Aν και ο εμπορικός πόλεμος Κίνας – ΗΠΑ συντηρεί κινδύνους για τους εξαγωγείς αγαθών προς την κινεζική αγορά, η μείωση των δασμών σε ορισμένα γαλακτοκομικά προϊόντα, η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών και η εξάρτηση των νέων Κινέζων ολοένα και περισσότερο από ξένες μάρκες -και στα τρόφιμα- αναδύει ευκαιρίες για την ελληνική γαλακτοβιομηχανία, σε μια αγορά που ξεπερνά τα 100 δισ. δολ.

Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής γαλακτοκομικών προϊόντων στην Κίνα, αντιπροσωπεύοντας πάνω από 60% της εμπορικής αξίας των εξαγωγών, με τη Γαλλία και τη Γερμανία να απολαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος, με μερίδια 25% και 22% αντίστοιχα. Εξάλλου, ευρωπαϊκοί κολοσσοί γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως Nestle, Friesland Campina και Danone, διατηρούν ισχυρή παρουσία στην ασιατική αγορά.

Η Ελλάδα, αν και έχει πολύ μικρό μερίδιο στις ευρωπαϊκές εξαγωγές (κάτω του 5%), ως παραδοσιακή χώρα παραγωγής ειδικών τυροκομικών προϊόντων, όπως φέτα, γραβιέρα κ.λπ., έχει εξαγωγές προς την Κίνα, με αυξητική τάση. Για παράδειγμα, η αξία των εξαγωγών τυριών, η οποία ανήλθε σε 584,4 εκατ. ευρώ το 2019, διπλασιάστηκε μέχρι το 2023, φτάνοντας το 1,2 δισ. ευρώ, ενώ υπερδιπλασιάστηκε ο όγκος.

Η κινεζική αγορά γαλακτοκομικών προϊόντων έχει μεγάλες δυνατότητες να προσελκύσει ξένες επενδύσεις από την Ελλάδα. Σύμφωνα με τους συντάκτες έκθεσης του Γραφείου Οικονομικών Υποθέσεων του Προξενείου μας στη Σαγκάη, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης της κατά κεφαλήν κατανάλωσης, καθώς η Κίνα υπολείπεται της κατανάλωσης σε Ινδία, ακόμη και Ιαπωνία και Νότια Κορέα, ενώ άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Βραζιλία, η Νότια Αφρική και το Μεξικό, καταναλώνουν περίπου τρεις φορές περισσότερο κατά κεφαλήν από την Κίνα.

Προοπτικές για το γιαούρτι και τη φέτα

Τα ελληνικά προϊόντα διαθέτουν ισχυρές προοπτικές, από το γιαούρτι και τη φέτα μέχρι το παγωμένο γιαούρτι και το παγωτό. Ειδικά στην αγορά ελληνικού γιαουρτιού, βασικοί εισαγωγείς είναι οι Alpina Foods, Auburn Dairy, Dannon, Delta Food, General Mills, Brown Cow, allaby Yogurt Co, EasiYo, Skotidakis, FAGE και Yeo Valley. Για τη φέτα η αγορά της Σαγκάης και της ευρύτερης περιοχής φαίνεται θεωρητικά να παρουσιάζει μεγαλύτερες ευκαιρίες, λόγω της μεγάλης καταναλωτικής βάσης (25 εκατ. κάτοικοι), του σχετικά υψηλού διαθέσιμου εισοδήματος και της αυξανόμενης τουριστικής κίνησης. Εκτιμάται δε ότι η ελληνική φέτα έχει τη δυνατότητα να καθιερωθεί στην καταναλωτική συνείδηση των Κινέζων πολιτών, δεδομένου ότι πολλές αλυσίδες αρτοποιείων αυξάνουν τη χρήση τυριού στα προϊόντα τους, περισσότερες οικογένειες έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν τυρί όταν μαγειρεύουν στο σπίτι και η κατανάλωση τυριού όταν πίνουν κρασί αυξάνεται επίσης σε δημοτικότητα. Οι Κινέζοι δείχνουν επίσης πρόθυμοι να υιοθετήσουν νέες δυτικές τάσεις και καινοτόμα, ποιοτικότερα και πιο υγιεινά προϊόντα, όπως π.χ. το παγωμένο γιαούρτι, το οποίο σημειώνει μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και στην Ευρώπη την τελευταία δεκαετία.

Η τρέλα για τα γλειφιτζούρια τυριού

Είναι επίσης ενδεικτική η ζήτηση για γλειφιτζούρια τυριού, που κυριαρχούν στη λιανική κατανάλωση τυριού στην Κίνα, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 28,3%. Μάλιστα, το παιδικό τυρί αντιπροσωπεύει το 64% των πωλήσεων της κατηγορίας, ακολουθούμενο από το οικογενειακό επιτραπέζιο τυρί και το τυρί ενηλίκων. Στη Σαγκάη οι πιο γνωστές μάρκες τυριού είναι τα παιδικά σνακ με τυρί και με πρόσθετες γεύσεις, όπως τα Stick Cheese, Kiddy Cheese και Small Triangle Cheese, ενώ οι πρώτες εταιρείες που προέβλεψαν την επιτυχία του παιδικού τυριού είναι η Milkana, με τις μπάρες τυριού, και η Bongrain.

Από ελληνικής πλευράς, στα τυριά το δημοφιλές προϊόν είναι η φέτα, με εξαγωγές που αυξάνονται σταθερά τόσο σε όγκο, όσο και σε αξία από το 2019, φτάνοντας τα 70 εκατ. κιλά το 2022, αν και μειώθηκαν στα 51 εκατ. κιλά το 2023. Η αξία των εξαγωγών έφτασε τα 46 εκατ. ευρώ το 2022 και μειώθηκε σε 38 εκατ. ευρώ το 2023. Στο γιαούρτι η ποσότητα των εξαγωγών ελληνικού γιαουρτιού στην Κίνα αυξήθηκε 18% σε όγκο το 2023.

Η Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου της Σαγκάης

Η ζήτηση γαλακτοκομικών αυξάνεται στην Κίνα, αναδύοντας μελλοντικές ευκαιρίες, ειδικά στη Σαγκάη και συγκεκριμένα μέσω της αξιοποίησης της υφιστάμενης Ζώνης Ελεύθερου Εμπορίου (ΖΕΕ) της Σαγκάης (από το 2013), η οποία παρέχει πολλαπλά κίνητρα στις ευρωπαϊκές μικρομεσαίες επιχειρήσεις να ξεκινήσουν εξαγωγές προς την Κίνα. Η ελληνική γαλακτοβιομηχανία μπορεί να επωφεληθεί από την επιλογή αυτού του μοντέλου, διότι όχι μόνο η ετικέτα, αλλά και η συσκευασία των προϊόντων, ο ποιοτικός έλεγχος και η επιθεώρηση των προϊόντων μπορεί να διεξαχθεί εντός της ζώνης με χαμηλό κόστος, επιταχύνοντας τις αντίστοιχες διαδικασίες εκτελωνισμού.

Επίσης, ένα εναλλακτικό μοντέλο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για νεοεισερχόμενες ευρωπαϊκές γαλακτοβιομηχανίες είναι οι διασυνοριακές διαδικτυακές πωλήσεις. Αυτό το μοντέλο αποτελεί το μέλλον του παγκόσμιου εμπορίου και στην περίπτωση της Κίνας δίνει τη δυνατότητα στους Κινέζους καταναλωτές να έχουν πρόσβαση σε προϊόντα που δεν είναι διαθέσιμα στην Κίνα σε χαμηλότερη από τη συνηθισμένη τιμή.

Οι δασμοί και τα διατροφικά σκάνδαλα

Ας σημειωθεί, επίσης, ότι η Κίνα μείωσε τους δασμούς τα τελευταία χρόνια σε ορισμένα γαλακτοκομικά προϊόντα. Για παράδειγμα, από το 2021 πάνω από 880 είδη έχουν χαμηλότερο προσωρινό εισαγωγικό φορολογικό συντελεστή από τον συντελεστή του πλέον ευνοούμενου κράτους, με ορισμένες πρώτες ύλες βρεφικών γαλάτων, όπως η σκόνη πρωτεΐνης ορού γάλακτος, να παρουσιάζουν μείωση έως και 50%. Η μείωση των δασμών ευνοεί τη μείωση του κόστους εισαγωγής. Για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι μια μείωση των δασμών κατά 5% θα μπορούσε να επηρεάσει το κόστος παραγωγής βρεφικού γάλακτος κατά 2%-3%.

Όπως αναφέρθηκε, η ΕΕ είναι ο μεγάλος εξαγωγέας γαλακτοκομικών προϊόντων, με μερίδιο που ξεπερνά αυτό της Νέας Ζηλανδίας, η οποία χάρη στις ειδικές συμφωνίες με την Κίνα ήταν σημαντικός εξαγωγέας εδώ και πολλά χρόνια. Ο ανταγωνισμός, ωστόσο, θα παραμείνει έντονος, καθώς η Αυστραλία, όπως και η Νέα Ζηλανδία, υπέγραψαν συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με την Κίνα το 2008 και το 2015 αντίστοιχα, μειώνοντας περαιτέρω τους δασμούς στις εξαγωγές γαλακτοκομικών προϊόντων. Από την άλλη πλευρά, οι αμερικανικές γαλακτοβιομηχανίες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν απροσδόκητους εμπορικούς κινδύνους, καθώς οι δασμοί αυξάνονται τα τελευταία χρόνια.

Μια άλλη τάση που ευνοεί τις ευρωπαϊκές εξαγωγές στο μέλλον έχει να κάνει με το αυξανόμενο πλεόνασμα. Σύμφωνα με στοιχεία IFCN, USDA και McKinsey Analysis, που επεξεργάστηκαν οι αναλυτές, οι ευρωπαϊκές χώρες αναμένεται να παράγουν 18 εκατ. μετρικούς τόνους γάλακτος το 2027 (αύξηση 38,46% από το 2017), ενώ η Κίνα αναμένεται να παρουσιάσει έλλειμμα γαλακτοκομικών προϊόντων 26 εκατ. μετρικών τόνων (μείωση 27,33% από το 2017). Έτσι, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός για την εξυπηρέτηση των αγορών με εκτιμώμενο έλλειμμα, ιδίως της Κίνας, θα είναι αρκετά έντονος.

Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αγορά συνέρχεται από τη μεγάλη διαταραχή της πανδημίας, ενώ είχε προηγηθεί κρίση και το 2008, λόγω του σκανδάλου που συντάραξε την κινεζική βιομηχανία τροφίμων, όταν εντοπίστηκαν σε σκόνη βρεφικού γάλακτος τοπικής παραγωγής ίχνη μελαμίνης, τοξικής βιομηχανικής ένωσης που χρησιμοποιείται γενικά σε πλαστικά και λιπάσματα. Η ουσία υποτίθεται ότι ενίσχυε την περιεκτικότητα του γάλακτος σε πρωτεΐνες, αλλά έπειτα από τέσσερις μήνες από την ανακάλυψη περίπου 300.000 μωρά αρρώστησαν και 6 πέθαναν από νεφρική δυσλειτουργία. Το 2014 ακολούθησε άλλο ένα σκάνδαλο με βρεφικές τροφές και η εμπιστοσύνη στα κινέζικα εμπορικά σήματα έπεσε κατακόρυφα. Έκτοτε η κυβέρνηση δίνει έμφαση στην ασφάλεια του τοπικά παραγόμενου γάλακτος, προκειμένου οι τοπικές μάρκες να κερδίσουν και πάλι την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.