Κατασκευές: Οι τέσσερις αλλαγές για να προχωρήσουν τα μεγάλα έργα
Σε τέσσερα σημεία συμφωνήσαν οι διοικήσεις των μεγαλύτερων κατασκευαστικών εταιρειών της χώρας, σε ό,τι αφορά την πορεία των υφιστάμενων έργων και το μέλλον του κλάδου, κατά τη διάρκεια του χθεσινού συνεδρίου Υποδομών και Μεταφορών ITC 2024. Πρώτον ότι πρέπει να προχωρήσουν οι Πρότυπες Προτάσεις, ώστε να υλοποιηθούν τα έργα που δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν αποκλειστικά από το κρατικό ταμείο. Δεύτερον, να σταματήσει η «φάμπρικα» με την προκήρυξη έργων που δεν έχουν ωριμάσει ούτε σε επίπεδο μελετών ούτε σε επίπεδο απαλλοτριώσεων και τρίτον να βρεθούν οι απαραίτητοι πόροι, ώστε να προχωρήσουν έργα, που δημοπρατήθηκαν χωρίς εξασφαλισμένη χρηματοδότηση. Τέλος, συζητήθηκε έντονα και το ζήτημα της έλλειψης προσωπικού, το οποίο σήμερα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα «αγκάθια» του κλάδου.
Το ζήτημα της μεγάλης έλλειψης εργατικών χεριών που ταλαιπωρεί σημαντικά τον κλάδο ανέλυσε ο πρόεδρος του ΤΕΕ, Γιώργος Στασινός, προειδοποιώντας ότι σύντομα η κατάσταση θα χειροτερέψει αν δεν παρθούν άμεσα μέτρα. Σύμφωνα με τον ίδιο, «την περίοδο 2017-2018 δεν βλέπαμε γερανό στην Ελλάδα, ενώ σήμερα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, κάτι που σημαίνει ότι ο κλάδος πηγαίνει καλά. Ωστόσο, υπάρχει ένα παράδοξο στην ιδιωτική οικοδομική δραστηριότατα, καθώς ενώ βρίσκεται σε ανάπτυξη, σήμερα ένα μεγάλος μέρος της έχει μπλοκάρει λόγω της αναστολής αδειών που έχει επιβληθεί από ορισμένους Δημάρχους σε πολλές περιοχές. Αυτή η κατάσταση ωστόσο έχει οδηγήσει το διαθέσιμο εργατικό προσωπικό να εγκαταλείπει τα εν λόγω έργα και να στρέφεται αλλού, με αποτέλεσμα άλλα έργα έχοντας τα απαραίτητα “χέρια” να προχωρούν γρηγορότερα».
Το μεγάλο στοίχημα στον χώρο των κατασκευών για τον κ. Στασινό είναι να εξασφαλιστεί η ανθεκτικότητα στα υφιστάμενα έργα. Όπως τόνισε ο ίδιος: « Πρέπει να δούμε πως θα τα συντηρήσουμε, καθώς εξασφαλισμένοι πόροι δεν υπάρχουν. Το εν λόγω πρόβλημα εξάλλου δεν είναι μόνο ελληνικό, καθώς και οι μεγάλες οικονομίες όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα με τις συντηρήσεις. Άρα, θα πρέπει να αναζητηθεί ένα εργαλείο, όπως οι παραχωρήσεις, για να συντηρηθούν τα υφιστάμενα έργα».
Την ανάγκη περισσότερης συνεργασίας στο σχεδιασμό, στην κατασκευή και στη λειτουργία των έργων, προκειμένου αυτά να έχουν το μέγιστο δυνατό όφελος για τους πολίτες και τη χώρα, υπογράμμισε με τη σειρά του ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΤΕΡΝΑ, Χρήστος Παναγιωτόπουλος. Σύμφωνα με τον ίδιο: «Τα τελευταία χρόνια υπάρχει “οργασμός” μεγάλων έργων, γεγονός που οφείλεται στην έντονη τουριστικά ανάπτυξη της χώρας, στο μεγάλο αριθμό ιδιωτικών επενδύσεων λόγω της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και σε projects όπως αυτό του Ελληνικού». O ίδιος έθιξε το θέμα της έλλειψης ιεράρχησης των έργων, τονίζοντας το εξής: «Είναι λογικό η πολιτεία να θέλει να προχωρήσει όλα τα έργα, αλλά δεν υπάρχει σαφής εικόνα για το ποια είναι αυτά που πραγματικά έχουν προτεραιότητα ως είδος και ποια συγκεκριμένα έργα σε κάθε είδος έχουν μπει πιο ψηλά στην ατζέντα».
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΤΕΡΝΑ στάθηκε και στο θέμα των διαθέσιμων πόρων, λέγοντας πως πλέον το 1 δισ. ευρώ του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων προφανώς δεν μπορεί να καλύψει όλες τις ανάγκες που υπάρχουν σε υποδομές, προσθέτοντας ωστόσο πως «έχουμε και ένα εξαιρετικό εργαλείο, όπως οι Πρότυπες Προτάσεις, που επιταχύνει και τις μελέτες αλλά και επιτρέπει τη μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων – ένα εργαλείο, το οποίο παραμένει ανενεργό μαζί με τις προτάσεις που ήδη κατέθεσαν οι κατασκευαστικοί όμιλοι, στο πλαίσιο του σχετικού θεσμού».
Το πρόβλημα της δημοπράτησης ανώριμων έργων έβαλε στο τραπέζι και ο Γενικός Διευθυντή του Ομίλου Intrakat και της ΑΚΤΩΡ, Αναστάσιος Αρανίτης. Όπως σημείωσε «σήμερα πολλά έργα έχουν δημοπρατηθεί ανώριμα, δηλαδή με μελέτες που δεν είχαν συμπεριλάβει στο σύνολό τους όλους τους παράγοντες που απαιτούνται ώστε να προχωρήσουν απρόσκοπτα. Συγκεκριμένα, δεν έχει ληφθεί υπόψη όσο θα έπρεπε το θέμα της ανθεκτικότητας και της κλιματικής αλλαγής, που αποτελούν πλέον κρίσιμους παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν τον σχεδιασμό των έργων. Με αποτέλεσμα τόσο τη χρονική καθυστέρηση όσο και τη σημαντική αύξηση του κόστους κατασκευής τους».
Παράλληλα, ο Αναστάσιος Αρανίτης υπογράμμισε ότι υπάρχει αντικειμενικό θέμα αναπροσαρμογής του κόστους των έργων, καθώς οι συνθήκες κατά τις οποίες είχαν δημοπρατηθεί στο πρόσφατο παρελθόν, έχουν αλλάξει ριζικά και το κόστος τους έχει εκτοξευθεί».
Για τα έργα της νέας γενιάς ο ίδιος σχολίασε το εξής: «Θα πρέπει να προσεγγίσουμε ολιστικά τη σύλληψη, τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των έργων νέας γενιάς, ώστε να μην γίνονται αλληλεπικαλύψεις των δημοπρατήσεων, όπως φαίνεται ότι θα συμβεί στα έργα αποκατάστασης της Θεσσαλίας, η οποία, όπως παρατήρησε, θα μπορούσε να αποτελέσει μοντέλο για την διαχείριση της επόμενης γενιάς των έργων και πρότυπο για όλες τις περιοχές της χώρας». Για να συμβεί αυτό, συμπλήρωσε, «θα πρέπει κράτος και κατασκευαστικές εταιρείες να ανοίξουν έναν διάλογο με στόχο να ιεραρχήσουν σωστά την προτεραιότητα κατασκευής των έργων, καθώς ο επικείμενος όγκος τους θα είναι πολύ μεγάλος, την ώρα που οι πόροι και οι δυνατότητες παραγωγής θα είναι πολύ συγκεκριμένες, με στόχο να υλοποιηθούν εγκαίρως».
Για το πώς θα βάλουμε τις βάσεις για την επόμενη γενιά των έργων μίλησε και ο Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου ΑΒΑΞ, Κωνσταντίνος Μιτζάλης. Όπως τόνισε στόχος είναι «να δούμε πως θα έχουμε ώριμα έργα μετά από μια πενταετία. Αρά πρέπει να μπει ένα ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα στα έργα που υλοποιούνται τώρα, ώστε να προχωρήσουν τα επόμενα». Όπως πρόσθεσε μάλιστα: «Κανείς δεν θέλει τις καθυστερήσεις, αλλά όλα τα συμβασιοποιημένα έργα έχουν θέματα με απαλλοτριώσεις, και στο τέλος κανείς δεν παραδίδει στον χρόνο που πρέπει».
Σε ερώτηση για τις δυσκολίες και τη διαφορά μεταξύ «δύσκολου» και «εύκολου έργου», ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΑΒΑΞ τόνισε ότι «με τόσα χρόνια σε αυτόν τον χώρο, έχω καταλάβει ότι δεν υπάρχουν εκ προοιμίου εύκολα ή δύσκολα έργα. Έχω δει φαινομενικά εύκολα έργα να βαλτώνουν, και έχω δει δύσκολα έργα να “τρέχουν”. Όλα εξαρτώνται από την απρόσκοπτη χρηματοδότηση εκ μέρους του αναθέτοντος το έργο, τη βαθιά γνώση του αντικειμένου, την εμπειρία και την αξιοπιστία εκείνου που το αναλαμβάνει και βεβαίως από την οικονομική συγκυρία που επικρατεί».
Το ζήτημα της μεγάλης έλλειψης εργατικών χεριών που ταλαιπωρεί σημαντικά τον κλάδο ανέλυσε ο πρόεδρος του ΤΕΕ, Γιώργος Στασινός, προειδοποιώντας ότι σύντομα η κατάσταση θα χειροτερέψει αν δεν παρθούν άμεσα μέτρα. Σύμφωνα με τον ίδιο, «την περίοδο 2017-2018 δεν βλέπαμε γερανό στην Ελλάδα, ενώ σήμερα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, κάτι που σημαίνει ότι ο κλάδος πηγαίνει καλά. Ωστόσο, υπάρχει ένα παράδοξο στην ιδιωτική οικοδομική δραστηριότατα, καθώς ενώ βρίσκεται σε ανάπτυξη, σήμερα ένα μεγάλος μέρος της έχει μπλοκάρει λόγω της αναστολής αδειών που έχει επιβληθεί από ορισμένους Δημάρχους σε πολλές περιοχές. Αυτή η κατάσταση ωστόσο έχει οδηγήσει το διαθέσιμο εργατικό προσωπικό να εγκαταλείπει τα εν λόγω έργα και να στρέφεται αλλού, με αποτέλεσμα άλλα έργα έχοντας τα απαραίτητα “χέρια” να προχωρούν γρηγορότερα».
Το μεγάλο στοίχημα στον χώρο των κατασκευών για τον κ. Στασινό είναι να εξασφαλιστεί η ανθεκτικότητα στα υφιστάμενα έργα. Όπως τόνισε ο ίδιος: « Πρέπει να δούμε πως θα τα συντηρήσουμε, καθώς εξασφαλισμένοι πόροι δεν υπάρχουν. Το εν λόγω πρόβλημα εξάλλου δεν είναι μόνο ελληνικό, καθώς και οι μεγάλες οικονομίες όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα με τις συντηρήσεις. Άρα, θα πρέπει να αναζητηθεί ένα εργαλείο, όπως οι παραχωρήσεις, για να συντηρηθούν τα υφιστάμενα έργα».
Την ανάγκη περισσότερης συνεργασίας στο σχεδιασμό, στην κατασκευή και στη λειτουργία των έργων, προκειμένου αυτά να έχουν το μέγιστο δυνατό όφελος για τους πολίτες και τη χώρα, υπογράμμισε με τη σειρά του ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΤΕΡΝΑ, Χρήστος Παναγιωτόπουλος. Σύμφωνα με τον ίδιο: «Τα τελευταία χρόνια υπάρχει “οργασμός” μεγάλων έργων, γεγονός που οφείλεται στην έντονη τουριστικά ανάπτυξη της χώρας, στο μεγάλο αριθμό ιδιωτικών επενδύσεων λόγω της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και σε projects όπως αυτό του Ελληνικού». O ίδιος έθιξε το θέμα της έλλειψης ιεράρχησης των έργων, τονίζοντας το εξής: «Είναι λογικό η πολιτεία να θέλει να προχωρήσει όλα τα έργα, αλλά δεν υπάρχει σαφής εικόνα για το ποια είναι αυτά που πραγματικά έχουν προτεραιότητα ως είδος και ποια συγκεκριμένα έργα σε κάθε είδος έχουν μπει πιο ψηλά στην ατζέντα».
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΤΕΡΝΑ στάθηκε και στο θέμα των διαθέσιμων πόρων, λέγοντας πως πλέον το 1 δισ. ευρώ του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων προφανώς δεν μπορεί να καλύψει όλες τις ανάγκες που υπάρχουν σε υποδομές, προσθέτοντας ωστόσο πως «έχουμε και ένα εξαιρετικό εργαλείο, όπως οι Πρότυπες Προτάσεις, που επιταχύνει και τις μελέτες αλλά και επιτρέπει τη μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων – ένα εργαλείο, το οποίο παραμένει ανενεργό μαζί με τις προτάσεις που ήδη κατέθεσαν οι κατασκευαστικοί όμιλοι, στο πλαίσιο του σχετικού θεσμού».
Το πρόβλημα της δημοπράτησης ανώριμων έργων έβαλε στο τραπέζι και ο Γενικός Διευθυντή του Ομίλου Intrakat και της ΑΚΤΩΡ, Αναστάσιος Αρανίτης. Όπως σημείωσε «σήμερα πολλά έργα έχουν δημοπρατηθεί ανώριμα, δηλαδή με μελέτες που δεν είχαν συμπεριλάβει στο σύνολό τους όλους τους παράγοντες που απαιτούνται ώστε να προχωρήσουν απρόσκοπτα. Συγκεκριμένα, δεν έχει ληφθεί υπόψη όσο θα έπρεπε το θέμα της ανθεκτικότητας και της κλιματικής αλλαγής, που αποτελούν πλέον κρίσιμους παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν τον σχεδιασμό των έργων. Με αποτέλεσμα τόσο τη χρονική καθυστέρηση όσο και τη σημαντική αύξηση του κόστους κατασκευής τους».
Παράλληλα, ο Αναστάσιος Αρανίτης υπογράμμισε ότι υπάρχει αντικειμενικό θέμα αναπροσαρμογής του κόστους των έργων, καθώς οι συνθήκες κατά τις οποίες είχαν δημοπρατηθεί στο πρόσφατο παρελθόν, έχουν αλλάξει ριζικά και το κόστος τους έχει εκτοξευθεί».
Για τα έργα της νέας γενιάς ο ίδιος σχολίασε το εξής: «Θα πρέπει να προσεγγίσουμε ολιστικά τη σύλληψη, τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των έργων νέας γενιάς, ώστε να μην γίνονται αλληλεπικαλύψεις των δημοπρατήσεων, όπως φαίνεται ότι θα συμβεί στα έργα αποκατάστασης της Θεσσαλίας, η οποία, όπως παρατήρησε, θα μπορούσε να αποτελέσει μοντέλο για την διαχείριση της επόμενης γενιάς των έργων και πρότυπο για όλες τις περιοχές της χώρας». Για να συμβεί αυτό, συμπλήρωσε, «θα πρέπει κράτος και κατασκευαστικές εταιρείες να ανοίξουν έναν διάλογο με στόχο να ιεραρχήσουν σωστά την προτεραιότητα κατασκευής των έργων, καθώς ο επικείμενος όγκος τους θα είναι πολύ μεγάλος, την ώρα που οι πόροι και οι δυνατότητες παραγωγής θα είναι πολύ συγκεκριμένες, με στόχο να υλοποιηθούν εγκαίρως».
Για το πώς θα βάλουμε τις βάσεις για την επόμενη γενιά των έργων μίλησε και ο Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου ΑΒΑΞ, Κωνσταντίνος Μιτζάλης. Όπως τόνισε στόχος είναι «να δούμε πως θα έχουμε ώριμα έργα μετά από μια πενταετία. Αρά πρέπει να μπει ένα ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα στα έργα που υλοποιούνται τώρα, ώστε να προχωρήσουν τα επόμενα». Όπως πρόσθεσε μάλιστα: «Κανείς δεν θέλει τις καθυστερήσεις, αλλά όλα τα συμβασιοποιημένα έργα έχουν θέματα με απαλλοτριώσεις, και στο τέλος κανείς δεν παραδίδει στον χρόνο που πρέπει».
Σε ερώτηση για τις δυσκολίες και τη διαφορά μεταξύ «δύσκολου» και «εύκολου έργου», ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΑΒΑΞ τόνισε ότι «με τόσα χρόνια σε αυτόν τον χώρο, έχω καταλάβει ότι δεν υπάρχουν εκ προοιμίου εύκολα ή δύσκολα έργα. Έχω δει φαινομενικά εύκολα έργα να βαλτώνουν, και έχω δει δύσκολα έργα να “τρέχουν”. Όλα εξαρτώνται από την απρόσκοπτη χρηματοδότηση εκ μέρους του αναθέτοντος το έργο, τη βαθιά γνώση του αντικειμένου, την εμπειρία και την αξιοπιστία εκείνου που το αναλαμβάνει και βεβαίως από την οικονομική συγκυρία που επικρατεί».