ΤτΕ: 10% ακριβότερα από την ευρωζώνη τα επώνυµα προϊόντα στα ελληνικά σούπερ µάρκετ - Γιατί συμβαίνει αυτό

Τα "κόλπα" των πολυεθνικών που ανεβάζουν τις τιµές

Ο ανταγωνισµός θα καθορίσει σε µεγάλο βαθµό την τιµή στην οποία ο έµπορος λιανικής αγοράζει το προϊόν από τον παραγωγό

souper_proionta
Ενώ η Ελλάδα έχει γίνει φθηνότερη κατά την τελευταία δεκαετία σε σύγκριση µε τη ζώνη του ευρώ, εξακολουθεί να είναι µία από τις ακριβότερες χώρες σε ό,τι αφορά τα επώνυµα τυποποιηµένα καταναλωτικά αγαθά σούπερ µάρκετ. Σύµφωνα µε έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, µεσοσταθµικά είναι υψηλότερες κατά 10% οι τιµές των τυποποιηµένων προϊόντων στα ελληνικά σούπερ µάρκετ, σε σύγκριση µε εκείνα των χωρών της ευρωζώνης. Αλλά γιατί;

Οι πρακτικές 

Στην έκθεση αναλύονται διάφορες πρακτικές των πολυεθνικών:

1. Για παράδειγµα, σε πολλές κατηγορίες προϊόντων οι επιχειρήσεις που παράγουν αυτά τα επώνυµα προϊόντα µε ηγετική θέση στην αγορά τείνουν να είναι οι ίδιοι (µεταξύ των χωρών) παραγωγοί και να προσφέρουν τα ίδια βασικά προϊόντα. Έτσι, ελαχιστοποιούνται οι διαφορές στην ποιότητα, όµως διαπιστώνονται πολύ µεγάλες διαφοροποιήσεις στις τιµές, γεγονός που υποδηλώνει έντονες επιδράσεις της τιµολογιακής στρατηγικής pricing-to-market, καθώς κατά µέσο όρο για τις 41 κατηγορίες προϊόντων, η µέση και η διάµεση διαφορά τιµών είναι 220% και 181% αντίστοιχα.

2. Επίσης, διαπιστώνουν σηµαντικές διαφοροποιήσεις τιµών από χώρα σε χώρα για το ίδιο προϊόν (π.χ. αναψυκτικά ή απορρυπαντικά-µαλακτικά ρούχων).

3. Οι µελετητές εκτιµούν ότι η τιµή του επώνυµου προϊόντος ανά γεωγραφική περιοχή εξαρτάται από:
  • τα χαρακτηριστικά του ανταγωνισµού στην αγορά προµηθευτών (producers),
  • τα χαρακτηριστικά του ανταγωνισµού στη λιανική αγορά (retailers),
  • τις καταναλωτικές συνήθειες και 
  • άλλες µεταβλητές, όπως συντελεστές ΦΠΑ, ενοίκια, µισθοί, ποσοστό ανεργίας κ.λπ.

4. Επιπλέον, διαπιστώνεται πως η Ελλάδα τείνει, κατά µέσο όρο, να χαρακτηρίζεται από υψηλότερο µερίδιο των επώνυµων προϊόντων µε ηγετική θέση στην αγορά και από χαµηλή διείσδυση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Αυτό σηµαίνει µεγαλύτερη µονοπωλιακή ισχύ του παραγωγού και µικρότερο ανταγωνισµό στην αγορά των παραγωγών.

Τράπεζας της Ελλάδος: Προτάσεις 

Η έκθεση προτείνει και τη λύση: ο ανταγωνισµός θα καθορίσει σε µεγάλο βαθµό την τιµή στην οποία ο έµπορος λιανικής αγοράζει το προϊόν από τον παραγωγό. Ειδικά για τον καταναλωτή σε τοπικό επίπεδο (συνήθως σε ακτίνα 5 χλµ. από τον τόπο παραγωγής του προϊόντος), είναι σηµαντικό να υπάρχει ανταγωνισµός µεταξύ των εµπόρων λιανικής, έτσι ώστε ο καταναλωτής να διαθέτει πολλές επιλογές, όταν προµηθεύεται αγαθά. Ταυτόχρονα, θεωρείται σηµαντικό οι λιανέµποροι να δηµιουργούν ενώσεις (buying groups) που τους επιτρέπουν να πραγµατοποιούν µεγαλύτερες παραγγελίες, λειτουργώντας έτσι ως µονοψώνιο απέναντι στον παραγωγό, και συνεπώς να επιτυγχάνουν καλύτερες τιµές.

Στην έκθεση έχουν αξιοποιηθεί τα αποτελέσµατα των Dixon et al. (2023), οι οποίοι αναλύουν τις διαφορές των τιµών σε 41 κατηγορίες επώνυµων τυποποιηµένων προϊόντων σούπερ µάρκετ σε 10 χώρες της ζώνης του ευρώ και βρίσκουν ότι ο ανταγωνισµός στην αγορά των προµηθευτών, η συγκέντρωση της λιανικής αγοράς, τα τοπικά κόστη (όπως µισθοί και ενοίκια) και οι συνήθειες των καταναλωτών εξηγούν σηµαντικό µέρος (περίπου 40%) των διαφορών στις τιµές επώνυµων προϊόντων από χώρα σε χώρα.

Σενάρια 

Επόµενο βήµα και µε βάση τα εµπειρικά αποτελέσµατα, η κατασκευή υποθετικών σεναρίων (counterfactual prices) για αυτές τις 41 κατηγορίες προϊόντων. Συγκεκριµένα, η έκθεση εξετάζει ποιο θα ήταν το επίπεδο των τιµών των εν λόγω προϊόντων στην Ελλάδα αν οι προαναφερθείσες ερµηνευτικές µεταβλητές ορίζονταν στον µέσο όρο της Ευρωζώνης. ∆ιαπιστώθηκε ότι για την Ελλάδα οι τιµές των περισσότερων αγαθών που εξετάζονται θα µπορούσαν να είναι σηµαντικά χαµηλότερες, µε τη διαφορά να µειώνεται κατά έως και 48 ποσοστιαίες µονάδες. Όµως οι µελετητές δεν µένουν εκεί. ∆ιαµορφώνουν έναν πίνακα των 41 τυποποιηµένων προϊόντων και σε ένα υποθετικό -που δεν θα έπρεπε να είναι υποθετικό- σενάριο, υπολογίζουν ποιες θα ήταν οι τιµές τους αν η Ελλάδα βρισκόταν στον µέσο όρο της Ευρωζώνης για κάθε ερµηνευτική µεταβλητή (εισόδηµα, στεγαστικό κόστος, φόροι κ.λπ.).


*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»