Στην «αντεπίθεση» περνούν στελέχη της αγοράς ακινήτων, με αφορμή τον κυβερνητικό σχεδιασμό για νέες αλλαγές στο πρόγραμμα επενδυτικής μετανάστευσης «Χρυσή Βίζα» και την εκ νέου αύξηση του ελάχιστου ύψους επένδυσης, ακόμα και στις 800.000 ευρώ. Αν και προς το παρόν δεν έχουν δοθεί διευκρινίσεις για το αν και πού θα ισχύσουν τα νέα αυτά όρια, είναι προφανές ότι, ανεξάρτητα από την περιοχή ή τις περιοχές εφαρμογής, μια τέτοιου ύψους επένδυση αναμένεται να θέσει το ελληνικό πρόγραμμα εκτός του υπόλοιπου ευρωπαϊκού ανταγωνισμού.

Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος για τον οποίο έχουν πυροδοτηθεί έντονες αντιδράσεις από μεσίτες, κατασκευαστές και δικηγορικά γραφεία που ειδικεύονται σε προγράμματα επενδυτικής μετανάστευσης. Όπως εξηγούν, το πρόγραμμα της «Χρυσής Βίζας» δεν θα πρέπει να «ενοχοποιείται» για την αύξηση των τιμών των ακινήτων και των ενοικίων. Σύμφωνα με τον Γιάννη Ρεβύθη, επίτιμο πρόεδρο του Συλλόγου Κτηματομεσιτών Αττικής και τέως πρόεδρο της Ομοσπονδίας Μεσιτών Ελλάδας, «ο πρώτος λόγος για την αύξηση των τιμών πώλησης είναι η τρομερή αύξηση των υλικών οικοδομής, ο δεύτερος λόγος είναι το υψηλό κόστος δανεισμού, καθώς έχουν εκτοξευτεί τα επιτόκια, και ο τρίτος λόγος είναι οι υψηλές αξίες των οικοπέδων, παρότι υφίσταται και η αντιπαροχή».

«Να δοθούν κίνητρα στους ιδιοκτήτες κλειστών ακινήτων να τα βγάλουν στην αγορά»

Ο κ. Ρεβύθης προσθέτει ότι «οι τιμές είναι υψηλές και στα ενοίκια στην Αττική και στις θεωρούμενες ακριβές περιοχές. Αυτό οφείλεται στη φορολογία, που ξεκινά από 15% και φτάνει έως και 45%, με αποτέλεσμα πολλοί ιδιοκτήτες να μην τα μισθώνουν. Γι’ αυτό πρέπει να δοθούν κίνητρα στους ιδιοκτήτες που έχουν κλειστά διαμερίσματα για περισσότερο από τρία χρόνια, ώστε να μπορέσουν να τα βγάλουν στην αγορά. Πρόκειται για πάνω από 150.000 ακίνητα. Επίσης, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν πολλοί, η «Χρυσή Βίζα» βοηθά τις μισθώσεις, καθώς τουλάχιστον το 97% των ακινήτων από κατόχους Χρυσής Βίζας μένει στην αγορά και μόλις το 3% των ιδιοκτητών επιλέγουν να μείνουν στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι στην προσφορά βγαίνουν νέα, ανακαινισμένα ακίνητα προς μίσθωση».

Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, αντί να αλλάζουν συνεχώς τα όρια επένδυσης και να δημιουργούνται στρεβλώσεις, όπως αυτή που παρατηρήθηκε πέρυσι στην Αττική, με τη «φρενίτιδα» αγορών ακινήτων σε κέντρο και νότια προάστια, ενόψει της αύξησης του ορίου στις 500.000 ευρώ, θα πρέπει να θεσμοθετηθούν αλλαγές που να στρέφουν τους ξένους επενδυτές σε συγκεκριμένες κατηγορίες ακινήτων και επενδύσεων, που δεν αφορούν τη μέση ελληνική οικογένεια. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να απαγορευτεί η αγορά μεταχειρισμένων κατοικιών (π.χ. άνω των πέντε ετών) από τους ξένους επενδυτές, για να στραφούν ουσιαστικά μόνο σε νέες κατασκευές. Κάτι τέτοιο θα είχε πολλαπλά οφέλη, καθώς θα τόνωνε την οικοδομική δραστηριότητα, ενισχύοντας την προστιθέμενη αξία του προγράμματος στην ελληνική οικονομία, και ταυτόχρονα θα προσέφερε περισσότερα διαμερίσματα προς ενοικίαση στην αγορά, με δεδομένο ότι η συντριπτική πλειονότητα των ξένων επενδυτών επιλέγει τη μακροχρόνια εκμετάλλευση για τα ακίνητα που αποκτά.

Ήδη, άλλωστε, πολλές νέες οικοδομές αναπτύσσονται, προκειμένου να απευθυνθούν και στη συγκεκριμένη κατηγορία αγοραστών, καθώς η εκτόξευση του κόστους κατασκευής έχει καταστήσει την αγορά νεόδμητου διαμερίσματος ιδιαίτερα δύσκολη για τον μέσο Ελληνα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι θα αποσοβούσε φαινόμενα πληθωρισμού των τιμών, που εντέλει πλήττουν την προσφορά διαμερισμάτων, καθώς τα καθιστούν μη προσιτά στους Ελληνες.

Οι μη ρεαλιστικές προσδοκίες για τους ιδιοκτήτες παλιών κατοικιών 

Οπως εξηγούν τα ίδια στελέχη, αυτό που συνέβη στον Πειραιά τους τελευταίους μήνες, με την καλλιέργεια μη ρεαλιστικών προσδοκιών σε αρκετούς ιδιοκτήτες/πωλητές παλιών και μη ανακαινισμένων κατοικιών, προκαλεί σημαντική ζημιά στην αγορά ακινήτων. Οι αυξήσεις των ζητούμενων τιμών κατά 30%-40% «εν μια νυκτί» είναι η παρενέργεια της στροφής περισσότερων επενδυτών προς τον Πειραιά, αλλά στην πράξη οι άνθρωποι αυτοί αναζητούν κυρίως νεόδμητα ή πλήρως ανακαινισμένα ακίνητα. Επομένως, όσοι ελπίζουν στην πώληση μη ανακαινισμένων διαμερισμάτων των δεκαετιών 1960-1980 αντί 250.000 ευρώ θα πρέπει να αναθεωρήσουν.

Μέχρι όμως να συμβεί αυτό, τα ακίνητα αυτά ουσιαστικά δεν πωλούνται και δεν απευθύνονται σε κανέναν ενδιαφερόμενο αγοραστή, συμβάλλοντας τελικά στην περιορισμένη προσφορά, που με τη σειρά της συντηρεί τις τιμές σε πολύ υψηλό επίπεδο. Σύμφωνα με τον κ. Ρεβύθη, συνδυαστικά, το πρόγραμμα «Χρυσή Βίζα» και οι επενδύσεις των ξένων επενδυτών σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης υπολογίζεται ότι έφεραν συνάλλαγμα που κυμαίνεται μεταξύ 7 και 10 δισ. ευρώ, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και στην παροχή ρευστότητας στην αγορά ακινήτων, σε μια περίοδο κατά την οποία η παραγωγή νέων στεγαστικών δανείων παραμένει χαμηλή λόγω της απότομης αύξησης των επιτοκίων κατά 70% σε λίγους μήνες.

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά