Μετά την εκτόξευση έως τα 125 δολάρια το βαρέλι στο πρώτο εξάμηνο του 2022, που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι τιμές του πετρελαίου ακολουθούν έκτοτε πτωτική τροχιά και βρέθηκαν κάτω από τα 100 δολάρια καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023, διατηρούμενες το μεγαλύτερο διάστημα σε ένα εύρος μεταξύ 75 και 85 δολαρίων. Οι τιμές του αργού έχασαν περίπου 10% το 2023, που είναι η μεγαλύτερη πτώση από το 2020, σε ένα έτος γεμάτο μεταβλητότητα και παιχνίδια εξουσίας μεταξύ των πετρελαιοπαραγωγών χωρών.

Για το 2024, οι αναλυτές συνεχίζουν να βλέπουν ήπια υποχώρηση των τιμών, ωστόσο βραχυπρόθεσμα ασκούνται ανοδικές πιέσεις εξαιτίας της έντασης στη Μέση Ανατολή. Η επικείμενη ύφεση στην Ευρώπη, η μεγαλύτερη επιβράδυνση των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, η χαμηλότερη ζήτηση για πετρέλαιο από την Κίνα και η χαμηλότερη παραγωγή, αναμένεται να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της αγοράς πετρελαίου το νέο έτος.


Παρά τη στροφή του πλανήτη από τα ορυκτά καύσιμα προς πιο πράσινες μορφές ενέργειας, το πετρέλαιο συνεχίζει να αποτελεί το «εμπόρευμα» με τη μεγαλύτερη στρατηγική σημασία. Ο κόσμος μας χρησιμοποιεί πάνω από 4.000 υποπροϊόντα του αργού πετρελαίου και οι τιμές του επηρεάζουν σχεδόν όλους τους κλάδους της οικονομίας και όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων μας.

Αποτέλεσμα είναι οι χώρες που κυριαρχούν στην παραγωγή του να το χρησιμοποιούν και ως εργαλείο πίεσης για την ικανοποίηση των εθνικών τους συμφερόντων. Η σημασία του πετρελαίου φαίνεται από το ακόλουθο στοιχείο. Σύμφωνα με τις προβλέψεις των αναλυτών του Ευρωσυστήματος, η κατά 1% αύξηση των τιμών του πετρελαίου συνεπάγεται πτώση στο επίπεδο της οικονομικής παραγωγής της Ευρωζώνης περίπου κατά 0,02% μεσοπρόθεσμα.


Η αύξηση των τιμών του πετρελαίου συμβάλλει στην άνοδο του κόστους των μεταφορών και αυτή με τη σειρά της στην αύξηση των τιμών που βλέπουν οι καταναλωτές στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Είδαμε επίσης την τελευταία διετία πως η άνοδος των ενεργειακών τιμών δίνει ώθηση στον πληθωρισμό και περιορίζει το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.

Για το νέο έτος, οι αναλυτές της αγοράς υποστηρίζουν ότι οι τιμές του πετρελαίου είναι απίθανο να κινηθούν ανοδικά προς τα 100 δολάρια το βαρέλι, εκτός και αν ξεσπάσει κάποια μεγάλη γεωπολιτική κρίση, με τη Μέση Ανατολή να αποτελεί τη μεγαλύτερη εστία ανησυχίας. Η Κίνα, που είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη κατανάλωση πετρελαίου στον κόσμο, ζητάει λιγότερο «μαύρο χρυσό», ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες αυξάνουν τη δική τους παραγωγή φτάνοντας πρόσφατα στο υψηλότερα επίπεδο όλων των εποχών στα 13,24 εκατ. βαρέλια ημερησίως.


Αυξημένη παραγωγή αναμένεται να εμφανίσουν και άλλες χώρες όπως η Βραζιλία, ο Καναδάς και η Νορβηγία, συντηρώντας έτσι το σενάριο για μικρή πτώση των τιμών. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη στάση που θα κρατήσουν οι χώρες του ΟΠΕΚ+. Στην τελευταία συνεδρίαση του Οργανισμού και των εταίρων του, με επικεφαλής τη Ρωσία, οι χώρες του ΟΠΕΚ+ συμφώνησαν να μειώσουν την παραγωγή κατά 2,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Οι ειδικοί σημειώνουν ότι οι αγορές δεν παίρνουν πολύ στα σοβαρά τις ανακοινώσεις του ΟΠΕΚ+ γιατί οι χώρες του Οργανισμού έχουν παρελθόν στο να μην εφαρμόζουν τις περικοπές που ανακοινώνουν. Έτσι εκτιμούν ότι παγκοσμίως το 2024 θα υπάρχει αρκετό πετρέλαιο να καλύψει τη ζήτηση. Αναλυτές των Barclays, Goldman Sachs, IEA και S&P Global προβλέπουν ότι τις τιμές του Brent θα διαμορφωθούν κατά μέσο όρο μεταξύ 81-85 δολαρίων ανά βαρέλι το 2024, καθώς δεν πιστεύουν ότι η παγκόσμια οικονομία θα βρεθεί σε ύφεση.