"Υψηλότεροι µισθοί και περισσότερες θέσεις εργασίας" άρθρο τoυ Νίκου Μηλαπίδη στα Παραπολιτικά
Γνώμη
Άρθρο γνώμης τoυ Νίκου Μηλαπίδη, Νομικού Και Γ.Γ. Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπουργείο Εργασίας
Από το 2019 και µετά, είναι σαφές πως η οικονοµία ανακάµπτει δυναµικά, παρά τις συνεχείς διεθνείς αναταραχές και, µάλιστα, µε ρυθµούς µεγαλύτερους του µ.ό. της ευρωζώνης. Η ανεργία πλέον βρίσκεται στο όριο του 10%, ενώ κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας αυξήθηκε η απασχόληση και δηµιουργήθηκαν περισσότερες από 400 χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Από το 2019 έως σήµερα, ο κατώτατος και ο µέσος µισθός αυξήθηκαν κατά 28% και 19% αντιστοίχως. Προεκλογική δέσµευση του πρωθυπουργού είναι η περαιτέρω και σταδιακή αύξηση του κατώτατου µισθού, καθώς και η αύξηση του µέσου µισθού έως το 2027. Αυτό προϋποθέτει µεταρρυθµίσεις, µια δυναµική οικονοµία που αναπτύσσεται και δηµιουργεί καλοπληρωµένες δουλειές. Στην Ελλάδα, είναι χαµηλή η συµµετοχή στην αγορά εργασίας – 2η χαµηλότερη στην Ευρώπη, µετά την Ιταλία. Ενώ διαχρονικά είναι υψηλή η διαρθρωτική ανεργία στη χώρα µας. Η πρόκληση γίνεται ακόµα µεγαλύτερη αν αναλογιστεί κανείς τα δηµογραφικά δεδοµένα της χώρας. Ωστόσο, η συνθήκη στην αγορά εργασίας έχει αλλάξει άρδην: από το «βρες µου δουλειά» βρισκόµαστε στο «βρες µου εργαζόµενους».
Η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονοµίας εξαρτάται από την αύξηση του ανθρώπινου δυναµικού µέσω της επιστροφής µερίδας των νέων που έφυγαν και της ενίσχυσης των ποσοστών συµµετοχής των γυναικών, των νέων, των µεταναστών, των ατόµων µε αναπηρία, καθώς και των συνταξιούχων στην αγορά εργασίας (ξεπέρασε τις 170.000 ο αριθµός των απασχολούµενων συνταξιούχων). Η Ελλάδα αυτή τη στιγµή διαθέτει το 3ο χαµηλότερο ποσοστό συµµετοχής στις γυναίκες (67%) τη στιγµή που ο ευρωπαϊκός µ.ό. είναι 75%. Το θετικό είναι ότι οι νέες γυναίκες παρουσιάζουν σαφώς µεγαλύτερα ποσοστά απασχόλησης. Επιβάλλεται όµως να δοθούν τα κατάλληλα κίνητρα σε γυναίκες παραγωγικής ηλικίας να επιστρέψουν ή να ενταχθούν για πρώτη φορά στην αγορά.
Σε ό,τι αφορά τους νέους, η χώρα µας είναι 4η από το τέλος στη συγκεκριµένη κατηγορία, παρά τη βελτίωση των τελευταίων ετών, και έχουµε το 3ο υψηλότερο ποσοστό των νέων που ούτε σπουδάζουν ούτε εργάζονται (ΝEETS) ούτε συµµετέχουν σε κάποιο πρόγραµµα κατάρτισης. Εκεί, κρίσιµη είναι η αναβάθµιση της επαγγελµατικής εκπαίδευσης, ο εκσυγχρονισµός της κατάρτισης µε την εµπλοκή των εργοδοτών.
Με σκοπό τη βελτίωση της αποδοτικότητας των δηµόσιων δαπανών και την άρση των αντικινήτρων για την αναβάθµιση των δεξιοτήτων των ανέργων, σχεδιάζονται η ενοποίηση και o εξορθολογισµός των επιδοµάτων και παροχών ανεργίας. Το -υπό σχεδιασµό- επίδοµα θα ξεκινά από το µέγιστο ποσό παροχής (αναλογικό των απολαβών και του χρόνου ασφάλισης) για τον κάθε ασφαλισµένο κατά το πρώτο τρίµηνο της ανεργίας, ώστε να τον βοηθά να διατηρήσει το βιοτικό του επίπεδο, ενώ θα φθίνει σταδιακά µέσα στο έτος. Με τον τρόπο αυτόν, θα µεγιστοποιείται η αναπλήρωση του εισοδήµατος για εύλογο χρονικό διάστηµα, ενώ ταυτόχρονα θα παρέχεται και αρκετός χρόνος στο άνεργο άτοµο ώστε να επανενταχθεί στην αγορά.
Οι πρακτικές του παρελθόντος που οδήγησαν στην εργαλειοποίηση των παροχών κοινωνικού κράτους, από τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις µέχρι την απαξίωση των βασικών επιδοµάτων –σήµερα κάποιος λαµβάνει 509 ευρώ επίδοµα ανεργίας, ακόµα κι αν δούλευε συνεχόµενα για δεκαετίες– και την εξώθηση στην αδήλωτη εργασία, δεν έχουν θέση στον 21ο αιώνα.
Από το 2019 έως σήµερα, ο κατώτατος και ο µέσος µισθός αυξήθηκαν κατά 28% και 19% αντιστοίχως. Προεκλογική δέσµευση του πρωθυπουργού είναι η περαιτέρω και σταδιακή αύξηση του κατώτατου µισθού, καθώς και η αύξηση του µέσου µισθού έως το 2027. Αυτό προϋποθέτει µεταρρυθµίσεις, µια δυναµική οικονοµία που αναπτύσσεται και δηµιουργεί καλοπληρωµένες δουλειές. Στην Ελλάδα, είναι χαµηλή η συµµετοχή στην αγορά εργασίας – 2η χαµηλότερη στην Ευρώπη, µετά την Ιταλία. Ενώ διαχρονικά είναι υψηλή η διαρθρωτική ανεργία στη χώρα µας. Η πρόκληση γίνεται ακόµα µεγαλύτερη αν αναλογιστεί κανείς τα δηµογραφικά δεδοµένα της χώρας. Ωστόσο, η συνθήκη στην αγορά εργασίας έχει αλλάξει άρδην: από το «βρες µου δουλειά» βρισκόµαστε στο «βρες µου εργαζόµενους».
Η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονοµίας εξαρτάται από την αύξηση του ανθρώπινου δυναµικού µέσω της επιστροφής µερίδας των νέων που έφυγαν και της ενίσχυσης των ποσοστών συµµετοχής των γυναικών, των νέων, των µεταναστών, των ατόµων µε αναπηρία, καθώς και των συνταξιούχων στην αγορά εργασίας (ξεπέρασε τις 170.000 ο αριθµός των απασχολούµενων συνταξιούχων). Η Ελλάδα αυτή τη στιγµή διαθέτει το 3ο χαµηλότερο ποσοστό συµµετοχής στις γυναίκες (67%) τη στιγµή που ο ευρωπαϊκός µ.ό. είναι 75%. Το θετικό είναι ότι οι νέες γυναίκες παρουσιάζουν σαφώς µεγαλύτερα ποσοστά απασχόλησης. Επιβάλλεται όµως να δοθούν τα κατάλληλα κίνητρα σε γυναίκες παραγωγικής ηλικίας να επιστρέψουν ή να ενταχθούν για πρώτη φορά στην αγορά.
Σε ό,τι αφορά τους νέους, η χώρα µας είναι 4η από το τέλος στη συγκεκριµένη κατηγορία, παρά τη βελτίωση των τελευταίων ετών, και έχουµε το 3ο υψηλότερο ποσοστό των νέων που ούτε σπουδάζουν ούτε εργάζονται (ΝEETS) ούτε συµµετέχουν σε κάποιο πρόγραµµα κατάρτισης. Εκεί, κρίσιµη είναι η αναβάθµιση της επαγγελµατικής εκπαίδευσης, ο εκσυγχρονισµός της κατάρτισης µε την εµπλοκή των εργοδοτών.
Οι πρακτικές του παρελθόντος που οδήγησαν στην εργαλειοποίηση των παροχών κοινωνικού κράτους δεν έχουν θέση στον 21ο αιώνα
Με σκοπό τη βελτίωση της αποδοτικότητας των δηµόσιων δαπανών και την άρση των αντικινήτρων για την αναβάθµιση των δεξιοτήτων των ανέργων, σχεδιάζονται η ενοποίηση και o εξορθολογισµός των επιδοµάτων και παροχών ανεργίας. Το -υπό σχεδιασµό- επίδοµα θα ξεκινά από το µέγιστο ποσό παροχής (αναλογικό των απολαβών και του χρόνου ασφάλισης) για τον κάθε ασφαλισµένο κατά το πρώτο τρίµηνο της ανεργίας, ώστε να τον βοηθά να διατηρήσει το βιοτικό του επίπεδο, ενώ θα φθίνει σταδιακά µέσα στο έτος. Με τον τρόπο αυτόν, θα µεγιστοποιείται η αναπλήρωση του εισοδήµατος για εύλογο χρονικό διάστηµα, ενώ ταυτόχρονα θα παρέχεται και αρκετός χρόνος στο άνεργο άτοµο ώστε να επανενταχθεί στην αγορά.
Οι πρακτικές του παρελθόντος που οδήγησαν στην εργαλειοποίηση των παροχών κοινωνικού κράτους, από τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις µέχρι την απαξίωση των βασικών επιδοµάτων –σήµερα κάποιος λαµβάνει 509 ευρώ επίδοµα ανεργίας, ακόµα κι αν δούλευε συνεχόµενα για δεκαετίες– και την εξώθηση στην αδήλωτη εργασία, δεν έχουν θέση στον 21ο αιώνα.
*Δημοσιεύτηκε στα «Παραπολιτικά»