Συνωστισμός για νέα πιο “πράσινα” πλοία
Μεγαλώνει συνεχώς ο «πράσινος» στόλος πλοίων που πρόκειται να «πέσουν» στο νερό τα επόμενα χρόνια, εν όψει των μέτρων που θα τεθούν σε ισχύ για την μείωση των εκπομπών ρύπων του κλάδου. Σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση Green Technology Tracker της Clarksons Research, κατά τη διάρκεια του φετινού πρώτου εξαμήνου, σημειώθηκε σημαντική αύξηση των σχετικών επενδύσεων. Συγκεκριμένα, αναλύοντας τα στοιχεία από τις νέες παραγγελίες ναυπήγησης πλοίων, προκύπτει ότι το 33% των πλοίων και το 41% της μεταφορικής ικανότητας αφορούν πλοία που χρησιμοποιούν κάποια μορφή εναλλακτικού καυσίμου.
Όπως προκύπτει, 109 παραγγελίες αφορούν πλοία που θα χρησιμοποιούν LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο) για την πρόωσή τους, 49 πλοία θα καίνε μεθανόλη, 15 πλοία θα μπορούν να καίνε αμμωνία, 42 πλοία θα καίνε και υγραέριο (LPG) και τέσσερα πλοία θα χρησιμοποιούν υδρογόνο. Παράλληλα, όπως δείχνουν τα στοιχεία, το 22% του συνόλου των πλοίων που παραγγέλθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο (169 παραγγελίες), προβλέπουν την ύπαρξη δυνατότητας για μελλοντική χρήση εναλλακτικών καυσίμων. Δηλαδή αφορούν πλοία, τα οποία ναι μεν κατά την παράδοσή τους, θα χρησιμοποιούν συμβατικά καύσιμα, ωστόσο θα έχουν εγκατεστημένες τις απαιτούμενες μηχανολογικές και τεχνολογικές υποδομές, για να μπορέσουν στο μέλλον, να χρησιμοποιήσουν και κάποιο άλλο, πιο «καθαρό» καύσιμο, ανάλογα με την απόφαση της πλοιοκτήτριας εταιρείας.
Η Clarksons εκτιμά ότι μαζί με το υφιστάμενο βιβλίο παραγγελιών (ήδη το 50% αφορά πλοία που θα κάνουν χρήση εναλλακτικών καυσίμων), αλλά και τις νέες επενδύσεις που θα γίνουν, πάνω από 20% του παγκόσμιου στόλου θα χρησιμοποιεί «πράσινες» τεχνολογίες καυσίμων έως το τέλος της δεκαετίας. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος του επιτεύγματος, αρκεί να αναφερθεί ότι το 2017, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 2%, ενώ σήμερα δεν ξεπερνά το 7%. Επομένως, η υιοθέτηση νέων και πιο καθαρών τεχνολογιών καυσίμων από την ναυτιλία, έχει επιταχυνθεί κατακόρυφα, παρότι δεν υπάρχει ακόμα – και πιθανότατα δεν θα υπάρξει ούτε στο μέλλον – κάποιο καύσιμο που θα επικρατήσει των υπολοίπων, ως η καλύτερη και πιο προσιτή λύση για την μείωση των εκπομπών ρύπων.
Στον αντίποδα, οι επενδύσεις για τις απαιτούμενες υποδομές, για τον ανεφοδιασμό των πλοίων στα κατά τόπους λιμάνια, φαίνεται πως δεν ακολουθούν τον ίδιο ρυθμό. Με βάση την έρευνα της Clarksons, σήμερα μόλις 273 λιμάνια παγκοσμίως προσφέρουν (ή πρόκειται να προσφέρουν με βάση τα εν εξελίξει σχέδια) τη δυνατότητα ανεφοδιασμού με LNG, ενώ άλλα 251 προσφέρουν (ή θα προσφέρουν) τη δυνατότητα χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας από το λιμάνι, ώστε να σβήνουν οι μηχανές του πλοίου και να παραμένουν σε λειτουργία τα συστήματά του. Αντίστοιχα, μόλις 29 λιμάνια προσφέρουν σήμερα (ή σχεδιάζουν να προσφέρουν) υποδομές για τον ανεφοδιασμό πλοίων που χρησιμοποιούν μεθανόλη.
Ασφαλώς, οι Έλληνες πλοιοκτήτες έχουν προχωρήσει και αυτοί σε σημαντικές επενδύσεις και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό από τον παγκόσμιο μέσο όρο, δείχνοντας ότι επενδύουν κυρίως στην ποιότητα του μελλοντικού στόλου και λιγότερο στην ποσότητα. Ειδικότερα, σήμερα, το 35% των ελληνόκτητων πλοίων είναι εφοδιασμένα με τεχνολογίες εξοικονόμησης καυσίμου, έναντι 23% του παγκόσμιου μέσου όρου. Σε ό,τι αφορά τα πλοία που ναυπηγούνται αυτήν την περίοδο, αποτελούν το δεύτερο μεγαλύτερο μέγεθος παγκοσμίως, με βάση την δυνατότητά τους να χρησιμοποιούν εναλλακτικά καύσιμα. Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι, ήδη, το 6,7% του ελληνικού στόλου μπορεί να χρησιμοποιεί ως καύσιμα και το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG).
Παράλληλα, ο ελληνόκτητος στόλος είναι και ο δεύτερος μεγαλύτερος αναφορικά με την τοποθέτηση και χρήση «πλυντηρίδων», δηλαδή συστημάτων που φιλτράρουν τους ρύπους από την καύση του θείου, προτού αυτοί εκλυθούν στην ατμόσφαιρα. Με τον τρόπο αυτό, ένα πλοίο μπορεί να συνεχίσει να χρησιμοποιεί καύσιμο με υψηλή περιεκτικότητα σε θείο. Αντιθέτως, όσα πλοία δεν χρησιμοποιούν τέτοια συστήματα, είναι υποχρεωμένα να εφοδιάζονται με καύσιμα πολύ χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο (0,5% έναντι 3,5% των συμβατικών καυσίμων), με βάση την σχετική νόρμα του ΙΜΟ (Παγκόσμιος Οργανισμός Ναυτιλίας), που έχει τεθεί σε εφαρμογή από τις αρχές του 2020. Αντίστοιχα, το 36% του βιβλίου παραγγελιών δεξαμενόπλοιων για Έλληνες πλοιοκτήτες αφορά σε πλοία που θα είναι εφοδιασμένα με συστήματα πλυντηρίδων, έναντι 24% του παγκόσμιου μέσου όρου.
Σε σχετική της ανάλυση, η Clarksons αναφέρει ότι «η ελληνική αγορά έχει υιοθετήσει τα πλοία χαμηλής κατανάλωσης καυσίμων (eco ships), που αποτελούν το 34% της χωρητικότητας του υφιστάμενου ελληνικού στόλου». Μάλιστα, το 75% των ελληνικών πλοίων κατατάσσεται στις πρώτες τρεις κατηγορίες της βαθμίδας CII για τις εκπομπές ρύπων, έναντι 65% του παγκόσμιου μέσου όρου. Αντίστοιχα, η μέση ηλικία είναι 11,7 έτη, έναντι 12,8 έτη του παγκόσμιου στόλου (σε όρους μικτού τονάζ).
Όπως προκύπτει, 109 παραγγελίες αφορούν πλοία που θα χρησιμοποιούν LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο) για την πρόωσή τους, 49 πλοία θα καίνε μεθανόλη, 15 πλοία θα μπορούν να καίνε αμμωνία, 42 πλοία θα καίνε και υγραέριο (LPG) και τέσσερα πλοία θα χρησιμοποιούν υδρογόνο. Παράλληλα, όπως δείχνουν τα στοιχεία, το 22% του συνόλου των πλοίων που παραγγέλθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο (169 παραγγελίες), προβλέπουν την ύπαρξη δυνατότητας για μελλοντική χρήση εναλλακτικών καυσίμων. Δηλαδή αφορούν πλοία, τα οποία ναι μεν κατά την παράδοσή τους, θα χρησιμοποιούν συμβατικά καύσιμα, ωστόσο θα έχουν εγκατεστημένες τις απαιτούμενες μηχανολογικές και τεχνολογικές υποδομές, για να μπορέσουν στο μέλλον, να χρησιμοποιήσουν και κάποιο άλλο, πιο «καθαρό» καύσιμο, ανάλογα με την απόφαση της πλοιοκτήτριας εταιρείας.
Η Clarksons εκτιμά ότι μαζί με το υφιστάμενο βιβλίο παραγγελιών (ήδη το 50% αφορά πλοία που θα κάνουν χρήση εναλλακτικών καυσίμων), αλλά και τις νέες επενδύσεις που θα γίνουν, πάνω από 20% του παγκόσμιου στόλου θα χρησιμοποιεί «πράσινες» τεχνολογίες καυσίμων έως το τέλος της δεκαετίας. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος του επιτεύγματος, αρκεί να αναφερθεί ότι το 2017, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 2%, ενώ σήμερα δεν ξεπερνά το 7%. Επομένως, η υιοθέτηση νέων και πιο καθαρών τεχνολογιών καυσίμων από την ναυτιλία, έχει επιταχυνθεί κατακόρυφα, παρότι δεν υπάρχει ακόμα – και πιθανότατα δεν θα υπάρξει ούτε στο μέλλον – κάποιο καύσιμο που θα επικρατήσει των υπολοίπων, ως η καλύτερη και πιο προσιτή λύση για την μείωση των εκπομπών ρύπων.
Στον αντίποδα, οι επενδύσεις για τις απαιτούμενες υποδομές, για τον ανεφοδιασμό των πλοίων στα κατά τόπους λιμάνια, φαίνεται πως δεν ακολουθούν τον ίδιο ρυθμό. Με βάση την έρευνα της Clarksons, σήμερα μόλις 273 λιμάνια παγκοσμίως προσφέρουν (ή πρόκειται να προσφέρουν με βάση τα εν εξελίξει σχέδια) τη δυνατότητα ανεφοδιασμού με LNG, ενώ άλλα 251 προσφέρουν (ή θα προσφέρουν) τη δυνατότητα χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας από το λιμάνι, ώστε να σβήνουν οι μηχανές του πλοίου και να παραμένουν σε λειτουργία τα συστήματά του. Αντίστοιχα, μόλις 29 λιμάνια προσφέρουν σήμερα (ή σχεδιάζουν να προσφέρουν) υποδομές για τον ανεφοδιασμό πλοίων που χρησιμοποιούν μεθανόλη.
Ασφαλώς, οι Έλληνες πλοιοκτήτες έχουν προχωρήσει και αυτοί σε σημαντικές επενδύσεις και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό από τον παγκόσμιο μέσο όρο, δείχνοντας ότι επενδύουν κυρίως στην ποιότητα του μελλοντικού στόλου και λιγότερο στην ποσότητα. Ειδικότερα, σήμερα, το 35% των ελληνόκτητων πλοίων είναι εφοδιασμένα με τεχνολογίες εξοικονόμησης καυσίμου, έναντι 23% του παγκόσμιου μέσου όρου. Σε ό,τι αφορά τα πλοία που ναυπηγούνται αυτήν την περίοδο, αποτελούν το δεύτερο μεγαλύτερο μέγεθος παγκοσμίως, με βάση την δυνατότητά τους να χρησιμοποιούν εναλλακτικά καύσιμα. Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι, ήδη, το 6,7% του ελληνικού στόλου μπορεί να χρησιμοποιεί ως καύσιμα και το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG).
Παράλληλα, ο ελληνόκτητος στόλος είναι και ο δεύτερος μεγαλύτερος αναφορικά με την τοποθέτηση και χρήση «πλυντηρίδων», δηλαδή συστημάτων που φιλτράρουν τους ρύπους από την καύση του θείου, προτού αυτοί εκλυθούν στην ατμόσφαιρα. Με τον τρόπο αυτό, ένα πλοίο μπορεί να συνεχίσει να χρησιμοποιεί καύσιμο με υψηλή περιεκτικότητα σε θείο. Αντιθέτως, όσα πλοία δεν χρησιμοποιούν τέτοια συστήματα, είναι υποχρεωμένα να εφοδιάζονται με καύσιμα πολύ χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο (0,5% έναντι 3,5% των συμβατικών καυσίμων), με βάση την σχετική νόρμα του ΙΜΟ (Παγκόσμιος Οργανισμός Ναυτιλίας), που έχει τεθεί σε εφαρμογή από τις αρχές του 2020. Αντίστοιχα, το 36% του βιβλίου παραγγελιών δεξαμενόπλοιων για Έλληνες πλοιοκτήτες αφορά σε πλοία που θα είναι εφοδιασμένα με συστήματα πλυντηρίδων, έναντι 24% του παγκόσμιου μέσου όρου.
Σε σχετική της ανάλυση, η Clarksons αναφέρει ότι «η ελληνική αγορά έχει υιοθετήσει τα πλοία χαμηλής κατανάλωσης καυσίμων (eco ships), που αποτελούν το 34% της χωρητικότητας του υφιστάμενου ελληνικού στόλου». Μάλιστα, το 75% των ελληνικών πλοίων κατατάσσεται στις πρώτες τρεις κατηγορίες της βαθμίδας CII για τις εκπομπές ρύπων, έναντι 65% του παγκόσμιου μέσου όρου. Αντίστοιχα, η μέση ηλικία είναι 11,7 έτη, έναντι 12,8 έτη του παγκόσμιου στόλου (σε όρους μικτού τονάζ).