλη από τη σημαντική απόφαση

Οι ειδικοί κάνουν λόγο για:

  1. Μείωση στο κόστος δανεισμού για το Δημόσιο, τις τράπεζες, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
  2. Φτηνότερο χρήμα για επενδύσεις.
  3. Μείωση 40% στο «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων για χρηματοδότηση των τραπεζών από την ΕΚΤ και κατάργηση των εξαιρέσεων (waivers).
  4. Εισροές διεθνών κεφαλαίων στην πραγματική οικονομία και στο χρηματιστήριο.
  5. Δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και συνακόλουθα μείωση ανεργίας.
  6. Επιπλέον αύξηση του ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 0,5% το 2024 λόγω επενδυτικής βαθμίδας.
  7. Λιγότερα φορολογικά βάρη για τους πολίτες λόγω της μείωσης στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
  8. Αύξηση εισοδημάτων για τους πολίτες και εσόδων για το Δημόσιο.
  9. Καλύτερους όρους περαιτέρω αποκλιμάκωσης του χρέους.
  10. Πίεση για περισσότερες διαρθρωτικές αλλαγές.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 11/9