Τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ έως το τέλος της δεκαετίας προβλέπεται να διατεθούν για έργα ενεργειακής και λειτουργικής αναβάθμισης κατοικιών, σύμφωνα με σχετικές εκτιμήσεις στελεχών του κλάδου των ακινήτων και των τραπεζών.

Ωστόσο, φαίνεται πως το μέγεθος των δαπανών θα πρέπει να είναι πολλαπλάσιο, αν ληφθεί υπόψη η μεγάλη υποβάθμιση του υφιστάμενου αποθέματος κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, λόγω έλλειψης επενδύσεων από τους ιδιοκτήτες, αλλά και η νέα κοινοτική οδηγία που ψηφίστηκε πέρσι από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η νέα αυτή οδηγία ορίζει ότι όσοι ιδιοκτήτες επιθυμούν να μεταβιβάσουν ή να εκμισθώσουν το ακίνητό τους θα πρέπει προηγουμένως να έχουν φροντίσει να το αναβαθμίσουν ενεργειακά. Στην περίπτωση των κατοικιών, αυτό θα ξεκινήσει να εφαρμόζεται από το 2030. Η υποχρέωση αυτή θα αφορά αποκλειστικά τα ακίνητα που κατατάσσονται στις δύο χαμηλότερες κατηγορίες του ενεργειακού πιστοποιητικού και είτε πωλούνται είτε εκμισθώνονται (με νέα μισθωτήρια συμβόλαια).

Τα επαγγελματικά ακίνητα (π.χ. γραφεία, εμπορικά καταστήματα, αποθήκες κ.τ.λ.) και τα ακίνητα που χρησιμοποιεί το Δημόσιο θα πρέπει να έχουν επιτύχει τον ίδιο στόχο έως το 2027 (για την κατηγορία Ε’) και έως το 2030 (για την κατηγορία Δ’), εφόσον επίσης αποτελούν αντικείμενο νέας μίσθωσης ή πώλησης. Η κακή κατάσταση στην οποία βρίσκονται εκατοντάδες χιλιάδες ή ακόμα και εκατομμρια κατοικίες ανά την επικράτεια, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου συγκεντρώνεται και ο μεγαλύτερος όγκος κτιρίων, αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για τη χώρα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το 89% του συνόλου των ακινήτων της χώρας είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 25 ετών, καθώς από το 2000 και μετά έχει κατασκευαστεί μόλις το 11% του συνολικού οικιστικού αποθέματος της χώρας, απόρροια και της οικονομικής κρίσης που μεσολάβησε. Μάλιστα, η μεγάλη πλειονότητα (πάνω από το 50%) των κτιρίων έχει κατασκευαστεί από το 1950 έως και τις αρχές του 1980. Αυτό σημαίνει ότι πάνω από 2 εκατ. κατοικίες πανελλαδικά είναι σήμερα παρωχημένες για τους ενοίκους τους, καθώς στερούνται μόνωσης και ασφαλώς δεν συμβαδίζουν με τον σύγχρονο αντισεισμικό κανονισμό. Πολλές εξ αυτών μάλιστα είναι σήμερα κενές/κλειστές λόγω της οικονομικής αδυναμίας των ιδιοκτητών τους να τις αναβαθμίσουν και να τις επισκευάσουν, προκειμένου να αξιοποιηθούν επενδυτικά είτε μέσω της πώλησης είτε -κυρίως- μέσω της ενοικίασής τους. Αυτό το γεγονός επιτείνει το στεγαστικό πρόβλημα και συντηρεί τις τιμές των ενοικίων υψηλά, ακόμα και για περιπτώσεις ακινήτων που εμφανώς στερούνται ποιοτικών χαρακτηριστικών.

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Εθνικής Τράπεζας, η οικονομική κρίση είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη χιλιάδων ακινήτων, στα οποία υπολογίζεται ότι δεν πραγματοποιήθηκαν οι αναγκαίες επενδύσεις για την ανακαίνιση, επισκευή ή αναβάθμισή τους (λειτουργική και ενεργειακή). Τα σπίτια αυτά έχουν πλέον εξέλθει της αγοράς και μένουν ανεκμετάλλευτα ακριβώς λόγω της σοβαρής υποβάθμισής τους. Υπολογίζεται ότι η κρίση είχε ως αποτέλεσμα να «λείψουν» επενδύσεις ύψους 35 δισ. ευρώ, που ήταν απαραίτητες για να συντηρηθεί, να επισκευαστεί και να αναβαθμιστεί το απόθεμα αυτό. Σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα, ο αριθμός των κατοικιών που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση υπολογίζεται σε περίπου 250.000.

Το πρόγραμμα

Το πρόβλημα αυτό έχει γίνει αντιληπτό και στην κυβέρνηση, που σχεδιάζει το πρόγραμμα «Ανακαινίζω - Νοικιάζω», το οποίο στοχεύει ακριβώς στο να επιδοτήσει (μέχρι του ποσού των 10.000 ευρώ και για το 40% της συνολικής δαπάνης) τις επισκευές κλειστών ακινήτων (δηλωμένων ως κενών για τουλάχιστον τα τελευταία τρία χρόνια). Οπως αναφέρουν στελέχη της πλατφόρμας διαχείρισης ακινήτων Protio, το 65% των διαμερισμάτων που διατίθενται σήμερα προς ενοικίαση δεν έχουν ανακαινιστεί ποτέ. Η Protio εστιάζει ακριβώς σε παλιά ακίνητα και στο πώς αυτά θα αξιοποιηθούν επενδυτικά, είτε μέσω της πώλησης και αναβάθμισής τους από τον νέο ιδιοκτήτη είτε μέσω της αναβάθμισης και στη συνέχεια ενοικίασής τους.

Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της πλατφόρμας, πάνω από το 50% των ενδιαφερόμενων πελατών της εταιρείας έχουν ακίνητα τα οποία παραμένουν ανεκμετάλλευτα και κλειστά επί χρόνια. Οι περισσότεροι από αυτούς τα έχουν κληρονομήσει από τους γονείς ή/και συγγενείς τους και αδυνατούν να τα αξιοποιήσουν, λόγω είτε έλλειψης κεφαλαίων είτε έλλειψης χρόνου και τεχνογνωσίας. Υπάρχει λοιπόν μια ξεκάθαρη ανάγκη για «βιομηχανοποίηση» των ανακαινίσεων και ενεργειακών αναβαθμίσεων παλιών και κλειστών κατοικιών, που θα μπορούσε να προσφέρει λύση στο στεγαστικό πρόβλημα, παράλληλα με τις υπόλοιπες πρωτοβουλίες και πολιτικές της κυβέρνησης, όπως π.χ. η αξιοποίηση δημόσιων ακινήτων.

Το βασικότερο όμως έγκειται στην ανάγκη αναβάθμισης του αποθέματος των παλιών ακινήτων, κάτι που θα είναι υποχρεωτικό σε μερικά χρόνια. 

Δημοσιεύτηκε στο MoneyPro των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις 20/1