Με το σκεπτικό της προοικονομίας του έργου, οι τράπεζες προχωρούν στον σχεδιασμό της επόμενης μέρας, που θα γράψει ο νέος κύκλος μείωσης των επιτοκίων του ευρώ. Μικρά βήματα, μεγάλες…συσκέψεις, για το πώς θα κινηθούν στο μέτωπο των καταθέσεων αλλά κυρίως των δανείων, εφαρμόζοντας την πτωτική πορεία που θα εγκαινιάσει ο πρώτος κύκλος πιθανότατα το καλοκαίρι. Στο πλαίσιο αυτό, γίνονται ασκήσεις επί χάρτου για τα νέα τιμολόγια. Το κοινό αλλά και οι επιχειρήσεις, κυρίως όσες δεν μπορούν να λάβουν το πολύ ελκυστικό χαμηλότοκο δανεισμό του Ταμείου Ανάκαμψης, περιμένουν με αδημονία τα νέα επιτόκια στα επιχειρηματικά, αλλά και στα στεγαστικά δάνεια, γνωρίζοντας από την άλλη πλευρά ότι για τις αποταμιεύσεις τους δεν έχει νόημα να κοιτάζουν τις αποδόσεις στα κλασικά τραπεζικά προϊόντα.

Υπό το πρίσμα αυτό, ένα από τα θέματα που έρχεται στο προσκήνιο είναι αυτό του μέτρου προστασίας των συνεπών δανειοληπτών, μία πρωτοβουλία από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα που ετέθη σε εφαρμογή πέρυσι, βάζοντας πλαφόν στην άνοδο του euribor, με τις τράπεζες να επωμίζονται το κόστος της ανόδου από μία ημερομηνία και μετά. Ήταν μια προνοητική κίνηση προστασίας των ενήμερων δανειοληπτών στεγαστικών δανείων, καθώς μια ξέφρενη άνοδος του κυμαινόμενου επιτοκίου σε ευρώ, θα δημιουργούσε σοβαρά θέματα στην εξυπηρέτηση των δανείων τους και κατ΄ επέκταση, στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.


Με το υψηλό επιτοκιακό περιβάλλον να παραμένει ακόμη ως έχει, οι τράπεζες έχουν ως επί το πλείστον παρατείνει το πρόγραμμα προστασίας για άλλους 12 μήνες από την έναρξη του μέτρου , δηλαδή ως τα μέσα με τέλη Απριλίου του 2025. Πλην της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία έθεσε μια πολύ πιο βραχυπρόθεσμη χρονική διάρκεια , αφήνοντας – όπως και οι άλλες τράπεζες βέβαια – παράθυρα «ανοιχτά» για επανεξέταση του θέματος. Σε κάθε περίπτωση, όταν αρχίσουν οι μειώσεις επιτοκίων το όφελος θα περάσει στους δανειολήπτες- άλλωστε το κυμαινόμενο επιτόκιο συνδέεται άμεσα με το euribor.

Το πότε θα σταματήσει το μέτρο θα είναι και συνάρτηση του ύψους διαμόρφωσης των επιτοκίων, καθώς οι μειώσεις, ακόμη και όταν ξεκινήσουν, θα γίνονται σταδιακά και σε μικρή κλίμακα. Ένα 0,25% μείωση στο κόστος χρηματοδότησης, σίγουρα δεν θα αποτελέσει έναυσμα να ξεπαγώσει το μέτρο. Από την άλλη πλευρά, όσο πλησιάζει η προοπτική φθηνότερου κόστους χρηματοδότησης τόσο θα «αμφισβητείται» την παράταση του μέτρου για άλλον έναν χρόνο.


Ο διάλογος αυτός προς το παρόν δεν είναι παρά σενάρια και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ τραπεζιτών. Παρά ταύτα, αντιδρώντας εκ των προτέρων, η Τράπεζα Πειραιώς εξέδωσε προ ημερών ανακοίνωση στην οποία ενημέρωνε για την απόφασή της να παρατείνει το μέτρο μόλις για ένα ακόμη τρίμηνο, ως τα τέλη Ιουλίου, εκτιμώντας ότι το σκεπτικό αυτό συνάδει απόλυτα με τις εξελίξεις στο μέτωπο των επιτοκίων.

Άλλωστε, μέχρι τις 31 Ιουλίου που λήγει η παράταση του μέτρου στη συγκεκριμένη τράπεζα, θα έχουν προηγηθεί δύο συνεδριάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με το θέμα της νομισματικής πολιτικής στην ατζέντα και την ίδια στιγμή θα έχει διαφανεί η πρόθεση για το πότε και το πόσο. Η πρώτη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 6 Ιουνίου, αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, με τη δεύτερη να έχει προγραμματισθεί στις 18 Ιουλίου.


Όπως επισημαίνει και η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος, στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το πρόγραμμα προέβλεπε τη διατήρηση του επιτοκίου αναφοράς που ίσχυε την 31.3.2023 μειωμένου κατά 20 μονάδες βάσης για 12 μήνες, προστατεύοντας τους δανειολήπτες από τυχόν περαιτέρω αυξήσεις των βασικών επιτοκίων. Εντός του Μαρτίου 2024 αποφασίστηκε η παράταση του προγράμματος για επιπλέον 12 μήνες διαμορφώνοντας τη συνολική διάρκειά του σε 24 μήνες. Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια του προγράμματος τα βασικά επιτόκια μειωθούν σε επίπεδο χαμηλότερο από αυτά του προγράμματος, τότε θα ισχύσει άμεσα το χαμηλότερο επιτόκιο προς όφελος των δανειοληπτών.