Την ώρα που οι κοινωνικοπολιτικές και οικονοµικές συνθήκες µεταβάλλονται διαρκώς και η αστάθεια αποπροσανατολίζει τις επενδυτικές κινήσεις, το πεδίο των εναλλακτικών αγορών εµφανίζεται, για ακόµη µια φορά, ως το ασφαλέστερο «καταφύγιο» για µια µακροπρόθεσµη τοποθέτηση κεφαλαίου ή µια αποτελεσµατική ρευστοποίηση.

Αυτό δείχνει το φινάλε του έτους για το Χρηµατιστήριο Τέχνης, που παραµένει, σε παγκόσµιο επίπεδο, η κορυφαία επιλογή των επενδυτών. Ακόµα και αν υπάρχει µια έντονη µετατόπιση σε νέες luxury κατηγορίες, όπως η µόδα (αξεσουάρ, υπόδηση, automobile), τα έργα τέχνης παραµένουν οι «µετοχές» που δίνουν τις υψηλότερες αποδόσεις. Μάλιστα, είναι η πρώτη φορά στην ιστορία των 230 ετών που ο οίκος Bonhams κατακτά τον υψηλότερο ετήσιο τζίρο, αγγίζοντας τα 1,14 δισ. δολάρια, µε αύξηση 14% σε σύγκριση µε το 2022 (1 δισ. δολάρια).

Σηµαντική αύξηση κατέγραψαν και οι διαδικτυακές συναλλαγές, µε τον αριθµό των πωληθέντων αντικειµένων να σηµειώνει άνοδο 45% και µε τις online δηµοπρασίες να αυξάνονται κατά 105% σε σχέση µε την προηγούµενη χρονιά. «Η φετινή χρονιά ήταν µία από τις ταχύτερα αναπτυσσόµενες περιόδους που έσπασαν τα ρεκόρ στην ιστορία του οίκου Bonhams, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία», σχολίασε σχετικά ο Bruno Vinciguerra, CEO του οίκου Bonhams, υπογραµµίζοντας πως η ρευστοποίηση ολόκληρων ιδιωτικών συλλογών (single-owner) γίνεται κορυφαία τάση.

Στο ίδιο κλίµα είναι και ο οίκος Sotheby’s, µε τα στελέχη του να µιλούν για άλλη µια χρονιά-ρεκόρ, καθώς ο ετήσιος τζίρος έφτασε τα 8 δισ. δολάρια -όπως είχε συµβεί το 2022. Αυτό που παρατηρεί η διοίκηση του οίκου είναι ότι πάνω από εβδοµήντα αντικείµενα ξεπέρασαν το όριο των 10 εκατ. δολαρίων σε τιµή πώλησης, ενώ βασικοί παίκτες είναι πλέον οι νεότεροι σε ηλικία συλλέκτες. Η πώληση που έκανε τα νούµερα να εκτοξευθούν ήταν εκείνη του πορτρέτου της Marie-Thérèse Walter, του Picasso. Πρόκειται για έργο ζωγραφισµένο το 1932, στο οποίο επενδύθηκε το ποσόν των 139 εκατ. δολαρίων. Ακολουθουν ένας πίνακας (αυτοπροσωπογραφία) του Jean-Michel Basquiat, που άγγιξε τα 42 εκατ. δολάρια, και ένα έργο του Monet, που άλλαξε χέρια για 30,8 εκατ. δολάρια.

Από την άλλη, ερωτήματα εγείρει το κλείσιµο του οίκου Christie’s, όπου οι πωλήσεις έπεσαν κατά 25% σε σχέση µε την περσινή χρονιά, αλλά παραµένουν σε υψηλότερα επίπεδα κατά 7% σε σχέση µε το 2019 -έτος πριν από την κρίση της πανδηµίας COVID-19. Αναλυτικά, ο τζίρος από τις πωλήσεις του 2023 άγγιξε τα 6,2 δισ. δολάρια, µε τις ιδιωτικές συναλλαγές (Private Sales) να κλειδώνουν στο 1,2 δισ. δολάρια, καταγράφοντας αύξηση 5% σε σύγκριση µε το 2022. «Το 2023 ήταν µια παράδοξη χρονιά για τον οίκο Christie’s», δήλωσε ο Guillaume Cerutti, CEO του οίκου Christie’s, αποδίδοντας τα χαµηλότερα αποτελέσµατα στο δύσκολο, σε επίπεδο µακροοικονοµίας, περιβάλλον και στη συρρίκνωση της αγοράς.

Από την άλλη, όπως είπε, υπάρχει έντονη αύξηση των ιδιωτικών πωλήσεων µε εισροή νέων και νεότερων σε ηλικία πελατών στον χώρο. «Συνεχίζουµε τις συνετές επενδύσεις µας στην καινοτοµία και την επέκταση. Είµαστε σίγουροι για το µέλλον, µε έναν πολλά υποσχόµενο αγωγό αποστολών ήδη σε κίνηση για το 2024», ανέφερε σχετικά. Στα highlights της χρονιάς είναι το διαµάντι «Bleu Royal», που ήταν το αντικείµενο µε την υψηλότερη τιµή πώλησης για το 2023. Αλλαξε χέρια για 43,8 εκατ. δολάρια.

Θεωρείται ένα από τα πιο σπάνια διαµάντια µπλε χρώµατος και ζυγίζει 17,63 καράτια. Μάλιστα, ήταν και ο λόγος που η κατηγορία Luxury Sales έκλεισε µε τζίρο 1 δισ. δολάρια, το υψηλότερο ποσόν στις συγκεκριµένες δηµοπρασίες. Συνεπώς, το 2024 αναµένεται να αυξηθούν οι συναλλαγές για ρολόγια, κρασιά, αθλητικά παπούτσια και επώνυµες τσάντες, ενώ στα έργα τέχνης θα επικρατήσει η µεταπολεµική και σύγχρονη Τέχνη. Τέλος, εντυπωσιακή αύξηση (30%) κατέγραψε ο αριθµός των νέων αγοραστών οι οποίοι προέρχονται από την ηπειρωτική Κίνα. Το ποσοστό αυτό ενδέχεται να αυξηθεί ακόµη περισσότερο, κάτι που επιβεβαιώνει και η κίνηση του οίκου Christie’s να ανοίξει νέα κεντρικά γραφεία στο Χονγκ Κονγκ το 2024.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή