Παρά το χαµήλωµα των προβλέψεων για τον ρυθµό ανάπτυξης του 2024, είναι σίγουρο ότι η ελληνική οικονοµία θα συνεχίσει να υπεραποδίδει σε σχέση µε την ευρωπαϊκή. Αυτό τονίζουν όλοι οι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι (J.P. Morgan, Morgan Stanley, Deutsche Bank, BofA κ.ά.) αλλά και οι οίκοι αξιολόγησης του αξιόχρεου της χώρας (DBRS, Standard & Poor’s, Fitch) που το αναβάθµισαν πέρυσι σε επενδυτική βαθµίδα. Αντίστοιχα µηνύµατα περνούν και τα διεθνή και αναγνωρισµένα µέσα, όπως είναι ο «Economist», η «Wall Street Journal», οι «New York Times», η «Die Welt» κ.ά. Ακόµη και η γερµανική «Bild», που στα µνηµονιακά χρόνια είχε κατηγορηθεί για την έντονη ανθελληνική της προπαγάνδα, το τελευταίο διάστηµα είχε έναν καλό λόγο να πει για την πορεία της Ελλάδας και της οικονοµίας της.

Κόστος δανεισµού

Οι θετικές αξιολογήσεις των ξένων µέσων ενηµέρωσης δεν είναι άνευ περιεχοµένου και αντικρίσµατος. Αυτό φαίνεται κυρίως στο κόστος δανεισµού της χώρας και στη διαφορά (spread) της απόδοσης του ελληνικού και του γερµανικού 10ετούς οµολόγου, βάσει των οποίων χρηµατοδοτούνται οι δύο χώρες. Επειτα από τρία χρόνια, η διαφορά αυτή ανέρχεται ξανά σε λιγότερο από 100 µονάδες βάσης ή περίπου µια ποσοστιαία µονάδα (+0,96% την περασµένη Τετάρτη). Αυτή η διαφορά απόδοσης µεταξύ ελληνικού και γερµανικού οµολόγου έχει µεγαλύτερη αξία σήµερα απ’ ό,τι το καλοκαίρι του 2021, περίοδο κατά την οποία σχεδόν όλες οι χώρες της ∆ύσης δανείζονταν µε µηδενικά επιτόκια. Σήµερα το κόστος του χρήµατος είναι υψηλό και σε µια περίοδο ιδιαίτερα ακριβού χρήµατος οι αγορές προεξοφλούν το ρίσκο δανεισµού της ελληνικής οικονοµίας λίγο υψηλότερα από το ρίσκο δανεισµού της γερµανικής. Οι ίδιες αγορές µάλιστα εκτιµούν ως χαµηλότερο το ρίσκο δανεισµού της ελληνικής κυβέρνησης, από εκείνο της ιταλικής (-0,61%) και περίπου το ίδιο µε εκείνο της ισπανικής (+0,09%). Τέτοιου είδους αποδόσεις για τα ελληνικά οµόλογα θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως «ονειρικές».

Οι προβλέψεις της Κοµισιόν

Ωστόσο, το τελευταίο διάστηµα οι εκτιµώµενοι ρυθµοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας για την περίοδο 2024- 2025 µετριάζονται, εξαιτίας κυρίως της µεγαλύτερης του αναµενοµένου κάµψης της Ευρωζώνης. Σηµειώνεται ότι τον περασµένο Νοέµβριο η Κοµισιόν ανακοίνωσε για το 2023 ρυθµό ανάπτυξης 0,6% στην Ευρωζώνη και για το 2024 1,2%. Τον περασµένο Μάιο, στις εαρινές προβλέψεις της, η Κοµισιόν είχε εκτιµήσει τον ρυθµό ανάπτυξης σε 1,1% για το 2023 και σε 1,6% για το 2024. Τα στοιχεία αυτά όµως επιβεβαιώνουν ότι η ελληνική οικονοµία υπεραποδίδει σε σχέση µε τις οικονοµίες των εταίρων της. Μάλιστα δείχνουν τριπλάσιο ρυθµό ανάπτυξης το 2023 της ελληνικής οικονοµίας από την Ευρωζώνη και υπερδιπλάσιο ρυθµό για φέτος.

Πολλοί δικαιολογούν την ανάπτυξη αυτή λόγω της χαµηλής βάσης από την οποία εκκινεί η χώρα, µετά τη σηµαντική υποχώρηση του ΑΕΠ στη διάρκεια της πανδηµίας, αλλά και στην υποχώρηση που σηµειώθηκε την περασµένη δεκαετία κατά περίπου 25%. Αλλοι εκτιµούν ότι η χώρα εισήλθε σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης, ο οποίος τροφοδοτείται κυρίως από τις ιδιωτικές επενδύσεις και τις εξαγωγές. Η αλήθεια είναι κάπου στη µέση. Η ελληνική οικονοµία τροφοδοτείται τόσο από την κατανάλωση όσο και από τις αυξηµένες εξαγωγές και τις επενδύσεις. Αναφορικά µε την κατανάλωση, αυτή έδωσε τη µεγάλη ώθηση τόσο το 2021 όσο και το 2022 και τροφοδότησε τους υπερµεγέθεις ρυθµούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας.

Ακόµη και πέρυσι η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 2,2%, έπειτα από αύξηση 7,4% που σηµειώθηκε το 2022, έναντι του 2021, και 5,4% που είχε σηµειωθεί το 2021 έναντι του 2020. Ωστόσο δεν είναι µόνον η κατανάλωση που ανέρχεται. Ανέρχεται και ο Ακαθάριστος Σχηµατισµός Πάγιου Κεφαλαίου (ΑΣΠΚ) στη χώρα µας, που δεν είναι τίποτε άλλο από τα κεφάλαια που επενδύονται σε πάγια περιουσιακά στοιχεία (σπίτια, υποδοµές, εργοστάσια, εξοπλισµούς κ.λπ.). Οι επενδύσεις αυτές αυξήθηκαν από 11% του ΑΕΠ το 2019 σε 15% το 2023 (στοιχεία 9µήνου). Σε απόλυτες (πραγµατικές) τιµές, οι ετήσιες δαπάνες αυξήθηκαν από 19,8 δισ. ευρώ το 2019 σε 26,8 δισ. ευρώ το 2022 και σε 21,1 δισ. ευρώ για το 9µηνο Ιανουαρίου -Σεπτεµβρίου 2023 (σε σταθερές τιµές του 2015). Επιπλέον, σε αυτό θα πρέπει να σταθµιστεί και το είδος των επενδύσεων που γίνονται στις διάφορες χώρες της Ε.Ε.

Γιατί είναι άλλου είδους οι δαπάνες ανέγερσης εργοστασίων, και δη µονάδων παραγωγής καινοτόµων προϊόντων, και άλλου είδους οι δαπάνες κατασκευής κατοικιών και εξοχικών κατοικιών ή µονάδων φιλοξενίας (ξενοδοχεία). Η συνεχής αύξηση των επενδύσεων τα τελευταία χρόνια είναι ο βασικός παράγοντας που οδηγεί τη µείωση της ανεργίας στη χώρα. Με βάση τον Προϋπολογισµό του 2024, σε εθνικολογιστική βάση η απασχόληση θ’ αυξηθεί περαιτέρω κατά 0,9% µέσα στο 2024, έπειτα από αύξηση 1,4% (εκτίµηση) που σηµειώθηκε το 2023. Αντίθετα, η ανεργία θα µειωθεί περαιτέρω το 2024 στο 9,3%, έναντι 9,9% πέρυσι (εκτίµηση). Στην υπεραπόδοση της ελληνικής οικονοµίας συµβάλλουν και οι εξαγωγές που διευρύνονται τόσο σε απόλυτα όσο και σε σχετικά µεγέθη. Το 2022 οι εξαγωγές (αγαθών και υπηρεσιών) ανήλθαν σε 72,5 δισ. ευρώ (σε τιµές 2015) και ήταν αυξηµένες για πρώτη φορά από το 2019 κατά 3,4%. Οι εξαγωγές, µετά τη µεγάλη πτώση που σηµειώθηκε το 2020, κυρίως λόγω πτώσης του τουρισµού, επανήλθαν στα επίπεδα του 2019 ή στο 38% του ΑΕΠ. Προς την κατεύθυνση αυτή, θεωρείται καθοριστικής σηµασίας η συµβολή των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών προγραµµάτων και του Ταµείου Ανάκαµψης. Οι πόροι ύψους 70 δισ. ευρώ που θα διατεθούν την περίοδο 2021-2027 από την Ε.Ε. στη χώρα µας θα συµβάλουν καθοριστικά στην ανάκαµψη, αλλά και στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονοµίας.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής