Μέσα από επιλεγμένες εξαγορές θα αναπτυχθούν εκτός Ελλάδος οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες, διεκδικώντας θέσεις κλειδιά σε χώρους… προστιθέμενης αξίας. Η απόβαση του τραπεζικού τομέα στο στυλ της δεκαετίας του 2000, που κονταροχτυπιόναν με τράπεζες της κεντρικής Ευρώπης (αυστριακές, γερμανικές) για μια θέση στον ήλιο των Βαλκανίων, ανήκει στην Ιστορία, στην εποχή προ οικονομικής κρίσης, τότε που η ΝΑ Ευρώπη άκουγε στο όνομα «Ελ Ντοράντο», καθώς η διεθνής παρουσία έφερνε πολλά κέρδη στο τραπεζικό σύστημα.

Στο σημερινό σκηνικό, δεν έχει νόημα μια τράπεζα, όσο μεγάλη και αν είναι, να εξαγοράσει ή να επεκταθεί αυτούσια, μέσω ίσως μιας θυγατρικής, σε ξένες αγορές.

Δεν έχει νόημα, με τη μορφή που συνέβαινε παλαιότερα και η οποία «κάηκε» από τις επιταγές της Ευρώπης, όταν στήριξε το τραπεζικό σύστημα με κεφάλαια, αλλά δεν έχει νόημα και από μία άλλη οπτική, αυτή της συσχέτισης κόστους και οφέλους.

Από την άλλη πλευρά, δεν κλείνουν τα σύνορα για τις τράπεζες της χώρας, το αντίθετο μάλιστα. Επεκτείνονται σε νέες αγορές, με επίκεντρο τη ΝΑ Μεσόγειο, ανακαλύπτουν άλλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη και αναζητούν ευκαιρίες που θα τους φέρουν κεφάλαια, κέρδη, αξία για τους μετόχους. «Εξετάζουμε κάθε παράθυρο ευκαιρίας που ταιριάζει με την φιλοσοφία μας και προσθέτει αξία» είναι το μότο των τραπεζιτών με κάθε ευκαιρία, από τα roadshows στο εξωτερικό ή τις τακτικές επαφές με διεθνώς καταξιωμένους θεσμικούς επενδυτές (όπως αυτές που θα λάβουν χώρα την ερχόμενη εβδομάδα στο Λονδίνο, πέριξ του συνεδρίου της Morgan Stanley).

Για κάθε τραπεζικό όμιλο, η καταλληλότητα της κάθε ευκαιρίας διαφέρει, κάθε όμιλος έχει τη δική του προσέγγιση, αποτελεί όμως κοινή συνισταμένη η λογική του «έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά για να αδράξουμε την κατάλληλη ευκαιρία» όπου η έννοια της ευκαιρίας συνάδει με κόστος, ρίσκο, όφελος, προοπτικές, συνέργειες.
Ενδεικτικό παράδειγμα είναι οι δύο πόλοι ενδιαφέροντος τους οποίους θέλουν να αναπτύξουν περαιτέρω οι τράπεζες:
• η διαχείριση περιουσίας (asset management), ένας χώρος πολλά υποσχόμενος για τη συμβολή του στη σταθερή κερδοφορία των τραπεζών, με μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης και
• η καινοτομία, το fintech, οι digital banks, μια αγορά που οι κλασικές τράπεζες μπορούν να ανταγωνισθούν τις neobanks μόνο μέσα από εξαγορές .

Ήδη, ανάλογα παραδείγματα έχουμε και εντός ελληνικών συνόρων, όπου έχουν ανακοινωθεί και «τρέχουν» στρατηγικές συνεργασίες με εξειδικευμένους παίκτες στον χώρο των πληρωμών, της τεχνολογίας, των υπηρεσιών. Μέσα από αυτές τις συνεργασίες οι τράπεζες διευρύνουν το φάσμα των παρεχόμενων υπηρεσιών κερδίζοντας άλλοτε σε πελατεία (επεκτείνοντας το πελατολόγιό τους λόγω συνεργειών από την πελατειακή βάση του εταίρου τους) και άλλοτε σε κέρδη (αποκομίζοντας προμήθειες ή άλλα έσοδα πάλι από συνέργειες στην παράλληλη δραστηριότητα).

Είτε μικρής έκτασης, είτε μεγάλης, αυτή είναι η τάση. Σε αυτή τη γραμμή κινείται ο άξονας συνεργασίας της Alpha Bank με τη Unicredit (έμφαση στο asset management και το bancassurance), ανάλογη οπτική έχει η Eurobank που ετοιμάζεται να προχωρήσει σε mandatory tender offer για να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη θέση από το 55% στην Ελληνική Τράπεζα στην Κύπρο, με σχέδια περαιτέρω παρουσίας (με γραφεία αντιπροσωπείας σε Ινδία, Σαουδική Αραβία, Αίγυπτο, Ντουμπάι) και με βασικό αντικείμενο το asset management.

Στην αγορά των fintech παίζουν με τον έναν τον άλλον τρόπο όλα τα σχήματα (η Πειραιώς προετοιμάζει την ψηφιακή Shnappi), η Εθνική κερδίζει ήδη από τη συνεργασία με την Epsilon net, η Alpha σχεδιάζει νέες προτάσεις με τη Unicredit και η Eurobank αποκομίζει τα οφέλη της στρατηγικής συνεργασίας με την Plum (fintech start up).

Το επόμενο διάστημα, εντός του έτους, αναμένεται να ανακοινωθούν νέες συνεργασίες που ήδη «ψήνονται». Υπάρχει ένα διάχυτο ενδιαφέρον για fintech ενασχόληση, για payments, για διαχείριση περιουσίας- πηγές που μπορούν να πολλαπλασιάσουν ή τουλάχιστον να εδραιώσουν σε υψηλά επίπεδα, την κερδοφορία και την αποδοτικότητα των ελληνικών τραπεζών.