Στην Ελλάδα ασκείται µια παγκοσµιοποιηµένη πολιτική απαλλοτρίωσης των παραδοσιακών πηγών παραγωγής τροφίµων µέσω της διαχείρισης και τελικά του ελέγχου τόσο των µέσων παραγωγής όσο και της τελικής ποσότητας των παραγόµενων αγαθών, µε αποτέλεσµα την εισαγωγή καινοτόµων τροφίµων, «φιλικών προς το περιβάλλον», στη διατροφική αλυσίδα.

Παράλληλα, εκτός της παραγωγής, θα ορίζεται και η κατανάλωση, στο πλαίσιο του συνολικού περιβαλλοντικού αποτυπώµατος των συνηθειών του κάθε ψηφιακού πολίτη στην «πράσινη» Ελλάδα του µέλλοντος.

Η εγχώρια γεωργία και κτηνοτροφία, µέσω της ψηφιοποίησής τους, περνούν σε νέα παραγωγικά µοντέλα, τα οποία αποκαλούνται συχνά και «έξυπνα».

Καθοριστικός στην αλλαγή του παραγωγικού µοντέλου θα είναι ο νέος τρόπος διαχείρισης των αρδευτικών δικτύων, µέσω της εµφάνισης των νέων δηµοτικών Α.Ε.

Εµφανής τα τελευταία χρόνια είναι η αποψίλωση δηµοτικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας ή και η κατάργησή τους ακόµα µεταγενέστερα. Στη χώρα µας, περίπου 6 εκατοµµύρια στρέµµατα αρδεύονται µέσω των υφιστάµενων δικτύων.

Συνεπώς, η δυνατότητα παροχής νερού αρχικά και το κόστος του δευτερευόντως από τις δηµοτικές Α.Ε. µπορούν να καθορίσουν αποφασιστικά τις παραγωγικές δυνατότητες του παραγωγού, τόσο ποσοτικά όσο και αναφορικά µε το είδος της παραγωγής. Ενας άλλος βασικός βραχίονας του νέου παραγωγικού µοντέλου είναι η καταναλισκόµενη ενέργεια, καθώς οι καλλιέργειες του µέλλοντος θα οφείλουν πιθανά να είναι ενεργειακά αυτόνοµες µέσω της εγκατάστασης δαπανηρών φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων, χάνοντας γόνιµες εκτάσεις γης, που αυξάνουν το τελικό κόστος στον καταναλωτή. Ενας άλλος βασικός βραχίονας του νέου παραγωγικού µοντέλου θα είναι επίσης το περιβαλλοντικό αποτύπωµα της παραγωγικής διαδικασίας σε διοξείδιο του άνθρακα (CΟ2) και άζωτο (N).

Συγκεκριµένα, η µέγιστη παραγόµενη ποσότητα κάθε καλλιεργήσιµης έκτασης θα ορίζεται από τις εκποµπές CO2 που εκπέµπονται από τη συνολική διαδικασία. Η «αυτοκρατορία του CΟ2» δεν θα εξουσιάσει µόνο την παραγωγή, αλλά θα καθορίσει και τις καταναλωτικές συνήθειες. Το συγκεκριµένο σύστηµα δύναται να ενισχυθεί από το ψηφιακό χρήµα, το οποίο ελέγχει το ιστορικό κατανάλωσης του χρήστη.

Στο πλαίσιο λοιπόν της «βιωσιµότητας», αναφορικά µε τη χρήση λιγότερων φυσικών πόρων, του µειωµένου αποτυπώµατος σε CΟ2, αλλά και του περιορισµού των ζωοανθρωπονόσων, όπως η COVID-19, µπορεί η µείωση της κτηνοτροφικής και γεωργικής παραγωγής να αντικατασταθεί από την αθρόα εισαγωγή εντοµικών πρωτεϊνών και καλλιεργήσιµου κρέατος. Τα παραπάνω θεωρούνται φιλικά προς το περιβάλλον και η κατανάλωσή τους πιθανά να λειτουργήσει ως κοινωνικό bonus στο πλαίσιο του ψηφιακού νοµίσµατος, ώστε ο καταναλωτής να «αγοράσει» δραστηριότητες που του είχαν απαγορευτεί εξαιτίας του περιβαλλοντικού αποτυπώµατος του καταναλωτικού του ιστορικού έως τότε.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 13/04/2024
*Φώτης Γούσιας: Κτηνίατρος, Υποψήφιος Διδάκτωρ στο ΑΠΘ, Μεταπτυχιακό στο Wageningen University and Research