Ξεκινά αύριο η «µάχη» για την αύξηση στον κατώτατο µισθό, µε την ακρίβεια να βρίσκεται στο επίκεντρο της διαπραγµάτευσης, αλλά και µε µόλις 120 µε 130 ευρώ να χωρίζει το πλαίσιο αυξήσεων που θα αποφασιστεί από την υπουργό Εργασίας, ∆όµνα Μιχαηλίδου, στις 22 Μαρτίου, σε σχέση µε την κυβερνητική δέσµευση για 950 ευρώ το 2027, αλλά και το 10% που θα ζητήσει η ΓΣΕΕ, που επικαλείται την κρίση ακρίβειας και την υποτίµηση τιµών. Οι κοινωνικοί εταίροι είναι µοιρασµένοι όσον αφορά τη διαδικασία διαλόγου, µε τις µισές οργανώσεις να ζητούν επαναφορά των διαπραγµατεύσεων σε κεντρικό επίπεδο.

Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του προέδρου της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργου Καββαθά, στην «Απογευµατινή της Κυριακής» ότι «πρέπει να επιστρέψει η διαπραγµάτευση στα χέρια των κοινωνικών εταίρων, καθώς δεν µπορεί µε ξένα κόλλυβα -εννοώντας την κυβερνητική απόφαση- να κάνεις µνηµόσυνο». Υπέρ της διαδικασίας επαναφοράς των συλλογικών διαπραγµατεύσεων στους εταίρους έχουν ταχθεί ο ΣΕΒ, η ΓΣΕΒΕΕ, η ΕΣΕΕ και η ΓΣΕΕ, µε την κυβέρνηση να µη δείχνει διατεθειµένη να «χάσει το προνόµιο» του καθορισµού των αυξήσεων, µέσα από έναν «ιδιότυπο» διάλογο που γίνεται µε τους επιστηµονικούς φορείς των εταίρων (ΙΟΒΕ, Ινστιτούτα Εργασίας και ΤτΕ), όπου επικεντρώνονται στις επιπτώσεις του πληθωρισµού και στις εκτιµήσεις τους για το τρέχον έτος, αλλά και στους παράγοντες που θα καθορίσουν την αύξηση της παραγωγικότητας. Σύµφωνα µε τις πρώτες εκτιµήσεις, η νέα αύξηση θα κινείται µεταξύ 4,5% έως 6% (στα 820-830 ευρώ), έτσι ώστε στο ποσοστό αυτό να ενσωµατωθεί ο πληθωρισµός αλλά και ένα µέρος της αύξησης της παραγωγικότητας.


Αύξηση του κατώτατου μισθού: Ο διάλογος

Με βάση το χρονοδιάγραµµα, αύριο ∆ευτέρα θα αποσταλεί επιστολή από την Επιτροπή Συντονισµού της διαβούλευσης για την εκκίνηση του διαλόγου, µε τη σύνταξη και την υποβολή της έκθεσης να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο έως τη 19η Φεβρουαρίου. Θα ακολουθήσει έως την 1η Μαρτίου η διαβίβαση όλων των υποµνηµάτων και της τεκµηρίωσης των διαβουλευοµένων, καθώς και της έκθεσης των εξειδικευµένων επιστηµονικών και ερευνητικών φορέων στο Κέντρο Προγραµµατισµού και Οικονοµικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) προς σύνταξη Σχεδίου Πορίσµατος ∆ιαβούλευσης.

Η επίσπευση των διαδικασιών για τον νέο κατώτατο µισθό, η αύξηση του οποίου θα ξεκινήσει από τον Απρίλιο, οφείλεται στην έναρξη της τουριστικής περιόδου ώστε να συµπεριλάβει τις επιχειρήσεις στον τουριστικό κλάδο. Ο νέος κατώτατος µισθός αναµένεται να κυµανθεί από τα 820 έως τα 830 ευρώ και σύµφωνα µε τους κυβερνητικούς υπολογισµούς θα χρειαστούν τέσσερις ετήσιες αυξήσεις έως το 2027 της τάξης των 40-45 ευρώ, ώστε να επιτευχθεί ο προεκλογικός στόχος. Η δέσµευση προβλέπει τη διαµόρφωση του κατώτατου από τα 780 ευρώ στα 950 ευρώ στο τέλος της τετραετίας και του µέσου µισθού στα 1.500 ευρώ από τα 1.176,5 ευρώ που είναι σήµερα. Στο µεταξύ, σηµαντική ώθηση στους µισθούς δίνει το «ξεπάγωµα» των τριετιών, καθώς εντός του τρέχοντος έτους αναµένεται σε 100.000 µισθωτούς να προκύψουν αυξήσεις της τάξης του 10%, πέραν της αύξησης που θα δοθεί στον κατώτατο µισθό.

Αβεβαιότητα

Η «επιστροφή των µισθών» µε την αύξηση των µέσων αµοιβών -που προανήγγειλε η κυβέρνηση για την τρέχουσα τετραετία- προϋποθέτει την αναπροσαρµογή όχι µόνο του κατώτατου µισθού, αλλά και των υπόλοιπων µισθών, στους οποίους έως τώρα δεν «περνούν οι αυξήσεις», που δίδονται στα κατώτατα όρια. Για να επιτευχθεί αυτό, όπως και για να φτάσει ο µέσος µισθός στα 1.500 ευρώ, κάτι που προανήγγειλε η κυβέρνηση, θα πρέπει να αποκατασταθεί το νοµικό καθεστώς (που κατήργησαν τα µνηµόνια) το οποίο ίσχυε για τις συλλογικές συµβάσεις εργασίας και τις συλλογικές διαπραγµατεύσεις. Σύµφωνα µε την ενδιάµεση έκθεση για την οικονοµία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, παρά τις παρεµβάσεις που έχουν προωθηθεί και τα µέτρα νοµισµατικής πολιτικής που έχουν ληφθεί για τη µείωση του πληθωρισµού, εξακολουθεί να υπάρχει έντονη αβεβαιότητα.

Αυξήσεις τιµών

Ιδιαίτερο προβληµατισµό προκαλεί το κύµα της ακρίβειας στα τρόφιµα, µε τον σχετικό δείκτη να δείχνει αύξηση κατά 31,2% στο διάστηµα 2020-2023. Η εκτίναξη των τιµών βασικών κατηγοριών αγαθών τα τελευταία τρία χρόνια είναι σηµαντική για την αξιολόγηση της πτώσης του βιοτικού επιπέδου ευρύτερων κοινωνικών οµάδων, εξαιτίας της σηµαντικής υστέρησης στην προσαρµογή των ονοµαστικών τους αποδοχών. Μεγάλες αυξήσεις τιµών παρατηρούνται σχεδόν στο σύνολο των βασικών κατηγοριών, όπως σε Μεταφορές (21,1%), Στέγαση (20,3%), ∆ιαρκή αγαθά, είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες (16,1%), Ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια (15,2%) και Ενδυση και υπόδηση (11,6%). Αντίθετα, µονοψήφιος ήταν ο ρυθµός αύξησης στις κατηγορίες Υγεία (8,4%), Εκπαίδευση (6,7%), Αλλα αγαθά και υπηρεσίες (6,3%), Αναψυχή και πολιτιστικές δραστηριότητες (5,2%) και Αλκοολούχα ποτά και καπνός (4,8%), ενώ Ελαια και λίπη (87,4%), Λαχανικά (35,2%), Γαλακτοκοµικά και αβγά (33,8%), και Κρέατα (31,2%) έπληξαν ισχυρά τα µεσαία και κατώτατα εισοδηµατικά στρώµατα.

Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή της Κυριακής»