H Eλλάδα διατηρεί σημαντική θέση στην κατάταξη των ευρωπαϊκών εξαγωγών μελιού αν και η τοπική παραγωγή επηρεάζεται από τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, που δυσκολεύουν την ανάπτυξη των μελισσοκομικών φυτών αυξάνοντας το κόστος των μελισσοκόμων για μελισσοτροφές, ενώ τα προβλήματα διογκώθηκαν και έγιναν πολύπλοκα μετά τις πλημμύρες στη Θεσσαλία και τις πυρκαγιές των τελευταίων ετών σε Βόρεια Εύβοια και Έβρο.

Οι μελισσοκόμοι στηρίζουν την παραγωγή που δεν σημειώνει σημαντικές μεταβολές από έτος σε έτος. Αυξητική είναι και η τάση των εισαγωγών και των εξαγωγών τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγός μελιού στον κόσμο μετά την Κίνα. Στις εξαγωγές προς χώρες εκτός της ΕΕ η Ελλάδα καταλαμβάνει την 5η θέση στην κατάταξη, με 1.500 τόνους ή μερίδιο 6%, σύμφωνα με την Eurostat. Πρώτη στην κατάταξη είναι η Ισπανία, ως ο μεγαλύτερος εξαγωγέας, στέλνοντας 7.100 τόνους μελιού σε χώρες εκτός ΕΕ, ή το 29% του συνόλου των εξαγωγών μελιού. Ακολουθεί η Γερμανία (με 5.500 τόνους, 22%), η Ρουμανία (1.700 τόνοι, 7%), η Ουγγαρία (1.600 τόνους, 6%) και 5η η Ελλάδα.


Συνολικά, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το 2023, ο όγκος των εξαγωγών ήταν 24.900 τόνοι αξίας 146 εκατ. ευρώ ενώ οι εισαγωγές από χώρες εκτός ΕΕ ανήλθαν σε 163.700 τόνους αξίας 359,3 εκατ. ευρώ.

Σε σύγκριση με μια δεκαετία πριν, το 2013, καταγράφεται αύξηση εξαγωγών σε χώρες εκτός ΕΕ κατά 14% (από 21.700 σε 24.900 τόνους) και αύξηση εισαγωγών μελιού από χώρες εκτός ΕΕ κατά 20% (από 136.300 σε 163.700 τόνους).


Κύριοι εταίροι της ΕΕ είναι αφενός η Κίνα στις εισαγωγές, με μερίδιο 37% και αφετέρου το Ηνωμένο Βασίλειο στις εξαγωγές, με μερίδιο 17%.

Ειδικότερα, το 2023, οι εισαγωγές μελιού από χώρες εκτός ΕΕ προέρχονταν κυρίως από την Κίνα (60.200 τόνοι, ή το 37% των συνολικών εισαγωγών μελιού εκτός ΕΕ), ακολουθούμενες από την Ουκρανία (45.800 τόνοι, 28%), την Αργεντινή (20.400 τόνοι, 12%), το Μεξικό (10.700 τόνοι, 7%) και την Κούβα (4.700 τόνοι, 3%).


Το Ηνωμένο Βασίλειο αναδείχθηκε ως ο κύριος εξαγωγικός εταίρος το 2023, εισάγοντας το μεγαλύτερο μερίδιο των εξαγωγών μελιού της ΕΕ (4.300 τόνοι, ή 17% του συνόλου των εξαγωγών μελιού εκτός ΕΕ). Ακολουθούν η Σαουδική Αραβία (3.500 τόνοι, 14%), η Ελβετία (3.400 τόνοι, 13%), οι Ηνωμένες Πολιτείες (3.300 τόνοι, 13%) και η Ιαπωνία (2.500 τόνοι, 10%).

Από τις χώρες της ΕΕ η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας μελιού της ΕΕ εισάγοντας 41.000 τόνους μελιού από χώρες εκτός ΕΕ, ή το 25% του συνόλου των εισαγωγών της ΕΕ. Ακολουθεί το Βέλγιο (31.400 τόνοι, 19%), η Πολωνία (23.300 τόνοι, 14%), η Ισπανία (15.700 τόνους, 10%) και η Γαλλία (7.700 τόνους, 5%).

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat και του FAO στον κατάλογο των μεγαλύτερων παραγωγών μελιού παγκοσμίως πρωταγωνιστεί η Κίνα που βρίσκεται στην πρώτη θέση με μερίδιο 26%, με την ΕΕ να ακολουθεί στη δεύτερη με μερίδιο 16% και την Τουρκία στην τρίτη θέση με μερίδιο 6%. Οι χώρες της ΕΕ με τη μεγαλύτερη παραγωγή μελιού (Ρουμανία, Ισπανία, Ουγγαρία, Γερμανία, Ιταλία, Ελλάδα, Γαλλία και Πολωνία) βρίσκονται κυρίως στη νότια και ανατολική Ευρώπη, όπου οι κλιματολογικές συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές για την μελισσοκομία.

Οι προκλήσεις για μελισσοκόμους και καταναλωτές
Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι ο κλάδος ανθεί. Παρόλο που οι Έλληνες μελισσοκόμοι έχουν αναπτύξει τεχνογνωσία γύρω από την παραγωγή μελιού και συγγενών προϊόντων αντιμετωπίζουν προκλήσεις όπως με τις απαγορευτικές διατάξεις των Δασαρχείων που τους στερούν δυνατότητα να αναπτύσσουν δραστηριότητα σε ορεινούς όγκους για τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Οι ίδιοι θεωρούν ότι θα μπορούσαν να είναι προστάτες του δάσους, καθώς είναι σε θέση να εντοπίζουν πιο εύκολα τη φωτιά και επιπλέον φοβούνται τον κίνδυνο πυρκαγιάς αφού σηματοδοτεί ζημιά για την περιουσία και την επιχείρησή τους. Επιπλέον, η εξέλιξη αυτή πλήττει την παραγωγή πευκόμελου. Είναι ενδεικτικό το κενό που αφήνει στην αγορά το μέλι της Βόρειας Εύβοιας, όπου το πευκοδάσος καταστράφηκε από τις φωτιές του 2021 πλήττοντας την κοινότητα των μελισσοκόμων, οι οποίοι περιμένουν ακόμη αποζημιώσεις και προβλέψεις για την αποκατάσταση της παραγωγής καθώς δεν γνωρίζουν τι μέρος του δάσους τελικά θα αναγεννηθεί.

Όπως αναφέρουν παραγωγοί, το μέλι που διακινήθηκε τις τελευταίες χρονιές δεν μειώθηκε σε ποσότητα μετά τις καταστροφές, καθώς οι μελισσοκόμοι κινητοποιήθηκαν και αύξησαν τα μελίσσια για βιοποριστικούς λόγους αναλαμβάνοντας κόστος για τη μετακίνηση σε άλλες περιοχές. Αλλά οι τιμές στις οποίες διαθέτουν το προϊόν δεν τους καθιστά βιώσιμους. Για το συσκευασμένο μέλι από τον παραγωγό οι τιμές κινούνται μεταξύ 9 και 10 ευρώ το κιλό και πιθανόν σε κάποιες κατηγορίες βιολογικού μελιού φτάνουν τα 17 με 18 ευρώ ενώ το χύμα μέλι από τον μελισσοκόμο σε μεγάλες μεταποιητικές εταιρείες κυμαίνεται σε 3-4 ευρώ το κιλό και καθορίζεται από τη βιομηχανία ανάλογα με τις ανάγκες.

Την ίδια ώρα οι αθρόες εισαγωγές μελιού από τρίτες χώρες που αναμιγνύεται με εγχώριο υψηλής ποιότητας και διακινείται στο λιανεμπόριο σε χαμηλές τιμές πλήττει τον κλάδο, από μικρούς παραγωγούς μέχρι βιομηχανίες. Η νοθεία επίσης αποτελεί εξαπάτηση του καταναλωτή.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρόμοια προβλήματα έχουν και άλλοι Ευρωπαίοι μελισσοκόμοι. Για παράδειγμα στη Ρουμανία, όπου η παραγωγή έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ, ένα μεγάλο μέρος του μελιού εξάγεται χύμα, επειδή δεν υπάρχουν αρκετές μονάδες επεξεργασίας στη χώρα. Επιπλέον, το ρουμανικό μέλι αναμιγνύεται με κινεζικό μέλι, το οποίο μερικές φορές επιστρέφει στα ράφια των καταστημάτων. Έτσι, μόνο ένα μικρό μέρος της τοπικής παραγωγής καταλήγει να πωλείται ως ποιοτικό προϊόν, καθώς οι μελισσοκόμοι αγωνίζονται να το πουλήσουν φθηνά, γρήγορα και χύμα σε μεσάζοντες που στη συνέχεια το εξάγουν.