«Σφραγίδα» αξιοπιστίας για την Ελλάδα και επιστέγασµα µιας µακρόχρονης προσπάθειας για την ανόρθωση της ελληνικής οικονοµίας, την οποία υποστήριξε η ελληνική κοινωνία, αποτελεί η ανάκτηση της επενδυτικής βαθµίδας για τη χώρα µας από τέσσερις οίκους αξιολόγησης, εκ των οποίων δύο -η DBRS και πρόσφατα η Standard & Poor’s- είναι επίσηµα αναγνωρισµένοι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθµίδας αποτελεί ορόσηµο για την ελληνική οικονοµία, καθώς ύστερα από 13 χρόνια ξαναβάζει την Ελλάδα στον «χάρτη» των µεγάλων και µακροπρόθεσµων διεθνών επενδυτών, διαµορφώνοντας πολύ ευνοϊκές συνθήκες δανεισµού για το ελληνικό ∆ηµόσιο, τις τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταµεία και, κυρίως, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Τα οφέλη της επενδυτικής βαθµίδας θα διαχυθούν µέχρι το απλό νοικοκυριό και τον µικροµεσαίο επιχειρηµατία, που θα δουν, σε µια εποχή συσταλτικής νοµισµατικής πολιτικής της ΕΚΤ (δηλ. υψηλών επιτοκίων), το κόστος δανεισµού τους να µειώνεται. Παράλληλα, η έλευση νέων, ισχυρότερων και µακροπρόθεσµων επενδυτών που θα επενδύσουν στη χώρα µας θα ανοίξει περισσότερες και καλύτερα αµειβόµενες θέσεις εργασίας.

vathmida_1
Η επενδυτική βαθµίδα δεν είναι κάτι θεωρητικό ή κάτι που αφορά λίγους. Αξίζει να θυµηθεί κανείς ότι, όταν οι ξένοι οίκοι, πριν από κάποια χρόνια (και συγκεκριµένα πρώτη η S&P το 2009), υποβάθµισαν την ελληνική οικονοµία, αυτό οδήγησε στα µνηµόνια και στα µέτρα λιτότητας, από τα οποία επλήγησαν πολύ σκληρότερα οι πιο αδύναµοι οικονοµικά. Τώρα, µε την αναβάθµιση στην επενδυτική βαθµίδα, δηµιουργούνται συνθήκες αύξησης του πλούτου της χώρας και αύξησης των εισοδηµάτων όλων των Ελλήνων, βγάζοντας από τη φτωχοποίηση τους πλέον αδυνάµους.

Επενδυτική βαθμίδα: Κεφάλαια από τη δεξαµενή των τρισεκατοµµυρίων

Εχοντας την επενδυτική βαθµίδα, η Ελλάδα µπορεί πλέον να προσελκύσει κεφάλαια από τη δεξαµενή των τρισεκατοµµυρίων που διακινούν οι µεγάλοι διεθνείς επενδυτές, οι οποίοι, εκ του καταστατικού τους, µπορούν να επενδύουν µόνο σε χώρες µε investment grade. Τα κεφάλαια αυτά θα κατευθυνθούν στην αγορά των ελληνικών οµολόγων, των µετοχών, των ακινήτων και των λοιπών ελληνικών περιουσιακών στοιχείων. Μέχρι πρότινος, που η Ελλάδα δεν είχε επενδυτική βαθµίδα, οι µεγάλοι επενδυτές δεν ασχολούνταν καν µε τις ελληνικές εταιρείες, έστω κι αν αυτές ήταν µεγάλες, κερδοφόρες και ανταγωνιστικές. Στην ίδια λογική, δεν τους αφορούσαν οι τίτλοι του ελληνικού ∆ηµοσίου ή άλλες επενδύσεις στην Ελλάδα. Ακόµα και επενδυτές που επιτρεπόταν από το καταστατικό τους να τοποθετούνται σε αγορές χωρίς την επενδυτική βαθµίδα αποτιµούσαν τις επενδύσεις τους στην Ελλάδα µε έκπτωση, µε το αιτιολογικό ότι αυτές έχουν µεγάλο ρίσκο. Ετσι, για παράδειγµα, πλήρωναν πολύ λιγότερα για να αγοράσουν κτίρια γραφείων, διαµορφώνοντας χαµηλότερα και τις τιµές για τα παρακείµενα ακίνητα των πολιτών. Γενικά, χωρίς την επενδυτική βαθµίδα η Ελλάδα ήταν «φθηνή» για τους επενδυτές και «ακριβή» για τους πολίτες της.

Ο αντίκτυπος της επενδυτικής βαθµίδας αποτυπώνεται πρώτα στη µείωση του κόστους δανεισµού του ελληνικού ∆ηµοσίου
vathmida_2
Το 2024 το ελληνικό ∆ηµόσιο σκοπεύει να εκδώσει οµόλογα για να αντλήσει από τις αγορές κεφάλαια 6-7 δισ. ευρώ. Τα κεφάλαια αυτά θα µπορεί να τα αντλήσει φθηνότερα ή θα έχει τη δυνατότητα να αυξήσει το ποσό των εκδόσεων οµολόγων, δεδοµένης της αυξηµένης ζήτησης από επενδυτές λόγω επενδυτικής βαθµίδας. Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει όφελος για το δηµόσιο χρέος, αλλά και χώρος για δηµιουργία πλεονασµάτων, τα οποία θα µπορεί να καρπωθεί η ελληνική κοινωνία. Οπως ακριβώς το ∆ηµόσιο θα δει το κόστος χρηµατοδότησής του να µειώνεται, το ίδιο θα συµβεί µε τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες θα αναβαθµιστούν επίσης. Οι ελληνικές τράπεζες θα µπορούν να χρηµατοδοτούνται από τις αγορές µε κόστος µειωµένο κατά 30%-40%, όπως εκτιµάται. Και αυτό, σε µια κρίσιµη περίοδο, καθώς οφείλουν να αντλήσουν κεφάλαια για την κάλυψη των αυξηµένων εποπτικών υποχρεώσεών τους (κεφάλαια MREL κ.ά.) ή να προσελκύσουν νέα κεφάλαια για να ενισχύσουν το µέγεθος και την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Η προσέλκυση, δε, ισχυρών µακροπρόθεσµων επενδυτών στις ελληνικές τράπεζες είναι κρίσιµη στην παρούσα φάση, καθώς το Ταµείο Χρηµατοπιστωτικής Σταθερότητας θέλει να πουλήσει τις συµµετοχές που αναγκαστικά απέκτησε στις ελληνικές τράπεζες, στηρίζοντάς τις στις ανακεφαλαιοποιήσεις τους το 2013-2015. Και αυτό θέλει -και µπορεί να το κάνει µε την επενδυτική βαθµίδα- µε υψηλότερα τιµήµατα, που θα περιορίσουν τις απώλειες των Ελλήνων φορολογουµένων από τη στήριξη των τραπεζών.

Το χαµηλότερο κόστος δανεισµού των ελληνικών τραπεζών θα τους δώσει µεγαλύτερη άνεση να αυξήσουν τις χορηγήσεις τους  και θα ενισχύσει την κερδοφορία τους. Ως αποτέλεσµα, θα µπορέσουν να επιταχύνουν τη µείωση του αναβαλλόµενου φόρου στα εποπτικά τους κεφάλαια, αυξάνοντας τα ποιοτικά τους κεφάλαια.

Φθηνότερα δάνεια στην πραγµατική οικονοµία

Ο απλός πολίτης µπορεί να µη συνειδητοποιεί πόσο σηµαντικό είναι για µια χώρα ένα ισχυρό τραπεζικό σύστηµα. Στην πράξη, το τραπεζικό σύστηµα είναι η καρδιά της οικονοµίας. Αν αυτό είναι ισχυρό, είναι ισχυρή και η οικονοµία. Οταν οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν υγιείς, δανείζονταν ακριβά ή δεν µπορούσαν να δανειστούν καθόλου, το αποτέλεσµα ήταν τα capital controls. Εν ολίγοις, αδύναµο τραπεζικό σύστηµα σηµαίνει περιορισµοί και κίνδυνος για τις αποταµιεύσεις των πολιτών.

Τα οφέλη θα διαχυθούν µέχρι το απλό νοικοκυριό και τον µικροµεσαίο επιχειρηµατία


Παράλληλα, ένα ισχυρό τραπεζικό σύστηµα, το οποίο χρηµατοδοτείται µε χαµηλότερο κόστος, µπορεί να διοχετεύσει περισσότερα και φθηνότερα δάνεια στην πραγµατική οικονοµία, δηλαδή σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Σηµειώνεται ότι τα παραπάνω αποκτούν ακόµα µεγαλύτερη σηµασία τα επόµενα χρόνια, που από το τραπεζικό σύστηµα θα περάσουν τα σηµαντικά σε όγκο κεφάλαια του Ταµείου Ανάκαµψης και λοιποί κοινοτικοί και εθνικοί πόροι.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά στις 27/10