Ανοδικά κινήθηκαν οι αγοραπωλησίες κατοικιών στο Λεκανοπέδιο της Αττικής κατά τη διάρκεια του φετινού πρώτου εξαµήνου. Συγκεκριµένα, στον ∆ήµο Αθηναίων προκύπτει αύξηση κατά 15% σε σχέση µε το αντίστοιχο περσινό διάστηµα, όταν αντίστοιχα η αύξηση των συναλλαγών δεν είχε ξεπεράσει το 3%. Παράλληλα, µεγάλη ήταν η αύξηση των αγοραπωλησιών στην Ανατολική Αττική, µε 28%, ενώ σηµαντικές αυξήσεις καταγράφονται επίσης στα νότια προάστια (19%). Στα βόρεια και τα δυτικά προάστια σηµειώθηκε επίσης αύξηση κατά 18% συγκριτικά µε το περσινό πρώτο εξάµηνο, ενώ στη ∆υτική Αττική και τα προάστια του Πειραιά η αύξηση άγγιξε το 11% και 22%, αντίστοιχα.

Ωστόσο, η περιοχή του Πειραιά ήταν εκείνη που ξεχώρισε, καθώς οι αγοραπωλησίες κατοικιών «τρέχουν» µε ρυθµό 65% σε σχέση µε το περσινό πρώτο εξάµηνο και ενώ πέρσι την ίδια περίοδο η αντίστοιχη σύγκριση ήταν πτωτική (-33% σε σχέση µε το 2021). Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από τα συµβόλαια που καταχωρίζονται στο Μητρώο Αξιών Μεταβιβάσεων Ακινήτων της Γενικής Γραµµατείας Πληροφοριακών Συστηµάτων, τα οποία επεξεργάστηκε η εταιρεία παροχής υπηρεσιών ακινήτων Topo GES IKE.

Πηγές της αγοράς αναφέρουν ότι το κέντρο του Πειραιά και η ευρύτερη περιοχή αποτελούν πλέον βασικό «προορισµό» των επενδυτών µέσω του προγράµµατος «Χρυσή Βίζα», ιδίως Κινέζων αγοραστών, που αποτελούν και τη µερίδα του λέοντος, µε µερίδιο πάνω από 60% του συνόλου των αδειών που έχουν εκδοθεί µέχρι σήµερα. Ο διπλασιασµός του ορίου των 250.000 ευρώ σε 500.000 ευρώ, στο κέντρο της Αθήνας και στα νότια προάστια, που ήταν µέχρι πρότινος τα δύο δηµοφιλέστερα σηµεία για τους επενδυτές αυτούς, έχει ωθήσει τους περισσότερους εξ αυτών στον Πειραιά, όπου διατηρήθηκε το όριο των 250.000 ευρώ και προσφέρονται ακόµη κάποιες ευκαιρίες.

Ωστόσο, οι ελπίδες ορισµένων πωλητών για επίτευξη πωλήσεων ύψους 250.000 ευρώ σε ακίνητα που µέχρι πριν από µερικές εβδοµάδες ζητούνταν αντί 150.000 ευρώ, λόγω της ηλικίας και της κατάστασής τους, µάλλον θα αποδειχθούν φρούδες, σηµειώνουν στελέχη του κλάδου.

agorapolisies

Άνοδος της µέσης αξίας των ακινήτων στην Αττική

Σύµφωνα µε τα στοιχεία του Μητρώου, εκτός από την αύξηση των αγοραπωλησιών, παρατηρείται επίσης άνοδος της µέσης αξίας. Ειδικότερα, στον ∆ήµο Αθηναίων το µέσο ακίνητο που πωλήθηκε φέτος κόστισε 16% παραπάνω από ό,τι το 2022 και 34% σε σχέση µε το 2021. Οσον αφορά τα νότια προάστια, η τιµή του µέσου ακινήτου αυξήθηκε κατά 39% από το 2022 στο 2023 και κατά 43% από το 2021 στο 2023. Στις περιοχές των βορείων προαστίων το µέσο ακίνητο πωλήθηκε κατά 2% παραπάνω το πρώτο εξάµηνο του 2023 συγκριτικά µε το 2022. Σε σχέση µε το 2021, πάντως, η αύξηση είναι της τάξεως του 18%. Στα δυτικά προάστια το ποσοστό αυτό για τις χρονιές 2022 και 2023 άγγιξε το 20% και το 39% για το 2021-2023.

Οι αγοραστές οδηγούνται στην απόκτηση µεγαλύτερης ηλικίας σπιτιών, τα οποία συχνά είναι πιο προσιτά σε κόστος


Παράλληλα, στην Ανατολική Αττική η µέση κατοικία κόστισε 18% παραπάνω το πρώτο εξάµηνο του 2023 σε σχέση µε το αντίστοιχο εξάµηνο του προηγούµενου έτους, ενώ στις περιοχές της ∆υτικής Αττικής το συγκεκριµένο ποσοστό αυξήθηκε σε 42%. Στο κέντρο του Πειραιά κατά το πρώτο εξάµηνο της χρονιάς που διανύουµε η τιµή του µέσου ακινήτου που µεταβιβάστηκε αυξήθηκε κατά 47% συγκριτικά µε το 2022 και κατά 33% συγκριτικά µε το 2021. Στα προάστιά του το ποσοστό της µέσης αξίας κυµάνθηκε στο 7% για τα έτη 2022 και 2023.

Εν τω µεταξύ, στις περιοχές που εντάσσονται στον ∆ήµο Αθηναίων, για το πρώτο εξάµηνο του 2023 η µέση κατοικία που πωλήθηκε ήταν κατασκευής του 1971 και επιφάνειας 67 τ.µ. Στα νότια προάστια, η µέση επιφάνεια των ακινήτων που µεταβιβάστηκαν ήταν 80 τ.µ. και είχαν ηλικία 41 ετών, ενώ στα βόρεια προάστια η επιφάνεια του µέσου ακινήτου ήταν 97 τ.µ. και η ηλικία του 34 έτη.

Στα δυτικά προάστια το έτος κατασκευής της µέσης κατοικίας είναι το 1982 και η επιφάνειά της 77 τ.µ., ενώ στην Ανατολική Αττική η χρονολογία κατασκευής του µέσου ακινήτου που πωλήθηκε φέτος είναι το 1992 και το εµβαδόν του 103 τ.µ. Το ίδιο διάστηµα, η µέση κατοικία που πωλήθηκε στη ∆υτική Αττική έχει ηλικία 34 έτη και εµβαδόν 79 τ.µ. Στο κέντρο του Πειραιά προκύπτει πως η ηλικία του µέσου ακινήτου είναι τα 41 έτη και η επιφάνειά του τα 73 τ.µ. Συγχρόνως, στα προάστια του Πειραιά η µέση κατοικία κατασκευάστηκε το 1983 και έχει εµβαδόν 74 τ.µ.

Οπως είναι εµφανές από τα παραπάνω δεδοµένα, η αύξηση των τιµών οδηγεί αρκετούς αγοραστές στην απόκτηση µεγαλύτερης ηλικίας ακινήτων, τα οποία συχνά είναι πιο προσιτά σε κόστος κα ι επιτρέπουν και κάποιες εργασίες ανακαίνισης και αναβάθµισης.

*Δημοσιεύθηκε στο ‘’MoneyPro’’ της εφημερίδας «Παραπολιτικά» στις 27/10