Μεταφορικά, πρώτες ύλες, ενέργεια και εργασιακό κόστος αποτελούν τα μεγάλα μέτωπα του πληθωρισμού και κατονομάζονται από στελέχη της βιομηχανίας, του λιανεμπορίου και των προμηθευτών ως οι παράγοντες που επηρεάζουν κατά κύριο λόγο τις τιμές.

Αν και το κόστος θα κληθεί να πληρώσει τελικά ο καταναλωτής, που πριμοδότησε με 1 δισ. ευρώ τον τζίρο των σούπερ μάρκετ το 2023, το μίγμα ανατιμήσεων προκαλεί διαταραχή στην αλυσίδα αξίας τροφίμων και ευρύτερα καταναλωτικών προϊόντων, με διαβαθμίσεις στους κραδασμούς ανά τομέα. Η βιομηχανία μεταποίησης αναφέρει ότι επηρεάζεται κυρίως από το κόστος ενέργειας και πρώτων υλών, οι προμηθευτές από τα μεταφορικά και οι λιανέμποροι από τις ανατιμήσεις στις αγορές προϊόντων και το εργασιακό κόστος.


Σύμφωνα με την έρευνα τάσεων στελεχών λιανεμπορίου και βιομηχανίας FMCG που δημοσίευσε το ΙΕΛΚΑ οι παράγοντες που επηρεάζουν αυξητικά τις τιμές το 2024 ιεραρχούνται, σύμφωνα με τα στελέχη του κλάδου ως εξής: κόστος μεταφορικών (85%), διεθνείς τιμές πρώτων υλών (75%), κόστος ενέργειας (60%), εργασιακό κόστος (59%), νομοθετικές ρυθμίσεις της πολιτείας (55%), κόστος χρήματος (53%) και ακολουθούν άλλοι παράγοντες.

Παρατηρώντας τους τομείς κόστους με το υψηλότερο σκορ, σημειώνουμε ότι το θέμα του μεταφορικού κόστους παραμένει στο επίκεντρο όσο μαίνονται οι κίνδυνοι στη διέλευση εμπορικών πλοίων από τη Διώρυγα του Σουέζ, που σημαίνει μεγαλύτερες και πιο ακριβές διαδρομές των εμπορευματοκιβωτίων. Αυτή η συνθήκη επηρεάζει τις τιμές των προϊόντων και τις εμπορικές συμφωνίες, αν και οι αυξήσεις στις υπηρεσίες logistics θεωρούνται σε πολλές περιπτώσεις υπερβολικές. Εξάλλου, στο πετρέλαιο οι διακυμάνσεις παραμένουν συγκρατημένες. Επίσης, ενδεικτικά σημειώνεται ότι πρόσφατα στο περιθώριο της γενικής συνέλευσης των μετόχων της Jumbo ο επικεφαλής του ομίλου, Απόστολος Βακάκης, είπε ότι δεν σχεδιάζει να αναλάβει επιπλέον κόστος θεωρώντας υπερβολικές τις ανατιμήσεις και δεσμεύτηκε να επανεξετάσει τη στάση του στο τέλος του α’ τριμήνου.


Υπερβολικές θα μπορούσαν να θεωρηθούν σε έναν βαθμό και οι αυξήσεις στις πρώτες ύλες παρά τη γενικότερη αστάθεια του αγροδιατροφικού τομέα εν μέσω κυμάτων ξηρασίας, πολέμων και αυξημένου κόστους αγροτικής παραγωγής. Σήμερα η αγορά δίνει κάποια θετικά μηνύματα, με σημαντική υποχώρηση των τιμών στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης σιταριού (-20,71%), καλαμποκιού (-30,55%) και σόγιας (-14,86%) καθώς και ρυζιού (-4,13%) και βαμβακιού (-2,84%). Στον αντίποδα, σύμφωνα με το μηνιαίο ενημερωτικό δελτίο της Τράπεζας Πειραιώς (Ιανουάριος 2024) ενισχύθηκαν οι τιμές στα συμβόλαια χυμού πορτοκαλιού (+55,14%), στα βοοειδή (+9,99%) και λιγότερο στη ζάχαρη (+2,69%).


Στην ενέργεια, οι τιμές υποχωρούν αλλά παραμένουν υψηλές για τη βιομηχανία, με το θέμα να επανέρχεται συχνά πυκνά. Υπενθυμίζεται ότι στην πρόσφατη έρευνα του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) «O σφυγμός του επιχειρείν» αποτυπώθηκε η ανησυχία των επιχειρήσεων για το υψηλό ενεργειακό κόστος και τις πληθωριστικές πιέσεις, καθώς κατατάχθηκε πρώτο στα δυνητικά εμπόδια (53,5%) από το σύνολο των επιχειρήσεων όλων των κατηγοριών. Μάλιστα το ζήτημα του κόστους ενέργειας αναδεικνύεται ως η μεγάλη πρόκληση της βιώσιμης ανάπτυξης και ζητείται παρέμβαση από πλευρά της Πολιτείας. Το θέμα ανέδειξε πρόσφατα και η Λουκία Σαράντη, πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδας (ΣΒΕ), που τοποθέτησε το ενεργειακό κόστος μεταξύ των πιο μεγάλων προκλήσεων για τη βιομηχανία, μαζί με την έλλειψη προσωπικού και κατάλληλων υποδομών.


Σχετικά με το μισθολογικό κόστος θα πρέπει να σημειωθεί ότι επίκειται νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, που εκ των πραγμάτων συμπαρασύρει και άλλες αμοιβές ευνοώντας μισθολογικά το σύνολο της αγοράς. Ο νέος κατώτατος μισθός θα ανακοινωθεί 22 Μαρτίου και σύμφωνα με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστή Χατζηδάκη, το πρώτο ψηφίο του θα είναι 8 από 7 σήμερα, ήτοι 780 ευρώ. Εντωμεταξύ, ο δείκτης μισθολογικού κόστους, με βάση τα στοιχεία του γ’ τριμήνου 2023 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του γ΄ τριμήνου 2022, παρουσιάζει αύξηση κατά 7,3% έναντι αύξησης 12,7% κατά την αντίστοιχη σύγκριση του 2022 προς το 2021. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ με εποχική διόρθωση αλλά χωρίς διόρθωση ως προς τον αριθμό των εργάσιμων ημερών, παρουσιάζει αύξηση κατά 5,9% έναντι αύξησης 9,5% κατά την αντίστοιχη σύγκριση του 2022 με το 2021.

Με βάση τα παραπάνω, τα κόστη των επιχειρήσεων που αφορούν ενέργεια, πρώτες ύλες, μισθούς και μεταφορές -και χωρίς να προστεθούν και οι άλλοι μικρότερου ειδικού βάρους παράγοντες κόστους- επιβαρύνουν σημαντικά τις τιμές. Ωστόσο η διαχείριση της κρίσης τιμών δεν είναι εύκολη σε όλα τα μέτωπα και δεν υπάρχουν εργαλεία για τον πολυπαραγοντικό χαρακτήρα της ακρίβειας, πέραν των εντατικών ελέγχων στην αγορά, που καταδεικνύει και τη δυσκολία στην αντιμετώπιση του φαινομένου του πληθωρισμού δεδομένου ότι οι βασικές συνιστώσες του τροφοδοτούνται συνεχώς. Τα μεταφορικά αυξάνονται όσο υπάρχει διαταραχή στο διεθνές εμπόριο, οι πρώτες ύλες αυξάνονται λόγω του κλιματικού και άλλων κινδύνων, οι τιμές στην ενέργεια εξαρτώνται από τις διεθνείς αγορές και οι μισθοί βαίνουν αυξανόμενοι.