Θέσεις μάχης παίρνουν Έλληνες εφοπλιστές στη ναυλαγορά ξηρού φορτίου
«Θέσεις μάχης» προκειμένου να κεφαλαιοποιήσουν τις εξαιρετικές προοπτικές που αναμένεται να εμφανίσει η ναυλαγορά ξηρού φορτίου τους επόμενους μήνες, λαμβάνουν οι Έλληνες πλοιοκτήτες. Για τον λόγο αυτό, μία από τις κυρίαρχες τάσεις του 2024, είναι το ισχυρό αγοραστικό ενδιαφέρον των ελληνικών συμφερόντων για την απόκτηση φορτηγών πλοίων, κυρίως μεγάλου μεγέθους.
Μόνο κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών, ελληνικές εταιρείες συνδέθηκαν με την αγορά δύο πλοίων της κλάσης Newcastlemax, μεταφορικής ικανότητας 205.000 τόνων dwt, αντί ποσού 81,6 εκατ. δολαρίων. Παράλληλα, Έλληνας ήταν και ο αγοραστής του Capesize «Courageous», μεταφορικής ικανότητας 181.000 τόνων, καταβάλλοντας ποσό 50,5 εκατ. δολαρίων. Σημαντικές συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν και στις πιο μικρές κατηγορίες φορτηγών πλοίων.
Στην πράξη, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, οι Έλληνες πλοιοκτήτες επιχειρούν να ενισχύσουν την έκθεσή τους στην αγορά ξηρού φορτίου, καθώς διαβλέπουν ότι η ναυλαγορά θα παραμείνει ιδιαίτερα ισχυρή όχι μόνο τους επόμενους μήνες, αλλά και τα επόμενα χρόνια. Άλλωστε, μόνο το 2023, η ζήτηση για πρώτες ύλες, όπως σιδηρομετάλλευμα, αυξήθηκε κατά 5%. Σε πρόσφατη ανάλυσή του, ο όμιλος DNV, που αποτελεί τον μεγαλύτερο νηογνώμονα παγκοσμίως, σημείωσε ότι «ακόμα και η ζήτηση άνθρακα παρέμεινε ισχυρή, παρότι αναμενόταν μείωση, λόγω της ενεργειακής μετάβασης σε καθαρότερες μορφές καυσίμων». Υπενθυμίζεται ότι ο άνθρακας αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο είδος που μεταφέρεται μέσω φορτηγών πλοίων, πίσω μόνο από το σιδηρομετάλλευμα. Επιπλέον, ισχυρή παρουσιάζεται και η ζήτηση, τόσο για σιτηρά, όσο και για σόγια, στοιχείο που επίσης ευνοεί τη διατήρηση των ναύλων σε υψηλό επίπεδο.
Σύμφωνα με την ανάλυση του DNV, το φετινό πρώτο τρίμηνο ήταν το πιο ισχυρό της τελευταίας δεκαετίας από πλευράς ναύλων. Για κάποιες κατηγορίες πλοίων, όπως για παράδειγμα την κλάση Capesize, οι ναύλοι αυξήθηκαν κατά 30% σε 35.000 δολάρια/ημέρα, τη στιγμή που το ημερήσιο κόστος λειτουργίας των πλοίων αυτών κυμαίνεται μεταξύ 15.000-20.000 δολαρίων. Παρότι πρόσφατα σημειώθηκε μια υποχώρηση, οι αναλυτές εκτιμούν ότι θα υπάρξει νέα αύξηση κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του έτους, αλλά και αργότερα. Μάλιστα, συνολικά η DNV αναφέρει ότι οι προοπτικές του κλάδου θα παραμείνουν θετικές για τα επόμενα 3-5 χρόνια.
Αυτή η πολύ αισιόδοξη εκτίμηση εδράζεται στο γεγονός ότι η προσφορά πλοίων θα παραμείνει ιδιαίτερα χαμηλή, συγκριτικά με τη ζήτηση και μάλιστα θα απαιτηθεί σημαντικός χρόνος, έως ότου αποκατασταθεί η ισορροπία αυτή. Σύμφωνα με την έκθεση του DNV, «παρότι από οικονομικής πλευράς, ήταν πιο συμφέρον να επενδύσει κανείς σε νεότευκτα πλοία πριν από δύο χρόνια, όταν οι τιμές που προσέφεραν τα ναυπηγεία ήταν 40% χαμηλότερες, σε σχέση με σήμερα και η διαθεσιμότητα θέσεων σαφώς μεγαλύτερη, εντούτοις, καταγράφουμε αυξημένη ζήτηση για νέες παραγγελίες, τόσο το 2023, όσο και το 2024, ιδίως για φορτηγά πλοία των κλάσεων Ultramax και Kamsarmax». Πρόκειται για πλοία μεταφορικής ικανότητας 60.000-65.000 και 80.000-85.000 τόνων αντίστοιχα.
Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο παραγγελιών παραμένει πολύ χαμηλά, εξαιτίας της απουσίας νέων επενδύσεων σε νεότευκτα καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 2019-2022. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 2023, το βιβλίο παραγγελιών αντιστοιχούσε σε μόλις 5% του υφιστάμενου στόλου. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό των τελευταίων 30 ετών. Την ίδια στιγμή, ο υφιστάμενος στόλος είναι αρκετά «γερασμένος», καθώς περίπου το 30% των φορτηγών πλοίων είναι άνω των 15 ετών. Πρόκειται για πλοία χαμηλής ενεργειακής απόδοσης και υψηλών λειτουργικών εξόδων, κάτι που τα καθιστά μη ανταγωνιστικά στο σημερινό περιβάλλον και επομένως αυξάνεται το οικονομικό κίνητρο για τους πλοιοκτήτες, ώστε να τα πουλήσουν για διάλυση. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, εκτιμάται ότι παρά την αύξηση των νέων παραγγελιών, η προσφορά θα διατηρηθεί σε επίπεδο χαμηλότερο της ζήτησης, με αποτέλεσμα να διατηρηθεί και η ανοδική πορεία των ναύλων.
Μόνο κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών, ελληνικές εταιρείες συνδέθηκαν με την αγορά δύο πλοίων της κλάσης Newcastlemax, μεταφορικής ικανότητας 205.000 τόνων dwt, αντί ποσού 81,6 εκατ. δολαρίων. Παράλληλα, Έλληνας ήταν και ο αγοραστής του Capesize «Courageous», μεταφορικής ικανότητας 181.000 τόνων, καταβάλλοντας ποσό 50,5 εκατ. δολαρίων. Σημαντικές συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν και στις πιο μικρές κατηγορίες φορτηγών πλοίων.
Στην πράξη, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, οι Έλληνες πλοιοκτήτες επιχειρούν να ενισχύσουν την έκθεσή τους στην αγορά ξηρού φορτίου, καθώς διαβλέπουν ότι η ναυλαγορά θα παραμείνει ιδιαίτερα ισχυρή όχι μόνο τους επόμενους μήνες, αλλά και τα επόμενα χρόνια. Άλλωστε, μόνο το 2023, η ζήτηση για πρώτες ύλες, όπως σιδηρομετάλλευμα, αυξήθηκε κατά 5%. Σε πρόσφατη ανάλυσή του, ο όμιλος DNV, που αποτελεί τον μεγαλύτερο νηογνώμονα παγκοσμίως, σημείωσε ότι «ακόμα και η ζήτηση άνθρακα παρέμεινε ισχυρή, παρότι αναμενόταν μείωση, λόγω της ενεργειακής μετάβασης σε καθαρότερες μορφές καυσίμων». Υπενθυμίζεται ότι ο άνθρακας αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο είδος που μεταφέρεται μέσω φορτηγών πλοίων, πίσω μόνο από το σιδηρομετάλλευμα. Επιπλέον, ισχυρή παρουσιάζεται και η ζήτηση, τόσο για σιτηρά, όσο και για σόγια, στοιχείο που επίσης ευνοεί τη διατήρηση των ναύλων σε υψηλό επίπεδο.
Σύμφωνα με την ανάλυση του DNV, το φετινό πρώτο τρίμηνο ήταν το πιο ισχυρό της τελευταίας δεκαετίας από πλευράς ναύλων. Για κάποιες κατηγορίες πλοίων, όπως για παράδειγμα την κλάση Capesize, οι ναύλοι αυξήθηκαν κατά 30% σε 35.000 δολάρια/ημέρα, τη στιγμή που το ημερήσιο κόστος λειτουργίας των πλοίων αυτών κυμαίνεται μεταξύ 15.000-20.000 δολαρίων. Παρότι πρόσφατα σημειώθηκε μια υποχώρηση, οι αναλυτές εκτιμούν ότι θα υπάρξει νέα αύξηση κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του έτους, αλλά και αργότερα. Μάλιστα, συνολικά η DNV αναφέρει ότι οι προοπτικές του κλάδου θα παραμείνουν θετικές για τα επόμενα 3-5 χρόνια.
Αυτή η πολύ αισιόδοξη εκτίμηση εδράζεται στο γεγονός ότι η προσφορά πλοίων θα παραμείνει ιδιαίτερα χαμηλή, συγκριτικά με τη ζήτηση και μάλιστα θα απαιτηθεί σημαντικός χρόνος, έως ότου αποκατασταθεί η ισορροπία αυτή. Σύμφωνα με την έκθεση του DNV, «παρότι από οικονομικής πλευράς, ήταν πιο συμφέρον να επενδύσει κανείς σε νεότευκτα πλοία πριν από δύο χρόνια, όταν οι τιμές που προσέφεραν τα ναυπηγεία ήταν 40% χαμηλότερες, σε σχέση με σήμερα και η διαθεσιμότητα θέσεων σαφώς μεγαλύτερη, εντούτοις, καταγράφουμε αυξημένη ζήτηση για νέες παραγγελίες, τόσο το 2023, όσο και το 2024, ιδίως για φορτηγά πλοία των κλάσεων Ultramax και Kamsarmax». Πρόκειται για πλοία μεταφορικής ικανότητας 60.000-65.000 και 80.000-85.000 τόνων αντίστοιχα.
Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο παραγγελιών παραμένει πολύ χαμηλά, εξαιτίας της απουσίας νέων επενδύσεων σε νεότευκτα καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 2019-2022. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 2023, το βιβλίο παραγγελιών αντιστοιχούσε σε μόλις 5% του υφιστάμενου στόλου. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό των τελευταίων 30 ετών. Την ίδια στιγμή, ο υφιστάμενος στόλος είναι αρκετά «γερασμένος», καθώς περίπου το 30% των φορτηγών πλοίων είναι άνω των 15 ετών. Πρόκειται για πλοία χαμηλής ενεργειακής απόδοσης και υψηλών λειτουργικών εξόδων, κάτι που τα καθιστά μη ανταγωνιστικά στο σημερινό περιβάλλον και επομένως αυξάνεται το οικονομικό κίνητρο για τους πλοιοκτήτες, ώστε να τα πουλήσουν για διάλυση. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, εκτιμάται ότι παρά την αύξηση των νέων παραγγελιών, η προσφορά θα διατηρηθεί σε επίπεδο χαμηλότερο της ζήτησης, με αποτέλεσμα να διατηρηθεί και η ανοδική πορεία των ναύλων.